Το κυπαρισσάκι στον Γαλατά και η σωτηρία του Μίκη
24/12/2023Στο Κοιμητήρι του Γαλατά στα Χανιά, διάλεξε ο Μίκης Θεοδωράκης το δικό του χώρο, κοντά στα αγαπημένα του πρόσωπα: Στον πατέρα του Γιώργο και την μητέρα του Ασπασία. Εκεί κοντά και το πατρικό σπίτι με το κυπαρισσάκι που φύτεψαν οι γονείς του και του έδωσαν το όνομα “Μίκης”.
Tο μικρό κυπαρισσάκι, που έσωσε τη ζωή του Μίκη, είναι μία ιστορία που μοιάζει με ένα ωραίο όνειρο που όμως ήταν πραγματικότητα, όπως μου το περιέγραψε ο Μίκης σε μια από τις συνομιλίες που είχαμε στην Στοκχόλμη (29.11.1987). «Παραμονή πρωτοχρονιάς του 1948 με συνέλαβαν μαζί με άλλους και μας έστειλαν για εξορία στο νησί Ικαρία. Τον Νοέμβρη του 1948 με μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεων στο νησί Μακρόνησος όπου μας “υποδέχτηκαν” με φρικτά βασανιστήρια».
Τους επόμενους μήνες, ο Μίκης Θεοδωράκης και χιλιάδες άλλοι έζησαν την “επίγεια κόλαση”, όπως την κατέγραψε ο Γιώργος Φαρσακίδης (1926-2020), συγγραφέας, χαράκτης, ζωγράφος, λογοτέχνης, με δεκαέξι χρόνια εξορίας (Μακρόνησο, Γυάρο, Λέρο, Άη Στράτη). Όλα τα βιβλία και τα έργα του τα δημιούργησε με τα τραυματισμένα χέρια του από την περίοδο της Αντίστασης. Για εκείνη την φοβερή περίοδο, ίσως την δυσκολότερη της ζωής του, ο Μίκης γράφει στην αυτοβιογραφία του “Οι Δρόμοι του Αρχαγγέλου”:
«Μια ομάδα βασανιστών έπεσε πάνω μου. Καθώς με χτυπούσαν, ούρλιαζαν: “Θα υπογράψεις ρε;” Δεν μιλούσα. Κοίταζα γύρω μου, έβλεπα ανοιγμένα κρανία, ματωμένα γεννητικά όργανα, παραμορφωμένα πρόσωπα. Και άκουγα. Δυστυχώς άκουγα. Άκουγα τα θύματα που βγάζανε κραυγές σαν ζώα που τα σφάζουν. Το ίδιο ούρλιαζαν και οι δήμιοι. Θα είχαν περάσει τρεις ώρες. Σιγά-σιγά η χαράδρα γέμιζε με σώματα λουσμένα στο αίμα. Κάποιος φώναξε: “Τι γίνεται ρε με τον ψηλό; Βάλτε τον κάτω”. Με γυρνάνε με την πλάτη καρφωμένη στο χώμα. Δίνει ένα πήδο και οι αρβύλες του μου πληγώνουν το στήθος. Καθώς χορεύει πάνω μου άρχισα να ξερνάω αίμα.
»Τα θύματα βγάζανε γοερές κραυγές, σαν ζώα που τα σφάζουν. Το ίδιο και οι βασανιστές. Έκλεισα τα μάτια. Κάποιος μου σκουπίζει το αίμα, ψιθυρίζει: “Παιδί μου, παιδί μου, είναι κανίβαλοι, είναι κανίβαλοι…” Μα ποιος μιλά; Πού είμαι; Με κόπο άνοιξα τα μάτια και βλέπω τον Μοίραρχο, να τα ’χει χαμένα… Μόλις με είδε να συνέρχομαι, χάρηκε. Σε παρακαλώ, παιδί μου. Κάνε μια δήλωση. Σε παρακαλώ. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι. Είναι κανίβαλοι…
Είχα γίνει όλος μια πληγή. Ο στραγγαλιστής ο Λώρης μου αρπάζει το πόδι, το σηκώνει ψηλά και ο ασύλληπτος πόνος που ακολούθησε από το σπάσιμο με βοήθησε να λιποθυμήσω. Όταν με μετέφεραν με φορείο ο καθηγητής Δ. Δεσποτόπουλος, κρατούμενος και αυτός στην Μακρόνησο, είπε σε ένα αξιωματικό: “Σας καθιστώ υπεύθυνο, εσάς προσωπικά για αυτό το παιδί. Στο χτυπημένο του κεφάλι κρύβεται ένα μυαλό γεμάτο νότες…»
Ο Δ. Δεσποτόπουλος είχε συνειδητοποιήσει ότι σε εκείνο τον Γολγοθά όπου βασίλευε ο τρόμος και οι κραυγές των βασανισμένων, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε βρει δυνάμεις να γράφει μουσική!Η πρώτη Συμφωνία είναι βασισμένη στις νότες που είχαν καταγραφεί στον εγκέφαλο εκείνη την φοβερή περίοδο στην Μακρόνησο. Νότες που εκφράζουν την ασύλληπτη απόγνωση, την απελπισία, αλλά συγχρόνως την ελπίδα και την αισιοδοξία. Όπως έγραψε: «Τα συμφωνικά μου έργα που εμπνεύστηκα την περίοδο της Κατοχής καi του Εμφυλίου, προειδοποιούν για τα εφιαλτικά αποτελέσματα του πολέμου, και καταγγέλλουν την ανοησία, την ανευθυνότητα και την ανικανότητα του ανθρώπου να αντισταθεί στα κέντρα εξουσίας από τα οποία εκπορεύονται τα ανεπανόρθωτα δεινά».
Το κυπαρισσάκι
Την ίδια μέρα που ο Μίκης βασανιζόταν, οι γονείς του στο χωριό Γαλατά στα Χανιά, έζησαν την δική τους “εμπειρία” από όσα διαδραματίζονταν στην Μακρόνησο, όπως τα περιέγραψε ο πατέρας του Μίκη στον γιο του αργότερα: «Ένα βράδυ φυσούσε φοβερός αέρας στο Γαλατά και το κυπαρισσάκι που είχαν φυτέψει οι γονείς μου και του έδωσαν το όνομα “Μίκης” κόντευε να ξεριζωθεί από τη θύελλα. Τότε οι γονείς μου αισθάνθηκαν ότι κινδυνεύω. Βγήκαν και οι δύο έξω από το σπίτι αψηφώντας τη βροχή και τους θυελλώδεις ανέμους για να κρατήσουν το κυπαρισσάκι όρθιο. Έτσι πίστευαν ότι βοηθούσαν εμένα. Φανταστείτε την εικόνα: Σκοτάδι, βροχή, φοβερός άνεμος και οι γονείς μου να κρατάνε όρθιο το κυπαρισσάκι. Την ίδια μέρα στην Μακρόνησο με βασάνιζαν σκληρά. Σχεδόν μέχρι θανάτου.
»Την επόμενη μέρα ο πατέρας μου πήρε το πλοίο για την Αθήνα. Βρήκε τον διοικητή της χωροφυλακής που του έδωσε άδεια να έρθει στη Μακρόνησο. Ήταν Απρίλης 1949, όταν με πήγαιναν με το πλοίο στο Λαύριο και μετά στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Εκεί ήρθε ο πατέρας μου να με βρει, αλλά δεν με γνώρισε. Ήμουν παραμορφωμένος από τα βασανιστήρια. Όταν όμως είδαν ξανά τα χαρτιά και επέμεναν, με πλησίασε και με γνώρισε. Από πίκρα και απόγνωση κλείστηκε στο σπίτι επί μια εβδομάδα δεν έβγαινε καθόλου, ήθελε να αυτοκτονήσει…
»Όμως εγώ όταν είδα ότι με γνώρισε ο πατέρας μου, κατάλαβα ότι οι μηχανισμοί της σωτηρίας μου έμπαιναν μπροστά και άρχισε μια εσωτερική πάλη, μια εσωτερική δύναμη και σιγά-σιγά κατάφερα να συνέλθω. Ανένηψα, πήρα πάνω μου. Το ψυχολογικό μέρος έπαιξε τον αποφασιστικό ρόλο. Αν δεν είχα τον πατέρα μου, σίγουρα θα ήμουν νεκρός από το 1942. Αλλά χάρη στον πατέρα μου, επέζησα σε όλες αυτές τις περιπέτειες που θα διηγηθώ, χάρη στη δική του τη διαίσθηση και τη φοβερή του αγάπη..».
Ζω κατά λάθος
Το γεγονός με το κυπαρισσάκι που ήρθε στη μνήμη μου στο κοιμητήρι του Γαλατά, ήταν ένα από όσα έζησα μαζί του στο μεγάλο ταξίδι, τα χρόνια που είχα την δυνατότητα να πορευτώ με τον Μίκη Θεοδωράκη. Πολλοί στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες έχουν προσπαθήσει να ερευνήσουν, να αναλύσουν και να καταγράψουν το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Από όσα γνωρίζω όμως όλοι, με πρώτο τον Γιάννη Ρίτσο, παραδέχτηκαν ότι «όλα στον Μίκη είναι Μεγάλα. Όλα είναι στον Υπερθετικό βαθμό. Ό,τι κι αν γράψει κανείς γι’ αυτόν, υπολείπεται από την πραγματικότητα».
Το “φαινόμενο” έχει πολλές ανεξήγητες πλευρές που κάνουν αδύνατη μια ολοκληρωμένη καταγραφή, κάνουν αδύνατη την ολοκληρωμένη εικόνα του παγκόσμιου Έλληνα. Αν ζούσε ο Καζαντζάκης, με την δική του ερμηνεία, θα κατέτασσε τον Μίκη Θεοδωράκη στον κόσμο της Μεταφυσικής, αφού ο βασικός κανόνας του Καζαντζάκη ήταν να συνάπτει την πραγματικότητα με τον μύθο. Άλλοι, θα συμφωνήσουν με τον τέως υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας Zak Lang. Ότι η εξήγηση υπάρχει στο ίδιο το όνομα: «Ένα Δώρο Θεού είναι ο Μίκης Θεοδωράκης».
Σε αυτό που συμφωνούν όλοι είναι ότι η ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη ξεφεύγει από τους κανόνες της λογικής. Είτε αυτό έχει σχέση με το τεράστιο έργο του, είτε πολλές φορές από “ανεξήγητα” γεγονότα και καταστάσεις, όπως το παράδειγμα με το μικρό κυπαρισσάκι στον Γαλατά που του “έσωσε” τη ζωή. Ο ίδιος τόνιζε συχνά: «Ζω κατά λάθος… Θα έπρεπε να είχα πεθάνει το 1944 όταν οι σύντροφοι με έστησαν στον τοίχο».
Η σκηνή είχε παραμείνει ζωντανή στην μνήμη του και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε την ανάγκη να την επαναλαμβάνει: «Στις σύγκρουση με τους Άγγλους τον Δεκέμβρη του 1944 σε ηλικία 19 ετών, λοχαγός στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, εξέφρασα αντίθετη άποψη από την ηγεσία. Η αντίδραση ήταν άμεση. Καταδικάστηκα σε θάνατο, οι σύντροφοι με έστησαν στον τοίχο και ετοίμαζαν το εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως, σώθηκα διότι μια βόμβα από εγγλέζικο αεροπλάνο έπεσε κοντά και όλοι διασκορπίστηκαν. Είχε επέμβει ο προστάτης μου, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ…».