ΑΦΗΓΗΜΑ

Θησαυρός κάτω απ’ το κρεβάτι

Θησαυρός κάτω απ' το κρεβάτι, Πόπη Αρωνιάδα

-Ά να χαθείς ρημάδι. Μουλωχτά κοκάλωσες, ούτε την τελευταία συγχώρεση δεν θα μπορέσω να πάρω. Και σε ποιόν να το πω; Εμφύλιος θα γίνει, όχι σε σένα να έρθει η μάνα πρώτα, όχι στον άλλον μετά… Ας ανοίξω τις κουρτίνες να σε δει λίγο ο ήλιος μπας κι αναλιγώσεις. Ένα ένα μ’ εγκαταλείπετε, όπως εγκατέλειψα κι εγώ μάνα, πατέρα, πατρίδα, για να τιμήσω τη ζωή που μου δόθηκε.

Την τίμησα, την έπιασα απ’ τα μαλλιά και πορευτήκαμε. Πρώτη φορά που διαμαρτυρήθηκες, θυμάμαι ήταν τότε στην τέταρτη εγκυμοσύνη. Ούρλιαξες να σ’ ακούσω, να σε φροντίσω. Έδινες τη σουβλιά και με διαπερνούσε ολόκληρη μέχρι που έφτανε στο μυαλό. Ξεκούραση είχε πει ο γιατρός κι όχι ορθοστασία. Ποιος τον άκουγε; Οχτάωρο στο μαγαζί και μετά στο σπίτι με τέσσερα αγόρια κι έναν σύζυγο. Αυτά πληρώνω τώρα. Μόνη.

«Όσο μπορείς κι αυτοεξυπηρετείσαι μάνα, καλύτερα να είσαι στο χώρο σου, λένε. Άλλα τα χούγια τα δικά μας. Και μην κοιτάς, αν ήμασταν στην πατρίδα σου, αν είχαμε παντρευτεί γυναίκες από εκεί, θα ήταν αλλιώς. Μην σου περάσει απ’ το μυαλό πως δεν σε θέλουμε, αλλά όσο μπορείς και τα καταφέρνεις, έτσι, είναι καλύτερα για όλους».

Δόξα τω θεώ, τι σκέφτομαι τώρα; Όλα είναι όπως πρέπει. Ας είναι καλά οι λεβέντες μου.
Έλα τώρα, να καθίσουμε στην πολυθρόνα, να εδώ, να σε ζεστάνει ο ήλιος, θα σε τρίψω και με την αλοιφή. Τι να κάνεις κι εσύ; Ξένα σώματα έχεις μέσα, τι κι αν είναι λέει πανάκριβη η λάμα και οι βίδες; Πάλι καλά που με κρατάς όρθια να πορεύομαι.

Δε λέω! Κάποτε με δόξασες, σαν χτυπούσες τις κλακέτες στις γρανιτένιες πλάκες. Εσείς δίνατε τον ρυθμό στο χορό της νιότης μου. Τι νιότη κι εκείνη… Τα πριν δεν τα θυμάμαι, τα διέγραψε ο εγκέφαλος μου. Αχ αναμνήσεις, γλυκές αναμνήσεις!

Από το στοίβαγμα στο καράβι και μετά, όλα καταγεγραμμένα είναι στο μυαλό μου. Λες και γεννήθηκα τότε. Ένα μήνα κράτησε εκείνος ο τοκετός, μέχρι που πάτησα στον ξένο τόπο, εκείνον της ελπίδας και του ονείρου.

Σαν λύγισα τότε κι έπεσα στα γόνατα να φιλήσω το χώμα, οι άλλες κοπέλες που ήμασταν μαζί τράβηξαν να σηκωθώ, είναι αμαρτία είπαν να φιλάς ξένη γη. Δεν είναι ξένη γη είπα, η δικιά μου δεν μπορούσε να με θρέψει, ετούτη θα είναι η πατρίδα μου από δω και πέρα, θα την κατακτήσω, θα την ποτίσω με ιδρώτα, με αίμα, θα σπείρω τα νιφλίδια της ψυχής μου. Έτσι κι έγινε.

Σάμπως λίγο καλύτερα, να είσαι. Έλα τώρα, θα κάνουμε τις ασκήσεις μας. Πρέπει να με κρατήσεις όρθια, ακούς; Θέλω να μου το υποσχεθείς… Θα λυγίσεις μόνο την στερνή ώρα. Τότε που θα παραδοθούμε.

Ο θησαυρός της ζωής με τον Τόνυ

Αν είχα τον Τόνυ μου, δεν θα φοβόμουν τίποτα. Του είχα τόση εμπιστοσύνη, τόση αγάπη. Σαν τώρα μου φαίνεται. Ότι είχα μάθει να χορεύω κλακέτες. Ξετρελάθηκα, μου ταίριαξαν τόσο, που ήταν, σαν να γεννήθηκα μ’ αυτές. Πρώτη φορά χόρεψα μπροστά σε κόσμο σ’ εκείνο το πάρτι που έγινε στο εργοστάσιο.

Ο Τόνυ μ’ ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή κι εγώ δεν πήγα πίσω. Ένας λεβέντης, σαν άγγελος, ξανθός, γαλανομάτης. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ήμασταν κάθε ώρα και κάθε λεπτό μαζί. Ο θάνατος μας χώρισε.

Αγαπηθήκαμε, σμίξαμε δυο πλάσματα σ’ έναν ξένο τόπο. Ο ένας γεννημένος στην ανατολή και ο άλλος στη δύση. Η μοίρα ήξερε τι έκανε, ήταν ανοιχτοχέρα και για τους δυο μας, ζήσαμε μια όμορφη ζωή, κάναμε μια υγιή, καλή οικογένεια. Δόξα σε κύριε, θαυμαστά τα έργα σου. Πόσο θέλω να πάω κοντά του, δεν μπορώ άλλο να ζω εδώ μαγκούφα.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, έχω καιρό ν’ αγγίξω, να χαϊδέψω τον θησαυρό μου. Ας προσπαθήσω να τον πιάσω κάτω απ’ το κρεβάτι με το μπαστούνι. Βόηθα κι εσύ ευλογημένο. Αααπ τα κατάφερα. Πάμε τώρα στην πολυθρόνα μας στον ήλιο. Να, το κλειδί, το ‘χω πάντα κρεμασμένο στο λαιμό μου. Ευτυχώς που πρόλαβα να καθίσω, ζαλίζομαι, μάλλον απ’ το σκύψιμο θα είναι. Άχ θεέ μου!! Τι μου συμβαίνει, τα χέρια μου τρέμουν, δεν υπακούουν. Μα γιατί; Δεν μπορώ να βάλω το κλειδί στην τρύπα. Τα πόδια μου όμως είναι ανάλαφρα, θέλω να σηκωθώ και να χορέψω κλακέτες. Είναι όμορφα, γλυκά, γαλήνια. Να, στο βάθος είναι ο Τόνυ μου με καλεί κοντά του… Έρχομαι αγάπη μου…

-Έλα μπαμπά κάνε κουράγιο. Η γιαγιά έφυγε όρθια όπως ήθελε. Παρηγορήσου από αυτό. Μα, τί περιέχει αυτό το μεταλλικό κουτί που βρίσκεται στα πόδια της;
– Δεν ξέρω τί έχει το κουτί, αυτό που ξέρω είναι πως έφυγε μόνη κι αυτό δεν της άξιζε, έκανε τα πάντα για μας, δεν θα το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου. Για να δω, πρώτη φορά το βλέπω. Είναι κλειδωμένο, ίσως είναι αυτό το κλειδί του αυτό, που το είχε πάντα στον λαιμό της κι έλεγε γελώντας πως είναι το κλειδί του θησαυρού της.

Ένα ματωμένο πανί που γράφει πάνω την ημερομηνία του γάμου τους και ένα ζευγάρι γοβάκια με κλακέτες.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι