Οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις και οι επικυρίαρχοι
19/12/2023Κανένα σύμφωνο φιλίας δεν θα άρει τον επεκτατισμό της γειτονικής χώρας, όπως εκφράζεται από δόγματα τύπου “Γαλάζιας Πατρίδας” και είναι ευσεβής πόθος να πιστεύεται κάτι τέτοιο.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις όπως και οι διαπραγματεύσεις έχουν την ιστορία τους. Από την ιστορία των διαπραγματεύσεων για τα όρια του νεοελληνικού κράτους μέχρι την συνεχιζόμενη ιστορία του Κυπριακού. Αναγκαστικά η ιστορία αφήνει κάποια διδάγματα που προφανώς οφείλουμε να τα λαμβάνουμε υπ’ όψη μπροστά σε κάθε επιχειρούμενο νέο κύκλο διαπραγματεύσεων. Στην πορεία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, εναντίον των Οθωμανών, τόσο την ανεξαρτησία μας, αυτή καθ’ αυτή, ή το καθεστώς υποτελείας, όσο και τα όρια του νέου ελληνικού κράτους, δεν τα διαπραγματεύτηκαν οι Έλληνες άμεσα με τους Οθωμανούς.
Τα διαπραγματεύονταν οι προστάτες της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Αγγλο-Γάλλοι, με τους Ρώσους και τους Οθωμανούς, χωρίς ελληνική συμμετοχή. Αυτοί αποφάσιζαν και κατέληγαν ότι δεν δικαιούμαστε ανεξαρτησία, αλλά ένα κράτος, φόρου υποτελές στον Σουλτάνο, αυτοί αποφάσιζαν ποια θα είναι τα γεωγραφικά όρια αυτού του υποτελούς κράτους και ποιο το ύψος του καταβλητέου στον σουλτάνο φόρου υποτελείας.
Η Συνθήκη του Λονδίνου 6 Ιουλίου 1827, μεταξύ Αγγλίας Γαλλίας και Ρωσίας, το πρωτόκολλο του Λονδίνου του Μαρτίου του 1829, αποτελούν αψευδείς μάρτυρες αυτής της αλήθειας. Αλλά και η Συνθήκη της Αδριανούπολης του 1829, συνθήκη μεταξύ της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και νικήτριας Ρωσίας, συνθήκη που κατοχυρώνει και αναγνωρίζει την ανεξαρτησία της Ελλάδος γίνεται χωρίς ελληνική συμμετοχή. Η αγγλική κατάληψη του Πειραιά του 1850 (τα περίφημα Παρκερικά-Πατσιφικά) και η αγγλογαλλική κατάληψη του Πειραιά του 1853, για να αποτραπεί η απελευθέρωση της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλίας και Ηπείρου, αυτή την μεταχείριση της Ελλάδας, ως προτεκτοράτου, αποκαλύπτουν.
Βέβαια, στην ιστορική περίοδο του αγώνα της ανεξαρτησίας, στον συσχετισμό δύναμης με τους Οθωμανούς, ο Ελληνισμός είχε στο πλευρό του την παγκόσμια κοινή γνώμη… όπλο που και με δική του ευθύνη δεν το διαθέτει πια. Όπλο που οι διαχειριστές της ελληνικής πολιτισμικής κληρονομιάς και της πολιτισμικής διπλωματίας φρόντισαν να το στερηθεί η Ελλάδα. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι σημερινές ελληνοτουρκικές διαφορές δεν πρόκειται να επιλυθούν μόνον στην βάση του ελληνοτουρκικού συσχετισμού ισχύος, με την στενή έννοια, αλλά με βάσει τους ευρύτερους συσχετισμούς που διαμορφώνει και διασφαλίζει κάθε χώρα.
Πρόκληση και απάντηση
Η αντίδραση απέναντι στην όποια πρόκληση, για να είναι αποτελεσματική, οφείλει να είναι τουλάχιστον ανάλογη, τουλάχιστον αποτρεπτική κάθε επανάληψης της πρόκλησης. Ο Τούρκικος επιθετικός επεκτατισμός δεν αποτελεί πρόσκαιρο και συγκυριακό φαινόμενο, έχει συνέχεια, συνέπεια, εύρος και βάθος. Συνεπώς η αντιμετώπισή του δεν μπορεί να είναι αποσπασματική, βραχυπρόθεσμη, συγκυριακή.
Οι μακρόπνοες στοχεύσεις του τούρκικου επεκτατισμού αποκαλύπτονται καθημερινά από την προσπάθεια εδραίωσης της τούρκικης επιρροής στην εγγύς και την ευρύτερη περιοχή, από τον Καύκασο μέχρι την Λιβύη με την εγκατάσταση ενός πλέγματος στρατιωτικών βάσεων, με την προσπάθειά του να αναδειχτεί σε ηγετική δύναμη στον Αραβικό και τον Μουσουλμανικό κόσμο. Με την σταθερή προσπάθεια καλλιέργειας και εδραίωσης του επεκτατισμού στην κοινή γνώμη, ως ιστορικών δικαίων του τούρκικου λαού.
Με την επίμονη χάραξη «των συνόρων της καρδιάς», του νέο-Σουλτάνου Ερντογάν, στην τούρκικη κοινή γνώμη. Την ομοφωνία του συνόλου του τούρκικου πολιτικού συστήματος στην επιθετικότητα απέναντι στην Ελλάδα. Την διατηρούμενη απειλή την πολέμου, σε περίπτωση της νόμιμης επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Την διεκδίκηση ελληνικών νησιών, την διεθνή προβολή των διεκδικήσεων του με τους νεολογισμούς περί Tourkaegean και περί τουρκικής “Γαλάζιας πατρίδας”. Την στρατηγική των τουρκικών εξοπλισμών, παρά τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας. Την προκλητική ρητορική του για τις δυνατότητες των τουρκικών πυραύλων.
Τέλος η λαϊκή αποδοχή του Ερντογάν και της πολιτικής του, σε περίοδο συνεχιζόμενης βαθιάς οικονομικής κρίσης, σε περίοδο κατάλυσης κάθε έννοιας δημοκρατικών ελευθεριών και σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μάλλον τεκμηριώνει ότι, τα ιδεολογήματα του Ερντογάν έχουν βαθύτατη αποδοχή και θα συνοδεύουν την τουρκική εξωτερική πολιτική και μετά τον Ερντογάν. Κατά συνέπεια σύμφωνα φιλίας με τον Ερντογάν, απέχουν από το να είναι σύμφωνα φιλίας με το βαθύ τούρκικο κράτος, με τις δυνάμεις που στήριξαν και στηρίζουν τον Ερντογάν.
Βιώσιμη ηγεμονία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Ένα σύμφωνο φιλίας με τον Ερντογάν δεν ανατρέπει την εδραιωμένη μεγαλοϊδεατική, επιθετική, επεκτατική στρατηγική του τουρκικού κατεστημένου. Όπως η εκ μέρους της Ελλάδος πολιτική του “δεδομένου και άνευ όρων προθύμου ακολούθου” δεν αντικαθιστά το ειδικό βάρος ενός ισχυρού, αξιοσέβαστου εταίρου. Είναι προφανές ότι χωρίς ουσιαστική, εθνική ανασυγκρότηση, οικονομική, κοινωνική, πολιτική, η θέση και η σχέση της χώρας εντός της ΕΕ, και εντός της ΝΑΤΟϊκης συμμαχίας δεν πρόκειται να αναβαθμιστεί.
Η ευρωπαϊκή και συμμαχική στήριξη απέναντι στην Τουρκία δεν θα είναι δεδομένη, όποτε και αν αυτή καταστεί αναγκαία. Οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις δεν θα διεξάγονται σε ισότιμη βάση και η ελληνική πλευρά δεν θα υπερασπίζεται τα δίκαιά της από θέση ισχύος. Το υπάρχον πολιτικό σύστημα αδυνατεί να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός κινήματος κοινωνικής ανασυγκρότησης, παλλαϊκής κινητοποίησης, ικανό να στηρίξει την έξοδο της χώρας από την παρακμή, ικανού να προχωρήσει στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση του αδήριτα αναγκαίου «νέου παραγωγικού μοντέλου» και την πολυδιαφημισμένη «μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμο».
Ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος και διάλογος, η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση, που έχει οδηγήσει στην ιδιώτευση περίπου το 40% του ελληνικού λαού, δεν υπηρετεί την αναγέννηση του παρηκμασμένου πολιτικού μας συστήματος, ούτε την επιβίωση του. Δεν υπηρετεί την αναγέννηση ούτε της δεξιάς ούτε της αριστεράς. Η αριθμητική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας δεν ενέχει, δεν στηρίζεται σε μια πολιτισμική ηγεμονία. Χωρίς πολιτισμική ηγεμονία, πολιτική ηγεμονία βιώσιμη και καρποφόρα είναι ανέφικτη. Ανασυγκρότηση οικονομίας και κοινωνίας είναι αδύνατη χωρίς εδραιωμένο πολιτισμικό, αξιακό, ηθικό υπόβαθρο.