ΘΕΜΑ

“Κουτσαβάκι ήμουνα, με πιστόλια έπαιζα!” – Τα κουτσαβάκια στο ρεμπέτικο

"Κουτσαβάκι ήμουνα, με πιστόλια έπαιζα!" – Τα κουτσαβάκια στο ρεμπέτικο, Πάνος Σαββόπουλος

Λέμε (και λέγανε τότε) «το κουτσαβάκι, τα κουτσαβάκια» και «ο κουτσαβάκης, οι κουτσαβάκηδες». Καμιά φορά λέγανε και «ο κουτσάβακας»! Ούτε δέκα τραγούδια δεν είναι αυτά που αναφέρονται στα κουτσαβάκια κι αυτό είναι λογικό γιατί όταν ξεκίνησαν τα ρεμπέτικα και η δισκογραφία, τέλη του 1800, τότε άρχισαν να “εξαφανίζονται” τα κουτσαβάκια.

Πάντως, αυτά τα τραγούδια περιγράφουν χαρακτηριστικά, ένα μέρος από τη ζωή των γραφικών αυτών τύπων. Τα κουτσαβάκια (που τώρα τα λένε και «κουτσαβάκια της παλιάς Αθήνας»), ήταν κάποιοι δήθεν παλικαράδες, ας πούμε γελοίοι ψευτόμαγκες-νταήδες, (το “νταής” προέρχεται από τo τουρκικό “dayi” που σημαίνει προστάτης, παλληκαράς).

Μετά τον (κ)Όθωνα, μάλιστα, τα κουτσαβάκια ήταν για χρόνια κανονικοί τραμπούκοι των κομμάτων, επί πληρωμή! Τα κουτσαβάκια εμφανίστηκαν γύρω στα 1860-1870 στην Αθήνα, σύχναζαν κυρίως στου Ψυρρή και θεωρούνται ο προάγγελος της μαγκιάς του 1920-30, μόνο που οι μάγκες δεν ήταν καρικατούρες!

Κανονικοί ψευτόμαγκες!

Κατά τους συνήθεις γραφικούς αρχαιόπληκτους, το όνομα “κουτσαβάκι” προέρχεται από το “κουτσά-βαίνω”, δηλαδή βαδίζω κουτσά, αφού έτσι περπατούσαν αυτοί. Κουτσά! Αλλά, πότε κούτσαιναν από το δεξί και ποτέ από το αριστερό πόδι, με αντίστοιχη πάντα κλίση του κεφαλιού προς το μέρος του δήθεν χωλαίνοντος άκρου. Γιατί έκαναν ότι κούτσαιναν; Μα γιατί το θεωρούσαν τολμηρό, φιγούρα και …ξεχωριστότητα!

Το πώς βάδιζε ένα κουτσαβάκι μπορούμε να το δούμε σε μία σπαρταριστή σκηνή, ολίγων μόνο δευτερολέπτων, στην ταινία “Ο Μπακαλόγατος” (ή “Της κακομοίρας”, 1963), στην οποία σκηνή ο Κώστας Χατζηχρήστος βαδίζει κοροϊδευτικά (παρόμοιες συμπεριφορές γερτού βαδίσματος, έχουμε δει σε γαλλικές και ιταλικές ταινίες, κυρίως της δεκαετίας του ‘50) μιμούμενος το κουτσαβάκι, τον Νίκο Ρίζο. Χαρακτηριστική καρικατούρα ενός κουτσαβάκι-ψευτόμαγκα μας έδωσε και ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας, από την ταινία “Μήτσος ο ρεζίλης, 1984” σε μία ερμηνεία πραγματικά σπαρταριστή:

 

Η άλλη εκδοχή της ονομασίας “κουτσαβάκι” (και η πιθανότερη), είναι ότι προήλθε από τον Δημήτριο Κουτσαβάκη, έναν δεκανέα του ιππικού, την εποχή του (κ)Όθωνα, ο οποίος ήταν σκληρός τύπος και διάσημος καβγατζής, δηλαδή πρόβαλλε αρειμανίως τον ανδρισμό του και άρα… «τι χαμπάρια μάστορα»!

Τραγούδια για τα κουτσαβάκια

Στο παραδοσιακό τραγούδι “Κουτσαβάκι” (Μαρίκα Παπαγκίκα, 1919), ακούμε ένα κουτσαβάκι να αυτοπροσδιορίζεται, μάλιστα αρκετά ειλικρινά… Ίδιου περιεχομένου είναι και “Το κουτσαβάκι”, (Ζαχαρίας Κασιμάτης, 1933), με στιχάκια πάνω στη μουσική της γνωστής “Μανταλένας”:

Για το πόσο γελοία ήταν τα κουτσαβάκια, ακούμε στο τραγούδι «Στρι ρε κουτσαβάκι» του Βαγγέλη Παπάζογλου (Χ. Τσαγκαράκης, 1936), στο οποίο ένα θαρραλέο κορίτσι δεν μασάει τα λόγια του ούτε και φοβάται τις ψεύτικες φοβέρες και τα λέει χύμα σ’ ένα κουτσαβάκι αλανιάρη, μπελαλή, καβγατζή που «έχει πάρει ψηλά τον αμανέ» και δεν ξέρω τι άλλο!

Το 1906 ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το πρώτο-πρώτο τραγούδι “Κουτσαβάκι”, με ερμηνευτή τον Γιαγκούλη (Γιάγκο Ψαμαθιανό), στο οποίο ακούμε: «Πάλι μεθυσμένος είσαι, πάλι τα ποτήρια σπας και τον κουτσαβάκο κάνεις, το ξύλο που θα φας…». Ο σημαντικότατος δημιουργός του ρεμπέτικου, αν και ολιγογράφος, ο Ανέστης Δελιάς, φαίνεται ότι ήξερε καλά τι επικίνδυνα κουμάσια αλλά ταυτόχρονα και τι …πορδίλες (φοβητσιάρηδες) ήταν τα κουτσαβάκια!

Έτσι στο τραγούδι του “Κουτσαβάκι” (1936), δεν αναφέρει καν το όνομα “κουτσαβάκι”, το οποίο υπάρχει ως τίτλος (δείτε την φωτογραφία της ετικέτας των δίσκων που ακολουθεί), αλλά χρησιμοποιεί το όνομα «φιγουρατζής» (που ήταν και η ουσία της προσωπικότητας του …κουτσαβακίου)! Πάντως ο Μάρκος Βαμβακάρης στο «Όλοι οι ρεμπέτες» (1937), λέει «Όλοι οι κουτσαβάκηδες που ζούνε στο κουρμπέτι…»

Σακάκι, ζωνάρι και μουστάκι

Να περάσουμε τώρα σε κάτι σημαντικό, στην εμφάνιση δηλαδή που είχε ένα κουτσαβάκι.
Η γενική εμφάνιση ενός κουτσαβάκι ήταν η εξής: Σακάκι και παντελόνι μαύρα και κάποιες φορές μαύρο γιλέκο και γραβάτα. Λευκό πουκάμισο, στο κεφάλι ρεπούμπλικα, επίσης μαύρη, μεγάλα μουστάκια, στη μέση ζωνάρι και στα ποδάρια μαύρα παπούτσια με λίγο τακούνι.

Πόσο λίγο; Η αισθητική της εποχής έλεγε ότι το τακούνι πρέπει να είναι τόσο ψηλό, ώστε μόλις να χωράει να περάσει από κάτω ένα ποντικάκι. Λέω να τα πιάσουμε ένα-ένα τα αξεσουάργια! Το σακάκι ήταν από τα πιο σημαντικά στοιχεία και ήταν σχεδόν πάντα ακριβό. Βέβαια δεν μπορούσε να το αγοράσει ο πασαένας καινούργιο, γιατί ήταν πολύτιμο αντικείμενο, άρα το σακάκι ήταν και στοιχείο για κλοπή!

Μάλιστα έχουμε ένα ρεπορτάζ-τραγουδιστικό του Ανέστη Δελιά για κλοπή σακακιού. Αργότερα, τη δεκαετία του ‘30, το σακάκι χρησίμευε επίσης για να κρύβει η μαγκιά το μικροσκοπικό μπαγλαμά από τα μάτια της τότε μπατσαρίας του Μεταξά, αφού τα “όργανα” της εποχής δεν είχον άλλην σοβαροτέραν εργασίαν να εκτελέσουν, παρά να κυνηγούν μάγκας, χασικλήδας και κομμουνιστάς!

Αναπόσπαστο στοιχείο της εμφάνισης του κουτσαβάκη ήταν το ζωνάρι, το οποίο τυλιγόταν κάμποσες φορές στη μέση. Άμα το κουτσαβάκι δεν είχε αιτία για να τσακωθεί, αλλά είχε όρεξη επειδή έβραζε το αίμα του, άφηνε το ζωνάρι του να σέρνεται στο δρόμο κι αν κάποιος, ίσως και βιαστικός, το πατούσε κατά λάθος βέβαια, το θεωρούσε προσβολή και τον ρωτούσε: «Γιατί το πάτησες ρε και με πρόζβλησες;»

Η συνέχεια φυσικά ήταν καυγάς, με άγνωστο πολλές φορές τέλος. Από αυτή τη συνήθεια έχει προέλθει και η γνωστή φράση «αυτός έχει απλωμένο το ζωνάρι του για καβγά…», για μυγιάγγιχτους μαλάκες! Το 1935 η Ρόζα Εσκενάζη είπε σε δίσκο το “Ζωνάρι”, τραγούδι του Περιστέρη, το οποίο στην ουσία περιγράφει έναν ξεχασμένον πια τότε κουτσαβάκι. Προσέξτε τα λόγια:

Φυλακτό, κομπολόι και κουμπούρι!

Ίσως απορήσετε, γιατί τα κουτσαβάκια είχαν τόσες πολλές φορές τυλιγμένο στη μέση τους το ζωνάρι. Η εξήγηση είναι απλή. Γιατί εκεί, στις πτυχές του ζωναριού, στερέωναν τα χρήσιμα αντικείμενα τους. Και αυτά ήταν κυρίως τα όπλα, δηλαδή το μαχαίρι και το κουμπούρι. Εκτός όμως από τα όπλα, έβαζαν την καπνοσακούλα, το τσακμάκι και την ίσκα, αλλά και το φυλαχτό, το οποίο ετοίμαζε με κάθε φροντίδα, ποιος άλλος; Μα η μάνα τους, στην οποία είχαν απεριόριστο σεβασμό και αγάπη!

Το φυλαχτό περιείχε οπωσδήποτε κοκαλάκι της νυχτερίδας, μανόγαλα, ασφάκα και απήγανο, (δύο μαγικά φυτά για ξόρκισμα), “πέτρα της κόλασης”, ακόμα και “εννέα αδερφών το γαίμα” (αριστούργημα!). Για προσέξτε ιδιαίτερα το «Ζωνάρι κόκκινο φαρδύ» (Βαγγέλης Περπινιάδης, 1957), ένα τραγούδι-ρεπορτάζ για το ζωνάρι, αλλά και κάτι σαν ελεγεία στα κουτσαβάκια:

Στοιχείο μεγάλης σημασίας, σχεδόν σαν το ζωνάρι, ήταν για το κουτσαβάκι το κομπολόι -το λέγανε και μπεγλέρι! Κουτσαβάκι χωρίς κομπολόι δεν νοούνταν! Υπάρχουν αρκετά ρεμπέτικα που κάνουν αναφορές στο κομπολόι, με ένα από τα γνωστά “Το κομπολογάκι” (Μητσάκης, 1946). Είπα ότι τα όπλα για τα κουτσαβάκια, ήταν το μαχαίρι και το κουμπούρι.

Οι περί τας ψυχάς ασχολούμενοι, υποστηρίζουν ότι το μαχαίρι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να λειτουργήσει, όπως και το γκάζι στο αυτοκίνητο, ως υποκατάστατο του φαλλού. Είναι ενδεικτικό, σχετικώς, ότι κάποια κουτσαβάκια όταν έμπαιναν στην ταβέρνα κάρφωναν πρώτα το μαχαίρι τους πάνω στο τραπέζι, κοίταζαν αν τους βλέπει η ομήγυρη και μετά παράγγελναν!

Υπάρχουν αρκετά ρεμπέτικα για το μαχαίρι. Συναφής είναι και η πόσις αίματος! Αυτό συνέβαινε όταν ο νικητής έγλειφε τη λάμα του μαχαιριού με το αίμα αυτού που μαχαίρωσε και έτσι νόμιζε ότι έπαιρνε τη δύναμή του. Για κουμπούρι ακούμε σε ένα παραδοσιακό ρεμπέτικο της Κωνσταντινούπολης: «Δεν πάγω πια στο Γαλατά στο Καφεσλί σοκάκι, εκεί μου την εδώσανε την κουμπουριά στην πλάτη».

Ο τρομερός Μπαϊρακτάρης

Να τώρα κι ένα πραγματικό περιστατικό με έναν κουτσαβάκι. Εκεί γύρω στα 1895, ένας κουτσαβάκης ήταν ο φόβος και ο τρόμος του Ψυρρή και της Πλάκας! Προκαλούσε και έδερνε χωρίς λόγο, πρόσβαλλε κορίτσια, σημάδευε με το μαχαίρι του κανένα μάγουλο, έκανε καταστροφές όταν έπινε, δεν πλήρωνε, τι να σας λέω…

Ενημερώθηκε για όλ’ αυτά ο τρομερός στην όψη και σκληρός στο καθήκον του αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας, Δημήτριος Μπαϊρακτάρης. Και κάποια μέρα ειδοποιήθηκε (από “καρφί”) ότι αυτός ο κουτσαβάκης καθόταν κατακαλόκαιρο κάτω από ένα πλάτανο στην Πλάκα, είχε παραγγείλει ένα διπλό ούζο για να πλύνει, όπως δήλωσε, τα δόντια του και μετά έναν καφέ βαρύ «με 13 σκάγια μέσα», για να βαρυτερέψει κι άλλο!

Όταν έφτασε η άμαξα με τον Μπαϊρακτάρη, κατέβηκε αυτός μ’ ένα ψαλίδι στο χέρι, πλησίασε το θλιβερό κουτσαβάκι, του έκοψε πρώτα στα δύο το ζωνάρι, ύστερα του έκοψε το μανίκι από το σακάκι, που κρεμόταν και μετά του ψαλίδισε το μισό μουστάκι, έκοψε τις μύτες των παπουτσιών του, σκόρπισε μακριά τις χάντρες από το κομπολόι του, στη συνέχεια τού έριξε δύο ανάποδες, τον έφτυσε στο πρόσωπο και χωρίς να πει λέξη ανέβηκε στην άμαξα κι έφυγε! Ο κουτσαβάκης εξαφανίστηκε από Αθήνα Πειραιά και περίχωρα.

Ο Μπαϊρακτάρης κυνηγούσε τα κουτσαβάκια και τα εξαφάνισε, μέχρι που το 1896 στους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν από την αστυνομία και ξέρετε γιατί; Για να χτυπήσουν την ξενόφερτη εγκληματικότητα των Ολυμπιακών Αγώνων και τα καταφέρανε καλά, με αμοιβή φυσικά! Στη συνέχεια ατόνησαν, ξέπεσαν και εξαφανίστηκαν, μέσα σε αυτή τη γραφική μορφή (και μετά αναρωτιόμασταν γιατί η αστυνομία έκανε τρεισήμισι αιώνες για να πιάσει ένα μέρος από τη “17 Νοέμβρη”)…

Αναφορές στον Παπαδιαμάντη

Διάφοροι συγγραφείς της εποχής, αναφέρουν τα κουτσαβάκια. Ο Ιωάννης Κονδυλάκης στο διήγημα του “Οι άθλιοι των Αθηνών” (1895) περιγράφει έναν καυγά που άρχισαν κάτι κουτσαβάκια με καρέκλες και ξύλα και που στο τέλος δύο απ’ αυτούς βρεθήκαν με τσακισμένα κεφάλια και οι άλλοι όπου φύγει-φύγει! Αυτό το περιστατικό δείχνει τι ψευτόμαγκες ήταν τα κουτσαβάκια και σωστά τους έλεγαν «κουράδες», (ακόμα κι οι…κυράδες).

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του “Το νάμι της” (1906), γράφει για τα κουτσαβάκια που, μεταξύ άλλων, νοστιμεύονταν την καλλονή Τασούλα… Μην ψάξτε τη λέξη “νάμι” σε λεξικά της σειράς, όπως Τεγόπουλος-Φυτράκης και Μπαμπινιώτης… Γιατί πολύ απλά δεν τη γνωρίζουν! Ο Παπαδιαμάντης τη χρησιμοποιεί και στο διήγημά του “Κουκλοπαντρειές” (1903). Στην Κρήτη υπάρχει η παροιμία «να βγει το νάμι του θεριστή κι ας θέτει να κοιμάται», αλλά και το τραγούδι «Το νάμι». “Νάμι” σημαίνει “όνομα”, “φήμη” (καλή ή κακή) και προέρχεται από το τουρκικό “nam”, με την ίδια σημασία!

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι