“Τ’ άγια χώματα”: Ένα τραγούδι για την Πόλη
31/08/2025
Από το 1988 ξεκίνησα να εργάζομαι ως μουσικός παραγωγός σε τοπικά ραδιόφωνα της Αργολίδας, καταφέρνοντας το 1991 να στήσω στο σπίτι μου, στην Δαλαμανάρα Άργους, τον δικό μου ραδιοφωνικό σταθμό (Ράδιο ΗΡΑ), που άντεξε, μέσα στο συνειδητά δημιουργημένο, από πλευράς Πολιτείας, χάος των Fm (είναι μεγάλη κουβέντα και όχι της στιγμής), μέχρι τις αρχές του 2003. Από προσωπική άποψη και συνειδητή επιλογή ο σταθμός έπαιζε μόνο ελληνική μουσική, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στο λαϊκό, στο ρεμπέτικο και στο παραδοσιακό τραγούδι.
Επειδή – όσοι δούλεψαν σε επαρχιακούς σταθμούς το έχουν βιώσει – δεν υπήρχε η “πολυτέλεια” της κατανομής αρμοδιοτήτων, ο καθένας από τους ενασχολούμενους έκανε διάφορες δουλειές. Έτσι κι εγώ, πέραν της ιδιότητας του ιδιοκτήτη ήμουν πρωινός εκφωνητής – παραγωγός ενημερωτικού προγράμματος, παραγωγός καθημερινής εκπομπής με ρεμπέτικα αλλά, ταυτόχρονα, είχα και την ευθύνη να αναζητώ, σε πρώτη ευκαιρία, υλικό για να εμπλουτίζω την δισκοθήκη του σταθμού με λαϊκά, ρεμπέτικα, της Πόλης και παραδοσιακά τραγούδια. Και είχα μια εμμονή να ψάχνω να βρω δίσκους που είχαν μείνει, για λόγους άσχετους με την ποιότητα του περιεχομένου τους, στην αφάνεια.
Κάποια φορά, λοιπόν, που ανέβηκα προς αναζήτηση δίσκων στην Αθήνα “έπεσα” πάνω στον δίσκο του Απόστολου Καλδάρα “Τα Ορθόδοξα”, που τραγουδούσε ο Στράτος Διονυσίου και κυκλοφόρησε από την ΕΜΙ – Columbia το 1978 (και έκτοτε αγνοείτο η τύχη του, όπως θα έλεγε το δελτίο αναζήτησης του Ερυθρού Σταυρού)…
Για τον συγκεκριμένο δίσκο βρήκα μια χαρακτηριστική αναφορά του γνωστού ραδιοφωνικού παραγωγού Γιώργου Τσάμπρα σε εκπομπή του – αφιέρωμα στον Απόστολο Καλδάρα της περιόδου 1969-1989, στο 2ο πρόγραμμα της ΕΡΑ (11-4-2010):
«Η αλήθεια είναι, ότι όλα εκείνα τα χρόνια ο Καλδάρας μιλάει πολύ συχνά ενάντια στις επιλογές των δισκογραφικών εταιρειών. Έχουν τελειώσει για “κείνον” τα συμβόλαια αποκλειστικής συνεργασίας που είχε από το ξεκίνημά του μέχρι και τα μέσα του ’70. Έχει αποχωρήσει μάλλον επεισοδιακά από την εταιρεία που έκανε το τελευταίο συμβόλαιο κι από κει και κάτω συνεργάζεται με όλες τις άλλες εταιρείες για διάφορους δίσκους, χωρίς όμως ποτέ ξανά οι δουλειές του να στηρίζονται ιδιαίτερα από τους ανάλογους μηχανισμούς των εταιρειών δίσκων, να αποτελούν μέρος της πολιτικής των εταιρειών. Για την τύχη των δίσκων δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια πόσο έφταιγαν αυτές οι σχέσεις και πόσο το υλικό τους, αν και “Τα Ορθόδοξα” του ’78, είναι ένας δίσκος που αν κάποιος τον ακούσει κάποια στιγμή ολόκληρο, μπορεί να δώσει μια απάντηση».
O Θανάσης Γιώγλου* σε άρθρο του στο ogdoo.gr (16/02/2011), με τίτλο: Απόστολος Καλδάρας & Στράτος Διονυσίου: “Τα Ορθόδοξα”, έχει ως υπότιτλο: «Aν, από τη μεγάλη δισκογραφία του Στράτου Διονυσίου, θα έπρεπε οπωσδήποτε να κρατήσω έναν μόνο δίσκο στη συλλογή μου, χωρίς δεύτερη σκέψη, αυτός θα ήταν “Τα Ορθόδοξα” σε μουσική & στίχους Απόστολου Καλδάρα» και το αιτιολογεί παρακάτω στο κείμενό του:
«Έγραψα παραπάνω πως αν διάλεγα έναν δίσκο του Διονυσίου, χωρίς καμία διάθεση υποτίμησης των υπολοίπων, αυτός θα ήταν Τα Ορθόδοξα, γιατί πολύ απλά τον θεωρώ τον πιο ολοκληρωμένο, τόσο συνθετικά όσο και στιχουργικά».
Τ’ άγια χώματα
Από την στιγμή που πήρα κι εγώ στα χέρια μου τον δίσκο, τον άκουσα απανωτά καμιά δεκαριά φορές, πριν τον εντάξω προς δημόσια χρήση στην δισκοθήκη του σταθμού. Και εκείνο το τραγούδι που μου “καρφώθηκε”, κυριολεκτικά, στην καρδιά και στο μυαλό ήταν το: “Τ’ άγια χώματα” (δρόμος Νιαβέντ, Χασάπικο 2/4):
Ε, ρε Θεέ μου, να γινόταν να ξυπνήσω ένα πρωί
στ’ άγια χώματα της Πόλης, κει που έζησα παιδί,
που άκουγα τον αμανέ μου, πίνοντας τον αργιλέ
κι έλεγα και το γιαρέ μου στης Ντουντούς τον καφενέ.
Να ντυθώ να πάω τσάρκα και να ρίξω γιασεμί
στο σοκάκι μιας Τσερκέζας, που `χα πρωτοφιληθεί
και ν’ αναστηθούν στο νου μου ο βαρκάρης κι ο αμαξάς
και οι ξακουστοί νταήδες που `βγαζε ο Γαλατάς.
Να ξανάβλεπα τους μόρτες να μεθούν και να τα σπαν
και να κλείνουνε οι πόρτες από τα καφέ σαντάν,
να τσακώνονται στα χέρια και να κάνουν σαματά
το πρωί τα τζιβαέρια και ας πέθαινα μετά.
Τραγουδιστής δεν είμαι, αλλά αναρωτιέμαι πόσες φορές έχω πιάσει τον εαυτό μου να το σιγοτραγουδά τα τελευταία τριάντα χρόνια… Τόσο πολύ το αγάπησα αυτό το τραγούδι.
Τι με τράβηξε και με τραβάει σ’ αυτό; Μα, πέραν της φωνής του Στράτου, είναι η μελωδία, που με παραπέμπει στο Πολίτικο Χασάπικο, μαζί με τις εικόνες που δημιουργούν στο μυαλό μου οι στίχοι του, σπρώχνοντας με να σεργιανίσω στην Βασιλίδα των πόλεων, συνταιριάζοντας στο μυαλό μου τους στίχους του Καλδάρα μαζί μ’ αυτούς του Νίκου Ζούδιαρη, στο τραγούδι του “Βόσπορος”, όπου τραγουδά ο Αλκίνοος Ιωαννίδης:
Και τότε ένα παράπονο σε παίρνει
και στα καντούνια μέσα σε γυρνά.
Η Πόλη μια παλιά αγαπημένη,
που συναντάς σε ξένη αγκαλιά…
Η Πόλη, μια παλιά αγαπημένη
Το Βυζάντιο, επίσης γνωστό ως Βυζαντίς, ήταν αρχαία ελληνική αποικία που ιδρύθηκε στο μισό του Κεράτιου κόλπου και των στενών του Βοσπόρου, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τον Στράβωνα (Γεωγραφικά), η πόλη ιδρύθηκε από Μεγαρείς αποίκους, με επικεφαλής τον Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Για την χρονολογία ίδρυσης της πόλης υπάρχουν αρκετές εκδοχές, με επικρατέστερη εκείνη του 660 ή 659 π.Χ.
Το 330 μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, ο αποκληθείς Μέγας, στη θέση του Βυζαντίου ιδρύει ως νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας την Κωνσταντινούπολη (Πόλη), που την εγκαινίασε επίσημα στις 11 Μαΐου του 330. Την Πόλη, την αποκαλούμενη και Νέα Ρώμη, όπως την θέσπισαν στον τίτλο τους οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως. Υπάρχουν, επίσης, και οι χαρακτηρισμοί Βασιλεύουσα, Βασιλίδα των πόλεων και Επτάλοφος αλλά η ευρέως χρησιμοποιούμενη από τον λαό ονομασία είναι απλά Πόλη.
Η Πόλη είναι κτισμένη στις δύο πλευρές του Κερατίου Κόλπου, στη νότια είσοδο του στενού πορθμού του Βοσπόρου, ο οποίος με μήκος περίπου 35 χλμ. συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα στον βορρά με τη θάλασσα του Μαρμαρά στον νότο και είναι η μοναδική πόλη στον κόσμο που βρίσκεται σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη και την Ασία.
Η ονομασία Κωνσταντινούπολη διατηρήθηκε και μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Αντικαταστάθηκε το 1930 από την ονομασία Ιστανμπούλ, ονομασία η οποία είναι παραφθορά του “Εις ταν Πόλην”. Το άρθρο “ταν” είναι κατάλοιπο της δωρικής των Μεγαρέων, όπως, αντίστοιχα, το “Νίκα” το γνωστό από την Στάση κατά του Ιουστινιανού, που σήμαινε “Νίκη”, το δεν “μπ” είναι το “π” με την Πολίτικη προφορά.
Λαογραφικά στοιχεία
Και μετά την αναφορά στα ιστορικά στοιχεία, που αφορούν την Πόλη του τραγουδιού και της Ρωμιοσύνης, ας δούμε μία προς μία τις λαογραφικές αναφορές του τραγουδιού, που είναι και η βασική αφορμή που με ώθησε να γράψω αυτό το άρθρο:
Αμανές: Τραγούδι με αργόσυρτη ανατολίτικη μελωδία, στο οποίο συχνά επαναλαμβάνεται η λέξη αμάν. Κατά τον Παναγιώτη Κουνάδη: «Οι αμανέδες αποτελούν συνήθως μια κραυγή απόγνωσης, αγωνίας, απελπισίας, έκφραση κάποιου ανεκπλήρωτου καημού ή αξεπέραστου πάθους. Μουσικολογικά, οικοδομούνται, στη συντριπτική τους πλειονότητα στα αραβοπερσικά μακάμ, οικεία στους Έλληνες λόγω της συγγένειάς τους με τους μουσικούς δρόμους (ήχους) της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής».
Αργιλές (ή ναργιλές): Είδος ανατολίτικης συσκευής καπνίσματος, που αποτελείται από ένα δοχείο με νερό, μέσα από το οποίο περνάει ο καπνός πριν φτάσει σε ένα μακρύ και ευλύγιστο σωλήνα, στο μαρκούτσι, που καταλήγει στο στόμα του καπνιστή. Η χρήση του ναργιλέ για κάπνισμα προήλθε από την αυλή του Ινδού αυτοκράτορα Ακμπάρ του Μέγα στα τέλη του 16ου αιώνα, ως τρόπος μείωσης των πιθανών βλαβών από το κάπνισμα, μετά από πρόταση των βασιλικών ιατρών, λόγω της επιβάρυνσης της υγείας του. Από την Ινδία ο ναργιλές εξαπλώθηκε πρώτα στην Περσία, από όπου και υιοθετήθηκε η ονομασία “ναργιλές” και αργότερα, στις αρχές του 17ου αιώνα, πέρασε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη η ονομασία “ναργιλές” είναι ο σωστός τύπος, και προέρχεται από την περσική λέξη nargila = ινδική καρύδα. Η ινδική καρύδα μέχρι και σήμερα ονομάζεται naargil στα Περσικά. Ο τύπος “αργιλές” δημιουργήθηκε από την αιτιατική, όπου το “ν” θεωρήθηκε ως μέρος του άρθρου (Ετυμολογικό Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη 2009).
Γιαρές: Ο γιαρές είναι ερωτικό ανατολίτικο τραγούδι που ερμηνεύεται με πάθος, που μάλλον ταυτίζεται με τον αμανέ και βγαίνει από το επιφώνημα γιαρέμ, που στους φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς, συχνά αλλοιώνεται σε γιαρέ (και γιαρέι). Το γιαρέμ προέρχεται από το τούρκικο yarem, που σημαίνει “αγαπημένε/η μου”.
«Οι γάτοι λυγεροί στα κεραμίδια ταιριάζουν ερωτόπαθους γιαρέδες».
(Κωστής Παλαμάς “Σατυρικά γυμνάσματα”).
Σοκάκι: Απόκεντρος στενός δρόμος.
Τσερκέζα: Οι Τσερκέζοι, ή Κιρκάσιοι ήσαν αυτόχθων λαός με μακρά ιστορική παρουσία στην ανατολική παρευξείνια ενδοχώρα. Οι γυναίκες τους, αποκαλούμενες Τσερκέζες, εθεωρούντο από τις ωραιότερες γυναίκες της Ανατολής. Ο ποιητής Νουρί του Τοκάτ (1820-1882) αποτύπωσε την ομορφιά τους σε στίχους του:
Η Τσερκέζα καλλονή είναι πραγματικά υπέροχη,
ψηλή, με λεπτή μέση, φρύδια σαν βιολί.
Θα νόμιζε κανείς ότι είναι το φεγγάρι που λάμπει στον ουρανό.
Όλοι οι άγγελοι θα την υμνούσαν.
Γαλατάς, Νταήδες: Ο Γαλατάς ή Πέραν είναι κεντρική παράλια περιοχή με λιμενικές εγκαταστάσεις της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκεται στη Β.Α. πλευρά και άκρη του Κερατίου κόλπου. Αποτελεί συνέχεια τής ακτής Τοπ Χανέ της ευρύτερης περιοχής που ονομάζεται Μπέηογλου, όπου βρέχεται από τα νερά του Βοσπόρου (ανατολικά) και του Κεράτιου Κόλπου (νότια).
Ως τόπος λιμενικών δραστηριοτήτων, ενίοτε παρανόμων (λαθρεμπόριο), ήταν φυσικό να κυκλοφορούν σ’ αυτόν άτομα χαρακτηριζόμενα ως νταήδες και μάλιστα “ξακουστοί” (!) (Νταής στην αργκό της πιάτσας σημαίνει παλικαράς, καυγατζής). Τα λόγια του Πολίτικου ζεϊμπέκικου δίνουν ένα σκηνικό της ατμόσφαιρας του λιμανιού:
Δεν πάγω πια στον Γαλατά, μέσ’ στους παλικαράδες,
που παίζουνε τον μπαγλαμά και γύρω οι λουλάδες.
Δεν πάγω πια στον Γαλατά, στο καφεσλί σοκάκι,
εκεί μου την εδώσανε την κουμπουριά στην πλάτη.
Βρε χασικλή του Γαλατά, τι το ‘χεις το πιστόλι
και το κουμπούρι δίκαννο να σε τρομάζουν όλοι.
Μόρτης: Στο Λεξικό του Δημητράκου συναντάμε τους χαρακτηρισμούς: αγυιόπαις, αλήτης, αλάνης, μάγκας, χαμίνι / γεν. άνθρωπος ουτιδανός, μπερμπάντης. Προέρχεται από την τουρκική λέξη mortu/morto/morti, που σημαίνει πεθαμένος ή κουφάρι και ανάγεται στην ιταλική morto. Αποκαλούνταν μ’ αυτό το όνομα όσοι είχαν προσβληθεί από πανώλη και είχαν καταφέρει να επιβιώσουν, αποκτώντας έτσι ανοσία.
Οι μόρτηδες ή μόρτες, όταν έπεφτε σε μια πόλη επιδημία πανώλης, γίνονταν στην πράξη οι κυρίαρχοί της, καθόσον μόνον αυτοί κυκλοφορούσαν στους δρόμους, χρησιμοποιούμενοι ως φύλακες και νεκροθάφτες όσων προσβάλλονταν από την φοβερή αρρώστια, αφού δεν χρειαζόταν να παίρνουν προφυλάξεις…Στην πορεία του χρόνου η λέξη απόκτησε άλλοτε αρνητική και άλλοτε θετική σημασία. Π.χ. ως προς την θετική: Ξηγιέμαι μόρτικα.
Καφέ σαντάν: Κατά τον 19ο αιώνα, στους χώρους της ημετέρας Ανατολής αναπτύχθηκαν δυο είδη μουσικών καταστημάτων, τα καφέ σαντάν, όπου ακουγόταν ευρωπαϊκή μουσική και τα καφέ αμάν με την ανατολίτικη μουσική. Προφανώς τα καφέ σαντάν, όπου σύχναζε η “καλή κοινωνία”, ήταν απαγορευτικά για τους μόρτες και τους έκλειναν τις πόρτες…
Τζιβαέρι: Το όνομα ενός φημισμένου αμανέ. Τζιβαέρι στα αραβικά σημαίνει κόσμημα και μεταφορικά, όταν αναφέρεται σε πρόσωπα “θησαυρός”. Ο Λαίλιος Καρακάσης στην εργασία του “Λαϊκά τραγούδια και χοροί της Σμύρνης” αναφέρει για το “Τζιβαέρι” τα εξής: «Ηδυπάθεια, τρυφερότης, νωχελής ερωτισμός, συρτή παραπονιάρικη φωνή. Βλέπει κανείς ανάμεσα στη νότα και το στίχο το στενό φεγγαροφώτιστο “σοκάκι” με τα παλιά “σαχνισίνια”, τους ψηλούς τοίχους του “πρεβολιού” με ευωδιαστά δέντρα, τις ανθισμένες λεμονιές, τις πορτοκαλιές και τις μανταρινιές, το “παντζούρι” ενός παραθυριού που μισοανοίγει μέσα στη σιγαλιά της νύχτας…».
Κρατώντας την τελευταία φράση από το κείμενο του Λαίλιου Καρακάση (μέσα στη σιγαλιά της νύχτας) και σε συνάρτηση με την όλη αναφορά μου στην Βασιλίδα των Πόλεων, κλείνω με τον στίχο του Νίκου Ζούδιαρη από τον “Βόσπορο”:
Τα πνεύματα επιστρέφουνε τις νύχτες,
φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές
κι αν δεις εκεί ψηλά στις πολεμίστρες,
θα δεις να σε κοιτάζουνε μορφές…
*Ο Θανάσης Γιώγλου είναι Έλληνας συγγραφέας, αρθρογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, μουσικός, ερευνητής της Ελληνικής μουσικής και συλλέκτης δίσκων και ντοκουμέντων σχετικών με την ελληνική μουσική. Κατάγεται από την Κίο της Μικράς Ασίας και τον Πόντο.