Σαλμάν Ρουσντί: Το χρονικό μίας προαναγγελθείσας επίθεσης
23/08/2022Το χρονικό μίας προαναγγελθείσας επίθεσης! Έτσι, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τη δολοφονική επίθεση εναντίον του βραβευμένου συγγραφέα Σαλμάν Ρουσντί κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού φεστιβάλ του ιδρύματος Chautauqua στη Νέα Υόρκη. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η απειλή αυτής ελλόχευε παραπάνω από 30 χρόνια! Το πρωί της 14ης Φεβρουαρίου 1989, μια δημοσιογράφος του BBC είχε ενημερώσει τον συγγραφέα ότι ο αγιατολάχ Χομεϊνί είχε εκδώσει φετφά για τη δολοφονία του.
Εκείνος είχε αρκεστεί να κλειδώσει την εξώπορτα και να κοιτάξει προβληματισμένος από το παράθυρο. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, με το πέρασμα των χρόνων, ο φόβος υποχώρησε τόσο για τους φίλους και τους αναγνώστες του, όσο και για τον ίδιο. Δεν φαινόταν πια να ανησυχεί ιδιαίτερα για το θρησκευτικό διάταγμα του ηγέτη της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, εξαιτίας του βιβλίου “Σατανικοί Στίχοι” που ο Ρουσντί είχε εκδώσει το 1988. Στο διάταγμα ζητούσε από «κάθε καλό μουσουλμάνο» να δολοφονήσει τον Ρουσντί, τους εκδότες του βιβλίου και «όσους γνωρίζουν το περιεχόμενο… προκειμένου κανείς να μην προσβάλει το Ισλάμ».
Η πεποίθηση του συγγραφέα ότι πια δεν κινδύνευε είχε αποτυπωθεί και στη συνάντηση που είχε με τον πρόεδρο Μακρόν. Λίγο μετά τις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2017 τον ο Μακρόν του είχε καλέσει στο Μέγαρο των Ηλυσίων στο Παρίσι. Είχε εκφράσει την έκπληξή του που ο Ρουσντί είχε φτάσει εκεί ασυνόδευτος. «Δεν είμαι ο τύπος του μάρτυρα. Είμαι απλώς συγγραφέας. Γιατί κάποιος να κρατά τόσο μεγάλη κακία σε έναν συγγραφέα;», απάντησε –όπως αποδείχθηκε– αφελώς.
Διαψεύστηκε και όταν εξομολογήθηκε σε φίλους του ότι δεν φοβάται πια, επειδή είχε –λέει– καλλιεργήσει μία ικανότητα, κάτι σαν ραντάρ, που τον προειδοποιούσε για τυχόν κίνδυνο. Η πραγματικότητα, μάλλον, βρίσκεται σε μία ατάκα που είπε κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του σε ένα από τα επεισόδια της σειράς Curb Your Enthusiasm. Υποδυόμενος τον εαυτό του είπε: «ο φετφά, είναι πάντα εκεί. Επικρέμαται. Αλλά να πάει να γ@μηθεί».
Αν και παραμένει στο νοσοκομείο μετά την απόπειρα δολοφονίας του από τον 24χρονο δράστη, η κατάστασή της υγείας του βελτιώνεται ημέρα με την ημέρα. Δέχεται επισκέψεις, συνομιλεί με οικεία πρόσωπα και σύμφωνα με τον γιό του διατηρεί το χιούμορ και την οξύνοιά του. Στην ηλικία των 75 ετών, όμως, υπέστη τρία σοβαρά τραύματα από μαχαίρι στο λαιμό, τέσσερα τραύματα στο στομάχι, στο μάτι, στο στήθος και στο δεξί μηρό. Τίποτα, λοιπόν, δεν θα είναι ίδιο γι’ αυτόν όταν με το καλό βγει από το νοσοκομείο. Κατανοώντας την πικρή αυτή αλήθεια, «προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τη νέα πραγματικότητα».
Μία νέα γενιά αναγνωστών
Την ίδια στιγμή, το ενδιαφέρον για το έργο του έχει αναζωπυρωθεί. Η παραλίγο δολοφονία του προκάλεσε μία παγκόσμια αντίδραση που δεν περιορίστηκε στον αποτροπιασμό. Οι πωλήσεις των έργων του εκτοξεύθηκαν. Έτσι, αποφάσισε ο Δυτικός Κόσμος να απαντήσει στη βία και στη μεσαιωνική πρακτική, αγοράζοντας τα βιβλία του! Επιπλέον, μία νέα γενιά αναγνωστών ανακάλυψε για πρώτη φορά τον συγγραφέα, κατά του οποίου είχε εκδοθεί φετφά στο Ιράν δεκαετίες νωρίτερα.
Αισθάνθηκαν γνήσια περιέργεια να ανακαλύψουν τα βιβλία που τον έβαλαν στο στόχαστρο του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Ως αποτέλεσμα, τα περισσότερα από αυτά έχουν εξαντληθεί, άλλα επανακυκλοφορούν, ενώ το υποτιθέμενο βλάσφημο βιβλίο “Σατανικοί Στίχοι” βρίσκεται στην κορυφή των μπεστ σέλερ της Amazon και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού από την ημέρα της επίθεσης μέχρι και τώρα. Συγκεκριμένα, τρείς εκδόσεις του βιβλίου ήταν στην κορυφή του βαρόμετρου πωλήσεων που καταγράφει τα βιβλία των οποίων οι πωλήσεις σημείωσαν τη μεγαλύτερη αύξηση τις τελευταίες 24 ώρες.
Ένα άλλο βιβλίο του συγγραφέα, “Τα Παιδιά του Μεσονυκτίου” βρέθηκε επίσης στην τέταρτη θέση. Ακόμα και στην Ινδία ήταν εκατοντάδες χιλιάδες εκείνοι που το αναζητούσαν διακαώς. Μάταια, καθώς αγνοούσαν το γεγονός ότι η κυκλοφορία του έχει απαγορευθεί εδώ και δεκαετίες στην χώρα τους για να μην προσβληθούν οι μουσουλμάνοι. Η αύξηση του ενδιαφέροντος επιβεβαιώνεται και από το μεγάλο βιβλιοπωλείο της Νέας Υόρκης Strand Bookstore, το οποίο επίσης καταγράφει τις φυσικές και διαδικτυακές πωλήσεις.
«Άνθρωποι ήρθαν και έψαχναν για οποιοδήποτε από τα γραπτά του, ήθελαν να μάθουν τι είχαμε», δήλωσε η υπεύθυνη του τμήματος πωλήσεων Κέιτι Σίλβερναϊλ. «Μερικοί από τους νεότερους υπαλλήλους μας δεν είχαν ακούσει ποτέ γι’ αυτόν, οπότε ήταν ενδιαφέρον να συζητήσουμε μαζί τους χθες, αφού οι πελάτες ήρθαν για τα βιβλία του, ζητούσαν να μάθουν ποιος ήταν και πώς επηρέασε τον κόσμο της λογοτεχνίας. Πιστεύω ότι πολλοί ήρθαν χθες στο βιβλιοπωλείο και απλά για να μιλήσουν για το πώς ένιωσαν γι’ αυτό που συνέβη», ανέφερε.
Συζητώντας και πάλι για ελευθερία
Στο Twitter, χρήστες καλούσαν επίσης τον κόσμο να αγοράσει τα έργα του Σαλμάν Ρουσντί σε ένδειξη αλληλεγγύης. Τη δημόσια υποστήριξη προς το πρόσωπό του εξέφρασαν πολιτικοί, ηγέτες και σπουδαίοι συνάδελφοί του και διανοούμενοι από κάθε γωνιά του πλανήτη. Τέλος, το μήνυμα να καταδικαστεί η βία, ήταν και εκείνο που εξέπεμψε ένας από τους ανθρώπους που βρισκόταν στην σκηνή μαζί του, κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Πρόκειται για τον ιδρυτή της ΜΚΟ, της οποίας καλεσμένος ήταν ο Ρουσντί. Ειρωνικά, το θέμα συζήτησης ήταν η καλλιτεχνική ελευθερία και η δίωξη των συγγραφέων.
Φανερά σοκαρισμένος, ο οικοδεσπότης αρνήθηκε να αναφερθεί στα δικά του εμφανή επίσης τραύματα, μιας και προσπάθησε να σώσει τον συγγραφέα με το σώμα του. Περιορίστηκε να καλέσει τον κόσμο να αγοράσει και να διαβάσει ένα από τα βιβλίο του Ρούσντι. Δέχτηκε, όμως, να περιγράψει και την επίθεση που έλαβε χώρα ελάχιστα μέτρα μακριά του. «Στην αρχή έμοιαζε με κάποιου είδους κακή φάρσα. Δεν είχε καμία αίσθηση της πραγματικότητας. Όταν, όμως, αντιλήφθηκα το αίμα, τότε κατάλαβα περί τίνος πρόκειται».
Το βιβλίο “Σατανικοί Στίχοι” ήταν αυτό που καθόρισε τη μοίρα του συγγραφέα, τοποθετώντας μία μόνιμη γκιλοτίνα πάνω από το κεφάλι του. Ακόμα, όμως, και μία γκιλοτίνα ξεχνιέται… Στο μυθιστόρημα αυτό, ο Ινδός συγγραφέας περιγράφει μία αεροπειρατεία με τραγική κατάληξη, όπου το αεροπλάνο εκρήγνυται με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι οι επιβάτες εκτός από δύο Ινδούς: Ένας αστέρας του Μπόλιγουντ (ινδικό Χόλιγουντ) και ένας Ινδός μετανάστης που μένει στην Αγγλία, έχοντας αποκοπεί τελείως από την πατρίδα του.
Μέσα από τον διάλογο των δύο επιζώντων εμφανίζεται και ο Μωάμεθ, με τα χαρακτηριστικά του εξαπατημένου, μιλώντας ουσιαστικά για την “ιστορία των γερανών” στην ισλαμική παράδοση. Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από ένα έπος με πρωταγωνιστή τον Μωάμεθ, το οποίο ήταν αποδεκτό για 200 χρόνια από τους μουσουλμάνους. Επί εκατοντάδες χρόνια οι βιογράφοι του Μωάμεθ παρουσίαζαν ένα περιστατικό, όπου ο Σατανάς προσπάθησε να τον εξαπατήσει και παρενέβη ο αρχάγγελος Γαβριήλ!
Ο Προφήτης Μωάμεθ εξαπατήθηκε και θεώρησε τους “ψιθύρους του Σατανά” σαν θεϊκή αποκάλυψη. Οι “Σατανικοί Στίχοι” αναφέρονται, λοιπόν, σε αυτή τη “δόλια παρέμβαση” του διαβόλου που οδήγησαν τον Μωάμεθ να εκφωνήσει στίχους για τα ειδωλολατρικά έθιμα της Μέκκας του έβδομου αιώνα που τον οδήγησαν να αναγνωρίσει τις δυνάμεις τους για μεσιτεία στον Θεό.
Η καταδίκη από τον Χομεϊνί
Από τη στιγμή που το φονταμενταλιστικό Ισλάμ δεν μπορούσε να δολοφονήσει το παρελθόν του, αποφάσισε να δολοφονήσει τον συγγραφέα που αποτυπώνει τον μεγαλύτερο εμφύλιο των πρώτων αιώνων ύπαρξης του Ισλάμ. Μετά τη δημόσια καταδίκη του σε θάνατο από τον Χομεϊνί, ο Ρουσντί εξαφανίστηκε από τη δημόσια ζωή. Οι βίαιες αντιδράσεις για το βιβλίο του συνεχίζονταν. Βιβλιοπωλεία βομβαρδίστηκαν στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκδότες δέχονταν επίμονες απειλές για βόμβες.
Ο Ιάπωνας μεταφραστής του βιβλίου Χιτόσι Ιγκαράσι δολοφονήθηκε στο Τόκιο το 1991, ενώ τραυματίστηκαν σοβαρά ο Νορβηγός εκδότης Γουίλιαμ Νάιγκααρντ στο Όσλο και ο Ιταλός μεταφραστής Έτορε Καπριόλο στο Μιλάνο. Τον Ιούνιο του 1993, 37 άτομα δολοφονήθηκαν στη Σεβάστεια της Τουρκίας και περισσότερα από 50 τραυματίστηκαν, όταν φανατικοί σουνίτες ισλαμιστές έβαλαν φωτιά σε ξενοδοχείο, στο οποίο βρισκόταν ο Τούρκος γνωστός συγγραφέας και μεταφραστής των “Σατανικών Στίχων” Αζίζ Νεσίν και πολλοί Αλεβίτες διανοούμενοι.
Ήταν περίπου η εποχή που ο Ρουσντί εμφανίστηκε χωρίς προειδοποίηση στη συνεδρίαση του Σκανδιναβικού Συμβουλίου στο Ελσίνκι και ανέβηκε στη σκηνή. Το κοινό κράτησε την ανάσα του. Ήταν σαν να αντίκρυζε ένα φάντασμα. Τότε η New York Times είχε αναφερθεί σε αυτόν ως τον «άνθρωπος με τη σιδερένια μάσκα» που ελευθερώθηκε από την πλανητική Βαστίλη του.
Το έργο πέρα από τον δημιουργό
Αυτοσχεδίασε έναν εκθαμβωτικό μονόλογο για την τέχνη και τη δύναμη του μυθιστορήματος, λέγοντας ότι ανάμεσα στο έργο του και τη ζωή του, θα διάλεγε πάντα το έργο του. Το κοινό χειροκροτούσε δέκα λεπτά όρθιο. Λίγα χρόνια αργότερα, σε ένα ταξίδι στη Νίκαια της Γαλλίας, η Air Inter απέκλεισε την πρώτη σειρά δίχως εξήγηση. Όταν όλοι είχαν επιβιβαστεί και οι μηχανές είχαν ξεκινήσει, μπήκε με συνοδεία πέντε αστυνομικών.
Σε εκείνη την περίπτωση, είχε προκληθεί σοκ. Μια γυναίκα είχε διαμαρτυρηθεί ότι η παρουσία του Ρουσντί την έθετε σε κίνδυνο. Μία άλλη είχε αρνηθεί να φάει φαγητό μήπως και ήταν δηλητηριασμένο! Η πλειονότητα των επιβατών, όμως, είχε ξεσπάσει σε αυθόρμητα και ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Στο παρελθόν είχε προκληθεί σάλος, όταν οι αρχές στη Γαλλία του είχαν ζητήσει βίζα για να εισέλθει στην χώρα και τελικά δεν του ενέκριναν την σχετική αίτησή του, με το επιχείρημα ότι δεν μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλειά του. Είχε χρειαστεί να παρέμβει ο ίδιος ο Φρανσουά Μιτεράν για να λυθεί το πρόβλημα.
Το 1993 ο πρίγκιπας Κάρολος είχε παραπονεθεί κατά τη διάρκεια ενός γεύματος που είχε παραθέσει η βρετανική πρεσβεία στο Παρίσι. Ήταν η εποχή που ο Ρουσντί ζούσε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, υπό την προστασία της βρετανικής αστυνομίας. «Ο Σαλμάν δεν είναι καλός συγγραφέας», είπε, προσθέτοντας ότι «η προστασία του κοστίζει στο στέμμα της Αγγλίας». Τότε ένας φίλος του Σαλμάν είχε σπεύσει να σχολιάσει καυστικά. «Θα υπέθετα ότι κοστίζει πολύ περισσότερο η προστασία του Πρίγκιπα της Ουαλίας, ο οποίος, από όσο γνωρίζω, δεν έχει παρουσιάσει κάτι ενδιαφέρον».
«Είμαι φιμωμένος και φυλακισμένος. Θα ήθελα να παίξω μπάλα με τον γιο μου στο πάρκο. Η συνηθισμένη, κοινότοπη ζωή είναι για μένα ένα ανέφικτο όνειρο», έγραφε και δεν έκρυψε ότι η μοναξιά του κορυφώθηκε μετά τη ρήξη με τη γυναίκα του, την Αμερικανίδα μυθιστοριογράφο Μαριάν Γουίγκινς. Παρά τις περιπέτειές του, ο Ρουσντί δεν σταμάτησε να γράφει και το 2007 χρίστηκε τιμητικά ιππότης από τη βασίλισσα της Αγγλίας για την προσφορά του στη λογοτεχνία.
Νέα αρχή στη Νέα Υόρκη
Σταδιακά, ζούσε μια σχεδόν φυσιολογική ζωή στη Νέα Υόρκη. Είχε προλάβει και να παντρευτεί συνολικά τέσσερις φορές, ενώ έχει αποκτήσει και δύο παιδιά. Για δεκαετίες, δεν είχε παρά μια πολύ διακριτική, σχεδόν αόρατη συνοδεία ασφαλείας. Οι φίλοι του θυμούνται τον γάμο του με το ινδικής καταγωγής μοντέλο και παρουσιάστρια του τοπ σεφ Πάντμα Κάκσχμι το 2004. Χόρευαν υπό τον ήχο μίας ινδικής ορχήστρας με σιτάρ και ντραμς, ενώ οι παρευρισκόμενοι τους έραιναν με ροδοπέταλα. Αγκάλιαζε τον γιο του από τον πρώτο του γάμο, τους συναδέλφους και φίλους του. Ήταν ευτυχισμένος και ελεύθερος.
Εντέλει, ο γάμος εκείνος κράτησε μονάχα τρία χρόνια, με τον μυθιστοριογράφο να τα θρηνεί στα απομνημονεύματά του ως χάσιμο χρόνου και «κακή επένδυση». Χαρακτήρισε την πρώην σύζυγό του ως υπερβολικά νάρκισσο και φιλόδοξη, με την Λάκσμι να ανταποδίδει, αποκαλώντας τον Ρούσντι ως «σεξουαλικά εμμονικό» και αναίσθητο. Ο τρίτος γάμος του είχε και αυτός λήξει άδοξα. Είχε σε μία συνάντευξή του περιγράψει ότι αποφάσισε να χωρίσει τη σύζυγό του Μαριάν, όταν κρύβονταν. Εκείνη υποστήριζε ότι η Αλ Κάϊντα γνώριζε πού βρίσκονταν. Είχαν αναγκαστεί να μετακομίσουν έξι φορές. Όταν συνειδητοποίησε ότι του έλεγε ψέματα αποφάσισε να δώσει τέλος στη σχέση.
Την ίδια εικόνα έχουν όσοι τον συνάντησαν και τη νύχτα των πρώτων προεδρικών εκλογών που έφεραν τον Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία. Είχε φτάσει με μία συνοδό σε ένα πάρτι στη Νέα Υόρκη. Το κοινό αποτελούνταν από ηθοποιούς, δημοσιογράγους, καλλιτέχνες και διάφορους επιχειρηματίες και χορηγούς του μόλις εκλεγέντα προέδρου. Όλοι ησύχασαν όταν το κινητό του χτύπησε και ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν στην άλλη γραμμή, επιθυμώντας να τον ευχαριστήσει προσωπικά για την υποστήριξή του.
Είχε βγει για τα καλά από την απομόνωση. Αγαπούσε τη Νέα Υόρκη. Συναντούσε φίλους για βόλτες στο Σέντραλ Πάρκ και δείπνα στην περιοχή του Βίλατζ. Άλλαζε συζήτηση. Δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα για το φετφά. Προτιμούσε να μιλήσει για τη μουσική του Μόρισον και τον συγγραφέα Τζορτζ Έλιοτ. Τους τελευταίους μήνες ασχολιόταν αποκλειστικά με τον πόλεμο και τη ρωσική εισβολή. Είχε ενώσει δυνάμεις με τον μουσικό Στινγκ και τον ηθοποιό Σον Πέν για να συμμετάσχουν σε μία εκστρατεία.
Η ανάμνηση της Ινδίας
Μιλούσε συχνά για τα παιδικά του χρόνια και τις αναμνήσεις του από την Ινδία. Οι συνομιλητές του έμοιαζαν έκπληκτοι όταν αποκάλυπτε ότι του έλειπε το Ισλάμ των παιδικών του χρόνων «Η μουσουλμανική σκέψη ήταν ευρυγώνια», εξηγούσε. «Όταν αναπολώ την εποχή των παππούδων μου, την εποχή των γονιών μου, το Ισλάμ προσπαθούσε να γίνει κοσμοπολίτικο. Έθετε ερωτήματα και εμπλεκόταν σε πνευματικές διαμάχες. Ήταν ζωντανό». Ο Σαλμάν είναι το πνευματικό παιδί εκείνου του Ισλάμ. Οι γονείς του ήταν μετριοπαθείς μουσουλμάνοι της Ινδίας. Ο πατέρας του είχε σπουδάσει στο Cambridge, κάτι που έκανε και ο ίδιος. Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα ζούσε μόνιμα στην Αγγλία.
Σπούδασε ιστορία στο διάσημο αυτό πανεπιστήμιο, εργάστηκε ως ηθοποιός και ως κειμενογράφος και εν συνεχεία, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, το οποίο όμως δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία. Υπήρξαν φίλοι που τον συμβούλευσαν να εγκαταλείψει τις συγγραφικές του φιλοδοξίες. Το ραντεβού με την επιτυχία ήρθε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και έπειτα, με το βιβλίο “Τα παιδιά του Μεσονυκτίου” που τιμήθηκε με το βραβείο Booker. Κατά πολλούς εξέφρασε την πολιτική συνείδηση της δεκαετίας του 1980 στο Λονδίνο, ειδικά για τους μετανάστες. Αποτύπωσε την συνείδησή τους, παρουσίαζοντας ένα νέο τρόπο σκέψης.
Όποια και αν είναι η άποψή τους για την αξία του λογοτεχνικού έργου του Ρουσντί, εκατοντάδες συγγραφείς πρόκειται να συγκεντρωθούν στη Νέα Υόρκη αυτή την εβδομάδα για να διαβάσουν αποσπάσματα από τα βιβλία του. Πρόκειται για μία συμβολική κίνηση που πραγματοποιείται για πρώτη φορά στην λογοτεχνική ιστορία. Θα συγκεντρωθούν στα σκαλιά της βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης.