Τα πικρά δάκρυα ενός σύννεφου
08/03/2024Γεννήθηκε ένα χρυσαφένιο πρωινό απ’ τη χιονένια κοιλιά της μάνας του και βρέθηκε με μιας στην αγκαλιά του Ουρανού. Ο μεγάλος πατέρας μοσχοβόλαγε τη μυρωδιά της άνοιξης, που έφτανε κατά κύματα από τη γη στη γειτονιά των αγγέλων. Ήταν ένα μικρούλι, μενεξεδί συννεφάκι, ντροπαλό και αμήχανο μπρος στα μεγάλα σύννεφα που το προσπέρναγαν βιαστικά σχολιάζοντας…
– Καλέ, για δέστε το καημένο πώς τρεμουλιάζει… Ένα φύσημα ”πφφ” και θα διαλυθεί στη στιγμή. Χα! Χα! Χα!.., κάγχαζαν υπεροπτικά.
Κι αφού έστειλαν στο μικρό την τελευταία ματιά καταφρόνιας, έδωσαν μια με τη φιδίσια ουρά τους και προσπερνώντας το με γοργάδα αστραπής απομακρύνθηκαν στη στιγμή μ’ ένα χαμόγελο ειρωνείας στο συννεφένιο τους πρόσωπο. Το μικρό σύννεφο καρδιοχτύπησε σαστισμένο βλέποντας τόση κακία να ξεχειλίζει γύρω του. Του ήρθε μάλιστα να κλάψει γοερά σαν τα νεογέννητα των ανθρώπων. Το πήρε είδηση όμως η μάνα του και, από φόβο μη διαλυθεί, το έσυρε προστατευτικά κοντά της για να το συμβουλέψει…
Τότε το συννεφάκι πρωτοέμαθε για τον τόπο που απλωνόταν κάτω απ’ τα πόδια τους πολύχρωμος και ονειρεμένος. Τόσο μα τόσο φανταστικός, που θέλησε να κατέβει ως εκεί να τον γευτεί, να αγγίξει τις ομορφιές του, να σεργιανίσει στις πρασινάδες του, να… Η συννεφομάνα γέλασε ξαφνιασμένη, σαν να άκουσε το πιο παράξενο πράγμα στον κόσμο, και του εξήγησε διακόπτοντάς το πώς και γιατί κάτι τέτοιο ήταν ”ολωσδιόλου αδύνατο να γίνει”. Το μενεξεδί συννεφάκι σούφρωσε τα χειλάκια του και ήταν έτοιμο να κλάψει, όταν άκουσε τη μάνα του να λέει:
– Ξελογιάστηκες με τη γη, όπως βλέπω. Όμως μπορείς να τη χαζέψεις όσο θες από δω ψηλά, φτάνει να μη σε λιώσουν οι ηλιαχτίδες και σε κάνει νερό το αγέρι της βροχής. Να! Βάλε κι αυτά στα μάτια σου για να τη βλέπεις καλύτερα…
Και λέγοντάς του αυτά, του έδωσε ένα ζευγάρι κιάλια που φέρνανε τα μακρινά κοντά. Τρισευτυχισμένο το συννεφάκι την ίδια κιόλας στιγμή πήγε και θρονιάστηκε στην ουράνια θέση του, πάνω ακριβώς από ένα χωριουδάκι-ζωγραφιά που έμοιαζε με οροπέδιο, έτσι καθώς ήταν καταπράσινο και τριγυρισμένο από βουνά και λόφους. Στη θέση αυτή και σ’ άλλες κοντινές και μακρινές το βρήκαν εποχές και εποχές στα χρόνια που ακολούθησαν κι έτσι το συννεφάκι –πότε μικρό και πότε μεγάλο– πλούτιζε σε εμπειρίες και γνώσεις με όσα έβλεπε από κει ψηλά. Τώρα πια είχε γίνει ένα σοφό σύννεφο, αφού ήξερε απέξω κι ανακατωτά τα μυστικά του τόπου που απλωνόταν νωχελικά κάτω απ’ τα πόδια του.
Τα ψηλά και τα χαμηλά σπίτια του, με κεραμοσκεπές και καμινάδες τα πιο πολλά, καμάρωναν σαν μεγαλοκυράδες για την τύχη τους να ζουν σ’ αυτόν το μικρό παράδεισο. Το πευκοδάσος, καταπράσινο, με όλα τα ζουζούνια, τις πεταλούδες και τα ζωάκια του, διαφέντευε το χωριό από ένα ύψωμα σε σχήμα κώνου. Συχνά – πυκνά οι πράσινες πευκοβελόνες του ρίχνανε τα μάτια τους ψηλά και χάζευαν το συννεφάκι που σεργιάναγε ανέμελα στον ουρανό κι όταν κουραζόταν ξαπόσταινε στον πουπουλένιο του θρόνο.
Στους κάμπους, τους ζεστούς μήνες του χρόνου, κοπάδια τα γελάδια, τα βουβάλια και τα πρόβατα βόσκαγαν το χλωρό τριφύλλι κάτω από έναν ολόφωτο ουρανό, με τις ράχες τους που μοιάζανε από ψηλά άλλες φορές καστανόμαυρη κι άλλες πάλι ολόασπρη θάλασσα σε πράσινο φόντο.
Στο δρόμο για την εξοχή το συννεφάκι καμάρωνε τις λυγερόκορμες λεύκες με τα ασημένια φύλλα τους και τις μουριές με τα πλατύφυλλα μαντήλια, όπου κούρνιαζαν αμέτρητα πουλιά τιτιβίζοντας φλύαρα ένα ζαλιστικό μουρμουρητό που έφτανε ως επάνω ψηλά σαν μελωδία από την ανθισμένη γη. Κι όταν έπαιρνε να φυσά ελαφρύ τ’ αεράκι, η πράσινη ή χρυσαφιά θάλασσα των σταριών λικνιζόταν κάτω απ’ τον ήλιο κι έκανε το συννεφάκι να λαχταράει να κατέβει χαμηλά, για να πέσει να κοιμηθεί στην πλατιά αγκαλιά της.
Προσπερνώντας τα μποστάνια με τα καρπούζια και τους λαχανόκηπους, το σύννεφο αποχάζευε τα χωράφια με τις κίτρινες και κόκκινες πινελιές από χαμομήλια και παπαρούνες και πιο εκεί τις ντοματιές φορτωμένες με τους ώριμους καρπούς τους, έτοιμους να γεμίσουν τα κοφίνια των αγροτών.
Σαν έστρεφε πάλι το βλέμμα του στους γύρω λόφους και τα βουνά, χαιρόταν από ψηλά τις κατάφυτες πλαγιές τους με τις μικρές και μεγάλες χαράδρες τους γεμάτες από φωλιές ζώων λογής – λογής και πουλιών, από τα πιο ταπεινά ως τα πιο σπάνια που συναντάει κανείς στην ελληνική φύση: Αχ, τι όμορφα που είναι εδώ!.., μουρμούριζε μαγεμένο το μικρό σύννεφο και αρνιόταν ν’ ακολουθήσει τη συννεφομάνα στα μακρινά ταξίδια της στο κόσμο.
Πώς αλλάζουν όλα…
Με τα χρόνια, ωστόσο, κάτι είχε αλλάξει στον τόπο που διάλεξε για δικό του. Κάτι προς το χειρότερο, μα δεν ήξερε τι… Τον είχαν ματιάσει οι ξένοι επισκέπτες; Τον είχε φθονήσει μια μάγισσα κακή; Ποιος ξέρει; Ένα πάντως ήταν βέβαιο. Πως τα χρώματά του ξεθώριαζαν μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο. Κι ο κόσμος των φυτών και των ζώων, των πτηνών και των ερπετών, γινόταν όλο και πιο φτωχός, λιγοστός και μαραζωμένος.
Οι ασημόκορφες λεύκες, που ήταν παραταγμένες στις όχθες του ποταμού, έδειχναν ξαφνικά γερασμένες, με φύλλα ξερά στις άκρες και κορμούς με εξογκώματα που ξεχείλιζαν ένα πηχτό, παχύρευστο, κίτρινο υγρό, όμοιο με κείνο που έβγαζαν τα πεύκα του δάσους στον αυλόγυρο του σχολείου. Τα βογκητά τους έφταναν κιόλας ως πάνω ψηλά, στα συννεφόσπιτα.
– Αχ! Τι κακό! Βοήθεια χωριανοί!… Βοήθεια!…
Κουδούνιζε η φωνή τους λυπητερή, σαν πένθιμη καμπάνα της Μεγάλης Παρασκευής, ματώνοντας την καρδιά του μικρού σύννεφου. Το ποτάμι πάλι, που άλλοτε κυλούσε τα πλούσια πεντακάθαρα νερά του, σούφρωσε τώρα κι έχασε τα ψάρια που είχε. Έχασε και τις αγριόπαπιες απ’ τις όχθες του και κρατούσε μόνο λίγα νερόφιδα και βατράχια, τα οποία κόαζαν θλιβερά σαν να θρηνούσαν τον χαμένο τους παράδεισο.
– Βρεκεκέξ! Τι μας ποτίσανε; Χτυπιόταν το ένα.
– Κοάξ, κοάξ! Τι θ’ απογίνουμε; Κλαιγόταν το άλλο.
Και όλο και χειροτέρευε η κατάσταση, όσο περνούσε ο καιρός. Το ποτάμι γινόταν μέρα τη μέρα ξεροπόταμος, καθώς γέμιζε καθημερινά με τα απόνερα ενός βαφείου και με γάλατα πηχτά απ’ το τυροκομείο του κάμπου το οποίο χτίστηκε αυθαίρετα σε μια νύχτα, όπως βεβαίωναν όσοι γνώριζαν. Ο κόσμος κοιμόταν και ξύπναγε με ιδρώτα αφύσικο, πνιγμένος από τον αέρα που κουβάλαγε μια δυσοσμία αφόρητη σαν δηλητήριο, η οποία έφτανε με το παραμικρό φύσημα του ανέμου στα ρετιρέ του ουρανού.
– Πφφ! Πφφ!… Τι βρωμιά είναι αυτή! Γκουχ, γκουχ, θα πνιγούμε· για το Θεό! παραπονιόταν το συννεφάκι στη μητέρα του.
– Καλά ντε, μη γίνεσαι υστερικό! του φώναξε μια στιγμή εκνευρισμένη μια συννεφομάνα καλοκυρά.
– Όλοι υποφέρουμε, μα δεν κάνουμε κι έτσι…
Το συννεφάκι σώπασε ντροπιασμένο, μα το βλέμμα του φορτωμένο δάκρυα δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ το κακό που γινόταν στη γη. Σκούπισε τα κιάλια του βιαστικά κι έσκυψε να δει καλύτερα το φιδίσιο σώμα του ποταμού. Τα βουρκόνερά του άρχισαν κιόλας ν’ αποδιώχνουν ό,τι ζωντανό είχε απομείνει στις ξεραμένες όχθες του. Εδώ κι εκεί κείτονταν τυμπανισμένοι βάτραχοι και νερόκοτες που είχαν ρουφήξει τα μολυσμένα απόβλητα του εργοστασίου.
Φρίκη!!! Δεν μπορούσε πια να συνεχίσει το κοίταγμα από ψηλά. Του ερχόταν να μπήξει την πιο δυνατή φωνή, για να φτάσει εκεί κάτω στη γη των ανόητων ανθρώπων που βάφτιζαν ”πρόοδο” την ασχήμια του τόπου τους και ”αρχή εξέλιξης” την πύλη της κόλασής του.
”Εεέπ! Εσείς εκεί κάτω… Σταματήστε πια τα βρώμικα παιχνίδια σας. Πνιγόμαστε κι εμείς μαζί σας!..”, πήγαινε να πει, μα… ντρεπόταν τους άλλους τριγύρω του και έκλεισε το στόμα του βιαστικά πριν ακουστεί η φωνή του. Μέσα του, όμως, ήταν καζάνι που έβραζε… Άλλαζαν εν τω μεταξύ οι εποχές και τα καινούργια καλοκαίρια γίνονταν όλο και πιο καυτά, αποπνιχτικά. Η ασφυξία των ανθρώπων έφτανε ως τα ακρουράνια, που γεύονταν κι αυτά τις αναθυμιάσεις της γης.
Μα ο τόπος συνέχισε εκεί κάτω να γεννά μέρα και νύχτα εργοστάσια, που έκαναν τον κόσμο να βήχει, να ζαλίζεται και να τρέχει τρελαμένος στους γιατρούς της πόλης, με τα μάτια κατακόκκινα, πλημμυρισμένα στο δάκρυ απ’ τον αέρα τον βαρύ και μολυσμένο που απλώθηκε στο χωριό. Τα βουνά και οι γύρω λόφοι γυμνώθηκαν σιγά – σιγά από τα δέντρα, τροφοδοτώντας τις χαρτοβιομηχανίες και τα εργοστάσια ξυλείας που φύτρωναν σα μανιτάρια στα γύρω μέρη. Οι μικρές και μεγάλες χαράδρες ορφάνεψαν απ’ τα ζώα και τα λίγα που κρατήθηκαν στη ζωή ζούσαν τον εφιάλτη των ληστρικών επιδρομών κάποιων ασυνείδητων κυνηγών. Η ζωή ξέφτιζε από παντού…
Έτσι θλιβερά κυλούσε η καθημερινότητα στο χωριό, όταν τρίτωσε το κακό παίρνοντας δραματικές διαστάσεις. Μια νύχτα με Πανσέληνο κι αστροντυμένο ουρανό, στην αρχή ακόμα του Φθινοπώρου, το συννεφάκι μας κοιμόταν βαθιά, πλάι σε φίλους, συγγενείς και αέρινες οπτασίες των νεκρών του Κάτω Κόσμου. Ξάφνου, ξύπνησε τρομαγμένο απ’ τις φωνές της μάνας του.
– Γκουχ, γκουχ, γκουχ! Τι έγινε καλέ μαμά; ψέλλισε βραχνά τρίβοντας με τα χέρια τα μάτια του που ξεχείλιζαν από δάκρυα.
Γιατί τόση καταστροφή…
Η συννεφομάνα, πνιγμένη στην ομίχλη του καπνού, του έδειξε σιωπηλή ένα γύρο αδυνατώντας να μιλήσει. Την ίδια ώρα η πνιγερή μυρουδιά του καμένου ξύλου έκανε και τα άλλα σύννεφα να ξυπνήσουν θορυβημένα. Ευτυχώς που είχε αστροφεγγιά και η γη στα πόδια τους φωτιζόταν από ένα ολόγιομο φεγγάρι που έκανε τη νύχτα μέρα. Ένα μέρος όμως φωτίζονταν πιότερο απ’ όλα τα άλλα. Το συννεφάκι πήρε με βιάση τα κιάλια και έσκυψε με αγωνία να δει τι συμβαίνει στο αγαπημένο του χωριό.
– Τι βλέπεις; Τι βλέπεις; ρωτούσαν με λαχτάρα τα άλλα σύννεφα.
Αλίμονο! Αυτά που είδε το συννεφάκι, καλύτερα να μην τα έβλεπε ποτέ στη ζωή του… Το πευκοδάσος του σχολείου λαμπάδιαζε θλιβερά κάτω απ’ τα πόδια του και οι γλώσσες τις φωτιάς που το κατάκαιγαν πετάγονταν ολοένα και ψηλότερα, σαν να ήθελαν να φτάσουν τον ουρανό. Η πυρκαγιά άρπαξε, φούντωσε, μούγκρισε και σώριασε πολλά δέντρα, με τέτοια γρηγοράδα που οι χωριανοί δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν σε τίποτα με τα φτωχά τους μέσα. Μόλις που πρόλαβαν, μάλιστα, να φυγαδέψουν κάτι λίγα ζώα που ζήταγαν απελπισμένα να σωθούν από τις φλεγόμενες πευκοβελόνες, οι οποίες τρίζοντας ανατριχιαστικά πετάγονταν σε μεγάλη απόσταση.
Ένας γεροασβός με τη γριά συμβία του έσερναν με κόπο τα πληγωμένα γυμνοπόδαρά τους πατώντας στις καψαλισμένες βελόνες της μαυρισμένης γης.
– Άκου, Χαρίλαε· ακούστηκε κλαψιάρικη η φωνή της θηλυκιάς. Εμείς δεν καλοβλέπουμε τη μέρα… Πώς θέλεις να δούμε τη νύχτα, μου λες; Και πού θα πάμε οι δόλιοι; Τι θ’ απογίνουμε;
Μα ο άντρας της δεν απάντησε. Μόνο ζωήρεψε το βήμα του παίρνοντας κοφτά το δρόμο για το βουνό πριν τους φτάσουν τα κουκουνάρια που εκτόξευε σαν ρουκέτες το φλεγόμενο πευκοδάσος. Οι κορμοί, γεμάτοι φωλιές γύρω τους και πουλιά που πετάριζαν τρομαγμένα, βόγκαγαν απ’ τον πόνο. Ο καπνός, πυκνός και μαύρος, όλο και ψήλωνε εντωμεταξύ. Σκόρπιζε τις τούφες του δεξιά – ζερβά αναγκάζοντας τους ανθρώπους να κολλούν βρεγμένα μαντήλια στο πρόσωπο, για να ανασάνουν. Οι νυχτερίδες πέταγαν σα σίφουνας δίπλα τους φτεροκοπώντας τρομαγμένες στη θεά φύση.
– Πω, πω! Τι κακό μας βρήκε!… Ας φύγουμε μακριά να σωθούμε! φώναξε η πρώτη σε σειρά με τσιριχτή, λαχανιασμένη φωνή.
– Έεε! Σιγά!.., φώναξε η φίλη της από πίσω. Μη βιάζεσαι, περίμενε κι εμένα! Θα χαθούμε, κι άντε να βρούμε τις φωλιές μας αύριο.
– Ποιες φωλιές καημένη; κάγχασε η πρώτη δυνατά, ξεροβήχοντας από τον καπνό. Δε βλέπεις τι γίνεται τώρα; Ποιος ζει, ποιος πεθαίνει είμαστε. Κι εσύ μιλάς για αύριο;
– Σωστά· σώπασε λοιπόν και πνίγομαι, κλαψούρισε η δεύτερη κι έβαλε τα δυνατά της να φτάσει την πρώτη, που είχε κιόλας απομακρυνθεί.
Πάνω απ’ τα κεφάλια τους κρεμόταν το ολοστρόγγυλο φεγγάρι πιο θολό από ποτέ. Τα δέντρα τίναζαν τώρα όλο και πιο ψηλά τις άπειρες γλώσσες φωτιάς που έκαιγαν τα σωθικά τους. Το συννεφάκι το πήραν τα κλάματα.
”Αχ και να μπορούσα να βοηθήσω!..”, σκέφτηκε.
Τα δάκρυά του έπεφταν βροχή και η μάνα του ανταριασμένη σαν το είδε, το φώναξε κοντά της να σκουπίσει τη μυτούλα του στο συννεφένιο αχνορόδινο μαντήλι της. Ύστερα πήρε τα κιάλια του και τα πέταξε στη γη, για να μην τη βλέπει ο γιόκας της και βασανίζεται. Μα ήταν κιόλας αργά. Η φρίκη της γης καθρεφτίστηκε όλη στο συννεφένιο του πρόσωπο. Κι ήταν τόσος ο πόνος που ένιωσε, ώστε άρχισε σιγά – σιγά να μαυρίζει απ’ τη στεναχώρια του και να φουσκώνει όλο και πιο πολύ, μέχρι που έγινε ένα κατάμαυρο ολοστρόγγυλο μπαλόνι.
Στάθηκε τότε αποφασιστικά πάνω απ’ τον φλεγόμενο λόφο που άστραφτε σαν πύρινη μπάλα και, αδιαφορώντας για τις φωνές της μάνας και των συγγενών του, άφησε να του ξεφύγει απ’ τα σωθικά μια λάμψη εκτυφλωτική. Ταυτόχρονα σχεδόν με το μπουμπουνητό που ακούστηκε, το συννεφάκι έπεσε σαν καταιγίδα στην καιγόμενη γη ρίχνοντας πάνω στο πευκοδάσος μια θάλασσα πικρά, καυτά δάκρυα. Ώσπου μάζεψε, μάζεψε, μίκρυνε και χάθηκε για πάντα από τον ουρανό, σβήνοντας κάτω απ’ τα πόδια του και την τελευταία υποψία φωτιάς. Οι χωριανοί άρχισαν να σταυροκοπιούνται τρομαγμένοι μπροστά στο θάμα που ξετυλίχθηκε στα μάτια τους.
– Δόξα σοι Κύριε, δόξα σοι!…
Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, ο ήλιος έλαμψε γελαστός πάνω από το μικρό χωριό. Στον αέρα πλανιόταν ακόμη η κάπνα απ’ το προηγούμενο βράδυ, μα οι αχτίδες, γλιστρώντας βιαστικά πάνω απ’ τα δέντρινα κεφάλια των πεύκων που απόμειναν ζωντανά, έσκυψαν και φίλησαν απαλά τις καπνισμένες τους κορφές σαν μια υπόσχεση θεϊκή για το μέλλον. Ύστερα, στρέφοντας βιαστικά στον μαυρισμένο τόπο, έκλαψαν βουβά πάνω από τις στάχτες των υπόλοιπων, που τα είχαν σβήσει με κόπο την περασμένη νυχτιά τα πικρά δάκρυα του αξέχαστου σύννεφου…