Το μαχαίρι στο ρεμπέτικο
17/04/2024Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις (κουσουμάρω = χρησιμοποιώ) πρέπει να έχεις την ψυχή, καρδιά για να το βγάλεις. Έτσι αρχίζει “Το κουτσαβάκι”, ένα τραγούδι που ηχογράφησε ο Ανέστης Δελιάς, το 1936. Τα κύρια σύμβολα της μαγκιάς και του ανδρισμού, τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ήταν το μαχαίρι και το κομπολόι. Βέβαια, ήδη από τα τέλη του 1800, όλα τα κουτσαβάκια κρατούσαν φονικό μαχαίρι!
Στο τραγούδι “Κουτσαβάκι” (Πόλη, 1906), ακούμε: «Αν είσαι κουτσαβάκι που ‘ν η καμίτσα σου;». Στον “Γιάνναρο” (1929), ακούμε: «Ήρθ’ ο Γιάννης από πέρα με κουσαντιανή μαχαίρα». Στον “Μανώλη Χασικλή” (1930): «…αν είσαι και σερέτης που ‘ν’ τα μαχαίρια σου;».
Στο βιβλίο του Σωκράτη Ρωνά “Τ’ αλάνι”, (Αθήνα, 1939) με οκτώ Σμυρναίικες Ηθογραφίες, διαβάζομε για το “οπλοστάσιο” που είχε το αλάνι ο Παναής: «μιά κάμα, μιά ξιφολόγχη, φυσεκλίκια και μια πελώρια δίκαννη πιστόλα πάντοτε άδεια, για να μην παίρνει ανθρώποι στο λαιμό του, απάνω στο θυμό του».
Μαχαίρι, ανδρισμός και πόσις αίματος
Οπωσδήποτε το θέμα “μαχαίρι και ανδρισμός” έχει πολύ ψωμί. Κάποιοι μάγκες χόρευαν ζεϊμπέκικο, κρατώντας δύο μαχαίρια! Άλλοι (υποτίθεται πολύ… άνδρες), όταν έμπαιναν στην ταβέρνα κάθονταν στην καρέκλα, και πριν ακόμα παραγγείλουν οτιδήποτε, έβγαζαν το μαχαίρι τους και το κάρφωναν πάνω στο τραπέζι, έτσι προς …επίδειξιν! Οι ειδικοί περί την ανθρώπινη ψυχή λένε ότι αυτό το έκαναν διότι δε θα πρέπει να ήταν πολύ υπερήφανοι για τον φαλλό τους και ενδεχομένως για τη λειτουργία του. Οι ειδικοί, πάλι, βάζουν στην ίδια κατηγορία τους πιστολάδες και τους εποχούμενους επικίνδυνους “γκαζάκηδες” των εθνικών, κυρίως, οδών! Γενικά, δε θα χαρακτήριζα τη μαγκιά σαν αιμοβόρα ή εκδικητική. Άλλωστε η φράση «θα σου πιω το αίμα» είναι πολύ-πολύ παλιότερη από τη μαγκιά και έχει σχέση με τη συνήθεια αυτού που χτυπούσε κάποιον με μαχαίρι, να γλείφει τη ματωμένη λεπίδα, έτσι για να πάρει τη δύναμη του θύματός του!
Οι ρίζες αυτού του “εθίμου”, φθάνουν στους «κανιβαλισμούς». Το εκκλησιαστικό Κοινωνικόν του Πάσχα: «Σώμα και αίμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε…», δεν είναι καθόλου άσχετο μ’ αυτό, μόνο που εδώ πρόκειται για πράξη συμβολική, αφού η “θυσία” είναι αναίμακτη. Και μια και το ‘φερε ο διάολος, η κουβέντα δηλαδή, συγκρίνετε το “γλυκό κρασάκι με το ψωμί” στη μεταλαβιά των ορθοδόξων, με την άνοστη (αντι-“ηδονική”) φαρίνα, της “όστιας (hostia)” των Καθολικών. Σ’ όσους ψάχνονται και “ξύνονται”, συστήνω σχετικώς το διήγημα “Η σάρξ” του Αντώνη Σαμαράκη, από το βιβλίο του “Ζητείται ελπίς”.
Κι ακόμα παραπέρα, συστήνω το πρωτότυπο διήγημα “Le bevitrici di sangue” (“Οι πότιδες του αίματος”) του Ναπολιτάνου συγγραφέα του προπερασμένου αιώνα Salvatore di Giacomo, το οποίο μιλάει για πόση φρέσκου αίματος σφαγμένων ταύρων από νεαρά αναιμικά κορίτσια. Ρίξτ’ ένα βλέφαρο και στα δύο διηγήματα. Θα “πλουτίσετε…”/ Η πόσις αίματος πάντως έχει περάσει σε κάποια ρεμπέτικα:
- “Aπό κάτω απ’ τις ντομάτες” (ΗΠΑ, 1928): «Βάρα με, με το στιλέτο κι όσο αίμα βγάλω πιε το»
- “Πήραν τα φρύγανα φωτιά” (1929): «Άνοιξε μάνα, άνοιξε, γιατί με κυνηγούνε κι αν δεν ανοίξεις το πορτί, το αίμα μου θα πιούνε»
- “Χθες το βράδυ στον Τεκέ” (1934): «Τα τσιμπουκάκια αν πειραχτούνε, το αίμ’ αμέσως θα σάς το πιούμε…»
Η χρήση του μαχαιριού απ’ τους μάγκες
Σίγουρα οι μάγκες δεν το ’χαν το μαχαίρι μόνο για να κόβουν τα νύχια τους ή να …ξύνονται. Το χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για τους εξής λόγους: Σαν όπλο άμυνας και προστασίας τους, για να επιβάλλουν τον “νόμο και την τάξη”, κατά τη δική τους άποψη. Επίσης, για να εκδικηθούν και για να απειλήσουν. Ποσοστιαία, το 55% περίπου, των ρεμπέτικων τραγουδιών που αναφέρονται σε μαχαίρι, μιλάνε για απειλή, ενώ το 45% μιλάει για τραυματισμούς και θανατηφόρα χτυπήματα. Για να δούμε όμως τώρα αυτές τις περιπτώσεις με παραδείγματα:
Α. Απειλές
- Στο “Βλαμάκι” (1920) ακούμε: «Βρε βλαμάκι κάνε πέρα μην τραβήξω τη μαχαίρα…».
- Στο “Η φυλακή είναι σχολείο” (1931): «Στη φυλακή το μεσημέρι έλα και φέρε ένα μαχαίρι, γιατί ένα μάγκα θα ξηγήσω, μπορεί και να τον καθαρίσω…».
- Στην άστατη ή άπιστη γυναίκα, δεν έπεφτε ξύλο, αλλά απειλή! Να! “Τουρκολιμανιώτισσα” (1933): «Θα σου ανοίξω μια πληγή στο στήθος το βαμμένο…. Όμως οι σωστές ρεμπέτισσες, δε φοβόντουσαν μαχαίρια».
- “Η Λιλή η σκανδαλιάρα” (1931): Λέει σ’ ένα μάγκα που την πολιορκεί: «δε φοβούμαι τα μαχαίρια.».
- Στο “Παραμάνα Κούνα Κούνα” (1927), παραδοσιακής έμπνευσης, ακούμε: «Δε μού λέτε τι να κάνω, να πεθάνω ή να ζω, για να πάρω το μαχαίρι κι απ’ τον κόσμο να χαθώ;»
Μια γουστόζικη φράση με μαχαίρι βρίσκουμε στο “Σου ‘χει λάχει”: «Παναγιά μου δώσ’ του, δώσ’ του, μαχαιριές κι εγώ γιατρός του». Υπάρχει καταγραμμένο στη Σμύρνη το 1877, το τραγούδι “Οπ’ Αγαπά διπρόσωπα” με το εξής στιχάκι: «Οπ’ αγαπά διπρόσωπα, δωσ’ του Χριστέ μου, δωσ’ του, δυο μαχαιριές εις την καρδιά, και ‘γω είμαι γιατρός του. Μαχαίρι για επίδειξη, φαίνεται να τράβαγε κι ο ανεπρόκοπος και χασικλής, άντρας της Μανταλιώς και Μανταλένας» (“Μανταλένα”): «Έμαθα τραβά μαχαίρι με τ’ αριστερό του χέρι…».
Β. Τραυματισμοί
Και μετά τις απειλές με μαχαίρια, να περάσουμε στις…πράξεις μ’ αυτά. Και πρώτα, στα τραγούδια στα οποία αναφέρεται απλά τραυματισμός (και όχι φόνος), κάτι που φαίνεται ότι ήταν από την αρχή ο σκοπός του δράστη. Στο “πολίτικο ζεϊμπέκικο” με τον Νταλγκά από το 1929, ακούμε: «Δεν πάγω πια στο Γαλατά στο Καφεσλί σοκάκι, εκεί μου την εδώσανε τη μαχαιριά στη ράχη…». “Το μπαγλαμαδάκι σπάσε (1933) ΤΟ ΜΠΑΓΛΑΜΑΔΑΚΙ λέει: «Πέντε μαχαιριές του δώσαν, ρε, για μια Σμυρνιά, δυό νταήδες Πειραιώτες μεσ’ στην Κοκκινιά. (Και μόλις) …απ’ τις μαχαιριές θα γειάνει, (τότε θα δούν) …τίνος μάνα θε να κλάψει μεσ’ στην Κοκκινιά». Δε μπορώ να μην αναφέρω σ’ αυτή την κατηγορία και την περίπτωση του μάγκα που προτιμάει πέντε μαχαιριές αντί για τα σκληρά “λογάκια” της αγαπημένης του. Στο “Καλογεράκι Ντουντού” (1931) ακούμε: «Κάλλιο ‘χω πέντε μαχαιριές, παρά τα λόγια που μού λες…».
Γ. Φόνοι
Εδώ, οι περισσότεροι φόνοι είναι “εκ προμελέτης” και ελάχιστοι “εν θερμώ”.
- Μες στου Συγγρού τη φυλακή (1926): «Σκοτώσαν ένα χασικλή… Τρεις μαχαιριές του δώσανε στον τόπο τον ξαπλώσανε»
- Στου Μπεζεστένι την Αυλή (1932): «Μια μαχαιριά τού δώσανε… και …του δώσανε και άλλη μια στην πληγωμένη του καρδιά»
- Οι δύο Σερέτες (1933): «Και τραβάνε τα μαχαίρια και χτυπιόνται στα γερά και ο Γιάννης ξεμπερδεύει το Βαγγέλη το φονιά…»
«Στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, τον βλάμη που γουστάριζες τον έκανα κομμάτια…» ακούμε στο ζεϊμπέκικο του Μάρκου. “Στα σίδερα με βάλανε” από το 1933 και βέβαια “κομμάτια” σημαίνει χρήση μαχαιριού. Άλλως τε στο δεύτερο κιόλας στιχάκι λέει ότι «μόλις θα βγω απ’ τα σίδερα, θα σφάξω κι άλλους δέκα…».
Πολυωνυμία μαχαιριού στα ρεμπέτικα
Το μαχαίρι εμφανίζεται με διάφορα ονόματα στη μαγκιά και στα τραγούδια της. Πιο συχνό είναι το «κάμα» το οποίο προέρχεται από το αρχαίο “κάμαξ”. Να!
- “Αεροπλάνο θα πάρω” (1932): «με την κάμα μου στο χέρι θα ‘ρθω πάλι να σε βρω»
- “Κουβέντες στη φυλακή” (1936): «τρεις κάμες ξεβρακώσαμε, μα βγήκαμε χαμένοι…»
Για “λεπίδι” (εκ του αρχαίου “λεπίς”) ακούμε στο “Καλέ μάνα δε μπορώ”: «Μού δώσανε μιά λεπιδιά, τι κάνατε βρε σεις παιδιά; ». “Στο μια μπαμπεσιά θέλησαν” (1936) το μαχαίρι το λένε «βουβή»: «Και τη βουβή για χάρη σου να μου τήνε καρφώσουν…». Για το καμπυλωτό και πλατύ σπαθί, δηλαδή “γιαταγάνι”, ακούμε στο “Μες στου Συγγρού τη φυλακή” (1926): «τράβα το γιαταγάνι σου το αίμα μου χαλάλι σου…»
Δε θα μπορούσα να παραλείψω και κάποιες μαχαιριές αλλά σε εισαγωγικά, ήγουν με μεταφορική έννοια: Στο “Ελενάκι” (Σμύρνη, 1911), ακούμε: «Δίπλα το ‘βαλες Ελένη το μαχαίρι και δε βγαίνει, το μαχαίρι στην καρδιά μου δίπλα, το ‘βαλες κυρά μου». Στο “Λούλα μου Αθηνούλα μου” ακούμε: «Μ’ ένα μαχαίρι δίκοπο με κάρφωσες και καρφωμένο μ’ έχεις…». Στο “Σκότωσε με” των Μ. Χιώτη-Χ. Κολοκοτρώνη (1956), ακούμε: «μα δεν πειράζει, εγώ θα περιμένω ώσπου να φτάσει το μαχαίρι στην καρδιά…». Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο “Κόνιαλης” (Ρόζα, 1933). Τον νεαρό Κόνιαλη (κάτοικο της Πόλης Ικόνιο της Μ. Ασίας, τουρκιστί Κόνια), ο οποίος δουλεύει σε μπακάλικο, έχει ερωτευτεί κάποιο κορίτσι.
Βλέποντάς τον λοιπόν να της κόβει, με σκέρτσο, παστουρμά και σουτζουκάκι, με το επαγγελματικό του μαχαίρι, αυτή νιώθει ότι το μαχαίρι, της… παίρνει τη ζωή. Βάζω όλο το στιχάκι προς τέρψιν “οπτικήν”»: «Αχ, Κόνιαλή μου σαν περνώ στην αγορά και με σκέρτσο να μού κόβεις παστουρμά και σουτζουκάκι, αμάν Κόνιαλή μου, με το μαχαίρι που κρατάς μού πήρες τη ζωή μου, χωρίς εσένα δε μπορώ να ζήσω Κόνιαλή μου…» (Καλά ρε καρντάσια, πού ήταν τότε ο S. Dali κι ο L. Boñuel και χάσανε τέτοια σκηνή; Κέρδισε όμως ο “Ανδαλουσιανός σκύλος” – 1928).
Να μην ξεχάσω να προσθέσω ότι η φράση τράκα τρούκα τη μαχαίρα προέρχεται από τη δημοτική παράδοση και τη συναντάμε σε διάφορα τραγούδια όπως για παράδειγμα στο αποκριάτικο εξ Αλατσάτων Μικράς Ασίας “Με τη θεία μου την Κοντύλω”: «Να κι ο μπάρμπας από πέρα τράκα τρούκα τη μαχαίρα».
Ετυμολογικά, τώρα, η λέξη “μαχαίρι” είναι υποκοριστικό της λέξης “μάχαιρα” που (όπως και η λέξη “μαχαίρα”) σημαίνει το μεγάλο μαχαίρι. Προέρχεται από τη μεσαιωνική “μαχαίριν”, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την αρχαία “μαχαίριον”. Τέλος, να πω και δύο λόγια για το χορό με μαχαίρια. Η συνήθεια αυτή είναι πολύ παλιά και τη συναντάμε κυρίως σε τελετουργικούς και άλλους χορούς πολεμικών φυλών. Στο χορό δεν κρατούσαν μόνο μαχαίρια αλλά και σπαθιά (“Ο χορός των σπαθιών” του Χατζατουριάν;). Οι μάγκες, σπάνια συνήθιζαν το χορό με μαχαίρια.
Υ.Γ. Μια φορά βρέθηκα σ’ ένα, υποτίθεται… ψαγμένο, ρεμπετάδικο, όπου σε μια στιγμή ένας τραγουδιστής του πάλκου άρχισε να λέει το “Κουτσαβάκι” (1936) του Δελιά. Αντί όμως να τραγουδήσει “κουσουμάρεις” στο πρώτο στιχάκι, τραγούδησε “κουστουμάρεις” («Βρε μάγκα το μαχαίρι σου για να το κουστουμάρεις…»). Προφανώς δεν ήξερε τη λέξη “κουσουμάρω” και παρακούγοντας τον Δελιά από τον παλιό δίσκο γραμμοφώνου, τραγούδησε “κουστουμάρεις”. Όταν λοιπόν έγραφα στην αρχή αυτού του κειμένου το ίδιο στιχάκι του Δελιά, μια και ο λόγος για μαχαίρια, ο υπολογιστής μου με το λεξικό (της… πλάκας) που διαθέτει μού έβγαλε τη λέξη “κουσουμάρεις” λάθος και μού προτείνει σαν ορθή ποιά νομίζετε; Ναι! Μου πρότεινε λοιπόν, ακριβώς, τη λέξη “κουστουμάρεις”.
Έτσι θυμήθηκα τον …ψαγμένο τραγουδιστή και βέβαια δεν παρέλειψα να κάνω “Add to Dictionary” την επίμαχη λέξη “κουσουμάρω”. Με την ευκαιρία να σας πω ότι το ρήμα “κουσουμάρω” η μαγκιά το χρησιμοποιούσε και με άλλες έννοιες, όπως συμπαθώ, επιτηδεύομαι, προστατεύω αλλά και εξοικονομώ. Και μην περιμένετε ο πολυπράγμων Μπαμπινιώτης, να ξέρει το “κουσουμάρω”…