Η οδυνηρή πορεία της ελληνικής γεωργίας και ο αγροτικός κόσμος
09/02/2024Οι γενικευμένες αγροτικές κινητοποιήσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες ανέδειξαν το τεράστιο πρόβλημα στον πρωτογενή τομέα στην Ευρώπη ως συνέπεια των πολιτικών της πράσινης μετάβασης από την ανέλεγκτη ηγεσία της ΕΕ, που επιχειρεί ανοήτως να πρωτοστατήσει μονομερώς στους περιβαλλοντικούς περιορισμούς σε παγκόσμιο επίπεδο, την ώρα που δεν εξασφαλίζεται ουδεμία συνεννόηση με τους άλλους ανταγωνιστικούς παγκόσμιους πόλους (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Αφρική). Αυτό έχει ως αυτονόητο αποτέλεσμα τη δυσμενή θέση των παραγόμενων ευρωπαϊκών προϊόντων έναντι των ισχυρών ανταγωνιστών τους στους υπόλοιπους πλανητικούς πόλους, που τα παράγουν με χαμηλό κόστος παραγωγής.
Πρόκειται για μια πολιτική αυτοχειριασμού της ΕΕ, αφού στον ρευστό διαμορφούμενο πολυπολικό κόσμο από τη μία αδυνατεί να αποκτήσει ισχυρό γεωπολιτικό αποτύπωμα και από την άλλη πλήττει ακατανόητα τον πρωτογενή της τομέα και την ανταγωνιστικότητα της στην οικονομία. Αν και για τις χώρες του Βορρά, που ευνοήθηκαν επί πολλές δεκαετίες από τις άνισες κατανομές της ΚΑΠ στη γεωργία έχουμε φτάσει στο σημείο να πρόκειται για αγώνα επιβίωσης των αγροτών, γίνεται αντιληπτό ότι η κατάσταση στην ελληνική αγροτική τάξη, που πέραν των παραπάνω αντιμετωπίζει και τις διαχρονικές πληγές της ελληνικής γεωργίας, είναι επιεικώς τραγική.
Έναν αιώνα και πλέον από την εξέγερση των αγροτών στο Κιλελέρ, για την κατάργηση των τσιφλικιών στη Θεσσαλία και στην υπόλοιπη Ελλάδα, βρισκόμαστε δυστυχώς σήμερα στο ίδιο μέρος της έναρξης αυτού του κύκλου, αυτό, δηλαδή, μιας ιδιότυπης “νεοκολληγοποίησης”, που οξύνθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο του μνημονιακού “οδοστρωτήρα”.
Γιατί, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες “ανοιξιάτικες λιακάδες” στον σκληρό αγώνα επιβίωσης της αγροτικής τάξης στην Ελλάδα, κυρίως στην δεκαετία του 1980, το αγροτικό ζήτημα καταδεικνύει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τις έντονες στρεβλώσεις του ελληνικού περιφερειακού καπιταλιστικού συστήματος, με την απουσία οποιασδήποτε σοβαρής οραματικής εθνικής αγροτικής ανάπτυξης, σε όλη την περίοδο από την σύσταση του ελληνικού κράτους και την απουσία ενός σοβαρού κράτους με τις αντίστοιχες δομές, μέσω του οποίου θα καλύπτονταν τουλάχιστον οι διατροφικές ανάγκες του ελληνικού λαού. Έτσι, δεν θα είχαμε το λεγόμενο «ελληνικό αγροτικό παράδοξο», όπου μια κατεξοχήν αγροτική χώρα, όπως η Ελλάδα (ακόμα και σήμερα, έχει την μεγαλύτερη αγροτική σε πληθυσμό τάξη στην Ευρώπη, αγγίζοντας το 18% του ενεργού δυναμικού της), να είναι ελλειμματική στο αγροτικό ισοζύγιο, με ετήσιο έλλειμμα, που αγγίζει τα 7 δισ. ευρώ.
Το ελληνικό παράδοξο
Το αγροτικό παράδοξο, που αποτελεί και τον “καθρέπτη” της πλήρους εξάρτησης της χώρας, όχι μόνο δεν περιορίσθηκε κατά την περίοδο, που εισήλθαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αντίθετα γιγαντώθηκε, αφού, αφενός, υπήρξαν περιορισμοί από την ΚΑΠ σε βασικής βαρύτητας προϊόντα (κτηνοτροφικά, γάλα κ.λπ.), και, αφετέρου, καταδείχθηκε το ανεπαρκές του πολιτικού προσωπικού, που κυβερνά όλα αυτά τα χρόνια (ειδικότερα κατά την ύστερη Μεταπολίτευση), που επέτρεψε να χαθεί το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία θα έπρεπε να οδηγηθούν σε αύξηση των ανταγωνιστικών δομών της οικονομίας, με βασική προτεραιότητα την αγροτική ανάπτυξη. Η κατάσταση αυτή συνεχίζει αμείωτη αφού παρά την χρεωκοπία η κυβέρνηση της ΝΔ ροκανίζει τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης σε αλλότρια παρασιτικά συμφέροντα και όχι στην ανασυγκρότηση της χώρας.
Έτσι, αυτό το σύστημα παρακμής, που έχει “επικαθήσει” επάνω μας και έχει εκχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα στον ξένο παράγοντα, όχι μόνο δεν έχει, έστω και κατ’ ανάγκη, λόγω της χρεοκοπίας, στρατηγική για την ενίσχυση και ύπαρξη της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, αλλά, ως “θεραπαινίδα” των διεθνών τοκογλύφων δανειστών, μετατρέπεται σε καταστροφέα και των τελευταίων υπολειμμάτων της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής μας. Είναι ο “νεκροθάφτης” της όποιας ελπίδας για ανάπτυξη της δευτερογενούς “χρυσοφόρας” διατροφικής βιομηχανίας, που θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό πυλώνα αναστροφής της χρεοκοπίας και της απαξίωσης της Ελλάδας.
Μία από τις βασικότερες αιτίες της χρεοκοπίας της Ελλάδος είναι οι εγκληματικές πολιτικές της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας και του πολιτικού προσωπικού, που κυβέρνησε την χώρα διαχρονικά, έναντι της αγροτικής τάξης και της ανάπτυξης του πρωτογενούς οικονομικού τομέα, σε συνδυασμό με την απαραίτητη σύνδεση αυτού με τον δευτερογενή διατροφικό τομέα. Ο χώρος αυτός, ενώ αποτέλεσε το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό στήριγμα του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της χώρας, υπήρξε ο πλέον παραμελημένος τομέας, με ελάχιστες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις.
Φθίνουσα πορεία
Το “έγκλημα” αυτό ξεκίνησε από τον εσφαλμένο προσανατολισμό και κατεύθυνση της αγροτικής ανάπτυξης, με την διόγκωση της φυτικής παραγωγής έναντι της κτηνοτροφίας και της αλιείας, την αποδοχή των βασικών κατευθυντήριων γραμμών της ΚΑΠ, που έχει ως συνέπεια, το 80% των πόρων να κατευθύνεται στον πλούσιο Βορρά, έναντι των χωρών του Νότου, την αποδοχή των καταστρεπτικών Κανονισμών με την ατζέντα 2000 – 2006, για τα λεγόμενα “εθνικά προϊόντα” (βαμβάκι, καπνός, λάδι κ.λπ.), την απεμπόληση των μεγάλων ευκαιριών, λόγω του παγκόσμιου “διατροφικού Τσερνομπίλ”, αφού, αν υπήρχε εθνικός σχεδιασμός και πολιτική βούληση, θα μπορούσε η Ελλάδα να μετατραπεί σε πρότυπη αγροτική χώρα, με βιολογικά και επώνυμα προϊόντα και ολοκληρώθηκε κατά την περίοδο της μνημονιακής λαίλαπας και της σημερινής μεταμνημονιακής παρακμής.
Η ευθύνη των κυβερνήσεων είναι τεράστια συνιστώντας, ειδικότερα στο θέμα της αγροτικής παραγωγής, “εθνικό έγκλημα”, αφού δεν έκαναν, έστω και σ’ αυτή την ιστορικά καταστροφική φάση για την Ελλάδα, το αυτονόητο εθνικό καθήκον για την ελληνική οικονομία: Να ενισχύσουν, δηλαδή, στοχευμένα τον πρωτογενή αγροτικό τομέα, δημιουργώντας συνθήκες καταπολέμησης της τρομακτικής ανεργίας με ανάπτυξη μικρομεσαίων ανταγωνιστικών βιομηχανιών διατροφικών προϊόντων, με πρώτο στόχο την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του ελληνικού λαού και την μείωση του αγροτικού ελλείμματος.
Αντί να ενισχυθεί στοχευμένα ο πρωτογενής τομέας στη χώρα μας μέσα από οικονομικό σχεδιασμό, έτσι ώστε να είναι σε θέση να είναι ανταγωνιστικός και να καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες του ελληνικού λαού, ουδεμία σοβαρή μέριμνα υπήρξε επ’ αυτού από το εξαρτημένο και ελλιποβαρές πολιτικό προσωπικό εξουσίας των τελευταίων δεκαετιών. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε δραματικά και από την καταστροφή τον Σεπτέμβριο του θεσσαλικού κάμπου. Αντί μάλιστα αυτή η καταστροφή να μετατραπεί σε ευκαιρία για μια ολιστική παραγωγική ανασυγκρότηση επικρατούν δυστυχώς οι πελατειακές μικροπολιτικές της κυβέρνησης της ΝΔ. Η τελευταία φέρει βαρύτατο ιστορικό βάρος για την μη αλλαγή του οικονομικού προτύπου της χώρας από τον διάχυτο παρασιτισμό που έχει καλύψει τα πάντα, αφού έχει ψαλιδίσει ήδη μεγάλο μέρος των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης, που ενώ οι πόροι του θα έπρεπε να οδηγηθούν στη δημιουργία ανταγωνιστικών δομών της χώρας και ενός άλλου οικονομικού προτύπου, διοχετεύονται στα διαπλεκόμενα κανάλια της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας, γιγαντώνοντας περαιτέρω τον καταστρεπτικό παρασιτισμό για την Ελλάδα. Είναι όλως χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας της ακολουθούμενης ανερμάτιστης ταξικής οικονομικής πολιτικής η χώρα τα τελευταία χρόνια έχει απωλέσει πλέον του 30% του ζωικού κεφαλαίου της.
Γι’ αυτό, περισσότερο από ποτέ, σήμερα απαιτείται η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου πολιτικού υποκειμένου, έξω από το υπάρχον πολιτικό προσωπικό εξουσίας, το οποίο θα συγκροτήσει και θα υλοποιήσει ένα συνεκτικό εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την γεωργική παραγωγή στην Ελλάδα, που θα περιλαμβάνει: Σύγχρονες υποδομές, με προτεραιότητα στα ποιοτικά και βιολογικά προϊόντα, σύνδεση της παραγωγής και του χωραφιού με την μεταποίηση, μέσω ισχυρών συνεταιρισμών και άλλων μορφών συλλογικής δράσης, μετατροπή της Ελλάδος σε κέντρο γενετικού παραγωγικού υλικού και αποτροπή της “νεοκολληγοποίησης”, μέσω της συλλογικής αξιοποίησης της δημόσιας γης (εκκλησιαστική – μοναστηριακή περιουσία, διακατεχόμενες εκτάσεις, δάση και ερημοποιημένα τμήματα).
Σε αυτή την μεγάλη πρόκληση, η αγροτική τάξη οφείλει, μετά από την χρόνια πολιτική χειραγώγησή της από τα διάφορα κόμματα, που ανήλθαν στην εξουσία, να πρωτοστατήσει, ανακαλύπτοντας, έστω και τώρα, που βρίσκεται “στο απόσπασμα”, τις επαναστατικές ρίζες της, που ξεκινούν από το Κιλελέρ με “πυξίδα” την αναφορά του Νίκου Καζαντζάκη στην «Ασκητική»: «Να λες εγώ μονάχος θα σώσω τη γη, αν δεν σωθεί εγώ θα φταίω», επαναπροσδιορίζοντας έτσι το καθήκον απέναντι στον εαυτό της και την Πατρίδα.