Τραμπ, Ισραήλ και κουρδικό κράτος – Επιστρέφει ο εφιάλτης για την Τουρκία
14/11/2024Τα πρόσωπα που επέλεξε ο Τραμπ για τις θέσεις του υπουργού Εξωτερικών (Μάρκο Ρούμπιο) και Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας (Μάικ Γουόλτς) προκαλούν πολιτικό πυρετό στην Άγκυρα, λόγω της ξεκάθαρης θέσης που έχουν λάβει στο παρελθόν υπέρ των Κούρδων και του Ισραήλ. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί και η δημόσια τοποθέτηση του Ισραήλ για να ιδρυθεί κουρδικό κράτος, η οποία ήταν η σταγόνα που εξώθησε τον Ερντογάν να διακόψει διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με το εβραϊκό κράτος.
Ας σημειωθεί ότι ο Ερντογάν χαιρέτισε την εκλογή Τραμπ, θεωρώντας ότι μαζί του θα μπορούσε να αναπτύξει μία πολύ πιο στενή σχέση από ό,τι με τον Μπάιντεν. Οι επιλογές του νεοεκλεγέντος Αμερικανού προέδρου, όμως, άλλα δείχνουν. Όπως έχει φανεί πολλαπλώς, προτεραιότητά του είναι η στήριξη του Ισραήλ. Η ανοικτή ρήξη ανάμεσα σ’ αυτό και στην Τουρκία του Ερντογάν, απομακρύνει τον Τραμπ από την Άγκυρα και επαναφέρει το σενάριο για κουρδικό κράτος. Ως αντίδραση, το νεοοθωμανικό καθεστώς έχει σημάνει συναγερμό σε πολλά επίπεδα.
Υπενθυμίζω ότι στη βορειοανατολική Συρία λειτουργεί ήδη ένα πρόπλασμα κουρδικού κράτους μετά από αιματηρές μάχες, στις οποίες πρωτοστάτησε το YPG, το συριακό παρακλάδι του PKK. Υπενθυμίζω ακόμα ότι ο τουρκικός στρατός έχει εισβάλει στη βόρεια Συρία και σήμερα κατέχει περιοχές εκεί. Και εάν δεν πραγματοποίησε μαζική επίθεση εναντίον της κουρδικής πολιτοφυλακής αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αποτρεπτική πίεση που είχε δεχθεί από τους Αμερικανούς, ενώ αρνητικοί ήταν και οι Ρώσοι.
Την περιοχή που σήμερα ελέγχουν οι Κούρδοι στη βορειοανατολική Συρία, την απελευθέρωσαν από το ISIS με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, γεγονός που οι Αμερικανοί (και οι Γάλλοι) αναγνωρίζουν. Γι’ αυτούς, άλλωστε, το κουρδικό πρόπλασμα κράτους είναι και το μόνο έρεισμά τους σε μία Συρία, όπου οι δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ, με τη βοήθεια του Ιράν και της Χεζμπολάχ και βεβαίως με την αεροπορική υποστήριξη της Ρωσίας, έχουν πλέον κυριαρχήσει στην υπόλοιπη Συρία. Εξαιρέσεις είναι η περιοχή του Ιντλίμπ, η οποία συνεχίζει να ελέγχεται από τζιχαντιστές, και τα εδάφη που έχει καταλάβει η Τουρκία σε δύο φάσεις.
Πρόπλασμα κουρδικού κράτους
Η ύπαρξη του προπλάσματος κουρδικού κράτους στη βορειοανατολική Συρία είναι εφιάλτης για την Άγκυρα. Πολύ περισσότερο που στους Κούρδους της Συρίας κυριαρχεί και οργανωτικά και πολιτικά το τοπικό παρακλάδι του PKK, το οποίο είναι σύμμαχος των Αμερικανών και υποστηρίζεται-εξοπλίζεται από αυτούς, όπως, επίσης, και από τους Ισραηλινούς. Το μέλλον της εν λόγω περιοχής παραμένει αβέβαιο και θα καθοριστεί στο πλαίσιο της ευρύτερης διευθέτησης που κάποια στιγμή θα επιβληθεί για το μελλοντικό καθεστώς σε ολόκληρη τη Συρία. Διευθέτηση, η οποία και θα κρίνει το μέλλον και των υπό τουρκική κατοχή συριακών εδαφών.
Αυτό, όμως, που τώρα ταράζει τον ύπνο του Ερντογάν είναι το ενδεχόμενο το Ισραήλ –με τη βοήθεια των ΗΠΑ– να παίξει δυνατά το κουρδικό χαρτί αρχικά στη βόρειο Συρία και στο δυτικό Ιράν και ενδεχομένως στη συνέχεια και στην ίδια την Τουρκία. Είναι ακριβώς αυτός ο φόβος που εξώθησε πριν λίγες εβδομάδες τον Τούρκο πρόεδρο να πραγματοποιήσει, μέσω του υπερεθνικιστή εταίρου του Μπαχτσελί, ένα πρωτοφανές πολιτικό άνοιγμα προς το κουρδικό στοιχείο της Τουρκίας μέσω του εκεί κουρδικού κόμματος, το οποίο μέχρι τότε βρισκόταν υπό διωγμό.
Η τρομοκρατική επίθεση ενός κομάντο του ΡΚΚ εναντίον της τουρκικής αεροδιαστημικής εταιρείας, παρότι η ηγεσία του ΡΚΚ φρόντισε να πάρει κάποια απόσταση, εκ των πραγμάτων τορπίλισε το εν λόγω πολιτικό άνοιγμα, το οποίο προς το παρόν δεν έχει συνέχεια. Είναι προφανές πως ο Ερντογάν, χρησιμοποιώντας ρητορική εθνικής ενότητας απέναντι σε εξωτερικό κίνδυνο, προσπάθησε να “στεγανοποιήσει” το κουρδικό κόμμα και κατ’ επέκταση τους Κούρδους από πιθανολογούμενες κινήσεις του Ισραήλ –με τις ευλογίες των ΗΠΑ– για πρόκληση εσωτερικών συγκρούσεων στην Τουρκία.
Η στρατιωτική λύση
Ας κάνουμε, όμως, ένα άλμα στο παρελθόν. Όταν στις αρχές της δεκαετίας 1990 ο Οζάλ με ανατολίτικη κομπορρημοσύνη μιλούσε για την αναδυόμενη τουρκική ζώνη επιρροής, που θα εκτεινόταν από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος, η Τουρκία ήταν ήδη καρκινοπαθής. Το εθνικοαπελευθερωτικό αντάρτικο του ΡΚΚ, που ξεκίνησε το 1984, δεν κατάφερε μόνο να αποσταθεροποιήσει την τουρκική κυριαρχία στις νοτιοανατολικές επαρχίες. Άσκησε και διαβρωτική επιρροή συνολικά στο μετακεμαλικό καθεστώς.
Το τουρκικό Γενικό Επιτελείο έδινε για δεκαετίες στον εαυτό του διαδοχικές διορίες για να επιτύχει στρατιωτική λύση. Παρότι σ’ αυτό το μέτωπο χρησιμοποίησε ό,τι καλύτερο διέθετε στο στρατιωτικό επίπεδο, παρότι δεν τσιγκουνεύτηκε ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους, δεν κατάφερε να συντρίψει τη ραχοκοκαλιά του αντάρτικου, όπως επανειλημμένως είχε εξαγγείλει. Δεν το κατάφεραν ούτε οι αλλεπάλληλες εισβολές του τουρκικού στρατού στο βόρειο Ιράκ κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.
Υπενθυμίζω ότι ήδη από το 1994 είχαν εισβάλει 40.000 Τούρκοι στρατιώτες υπό τον στρατηγό Τσεβίκ Μπιρ (επιχείρηση “Ατσάλι”), χωρίς και πάλι να επιτύχουν τον αντικειμενικό σκοπό τους. Παρά τις σημαντικές απώλειες που όλα αυτά τα χρόνια έχει υποστεί, το ΡΚΚ έχει αποδείξει ότι μπορεί να επιβιώνει ως αντάρτικο και να προκαλεί σημαντικά πλήγματα στις τουρκικές δυνάμεις. Κι όταν ένα αντάρτικο επιβιώνει από την ένοπλη κρατική καταστολή, αυτό ουσιαστικά ισοδυναμεί με ένα είδος νίκης.
Κράτος-κουρελού
Τα θύματα αυτού του 40ετούς ασύμμετρου πολέμου ξεπερνούν τις 40.000. Ένα σημαντικό ποσοστό είναι Τούρκοι στρατιώτες, ενώ πολλαπλάσιοι είναι οι τραυματίες. Τεράστιο είναι και το οικονομικό κόστος αυτού του ασύμμετρου πολέμου για την Τουρκία. Έχει υπολογισθεί αθροιστικά από τουρκικές πηγές σε πολύ πάνω από 300 δισ. δολάρια. Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν το μεγάλο κόστος των καταστροφών που προκαλούσαν τόσο οι επιθέσεις των ανταρτών όσο και η δράση των δυνάμεων ασφαλείας, καθώς και το κόστος από την παρακώλυση της οικονομικής δραστηριότητας στις νοτιοανατολικές επαρχίες.
Η Τουρκία έχει εγκλωβισθεί σ’ έναν φαύλο κύκλο. Η εμμονή στην επιδίωξη στρατιωτικής λύσης και η καλλιέργεια της αντίληψης του κράτους-οχυρού αποδείχθηκαν εξόχως αντιπαραγωγικές. Η κεμαλική στρατογραφειοκρατία θεωρούσε την αναζήτηση πολιτικής λύσης παραδοχή ήττας, που εκ των πραγμάτων θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου, με ανεξέλεγκτες συνέπειες για την ίδια την ακεραιότητα του τουρκικού κράτους. Θεωρούσε ότι, εάν σπάσει ο κουρδικός κρίκος, αργά ή γρήγορα θα ακυρωθεί συνολικά το δόγμα “ένα έθνος, ένα κράτος, μία γλώσσα, μία θρησκεία”. Το πουλόβερ θα αρχίσει να ξηλώνεται και μέσα από την κρίση θα αναδυθεί σιγά σιγά το μωσαϊκό των μικρασιατικών εθνοτήτων που ισοπεδώθηκαν από τον κεμαλισμό. Για την ακρίβεια, αυτό έχει ήδη αρχίσει να γίνεται. Εάν ξύσουμε την επιφάνεια, η Τουρκία είναι ένα πολυεθνικό κράτος που δηλώνει ότι είναι μονοεθνικό.
Στην πραγματικότητα, οι Τούρκοι αδυνατούν να συμβιβασθούν με την ιστορία τους. Σύμφωνα με εκτεταμένη επιστημονική έρευνα του πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν (Γερμανία) με τίτλο “Εθνικές Ομάδες στην Τουρκική Δημοκρατία”, στη χώρα αυτή υπάρχουν τουλάχιστον 52 εθνικές ομάδες, με ξεχωριστά γλωσσικά, θρησκευτικά και εθνολογικά χαρακτηριστικά. Το κουρδικό αντάρτικο δεν έφερε στην επιφάνεια μόνο το Κουρδικό Ζήτημα. Ρηγμάτωσε πολλαπλά την τουρκική κρατική ιδεολογία. Οι συμπιεσμένες μικρασιατικές εθνικές και θρησκευτικές ομάδες (όπως οι αλεβίτες) επαναδιεκδικούν την αναγνώριση και προβάλλουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους.
Η κουρδική ταυτότητα
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της στρατοχωροφυλακής, η χωρίς κανόνες δράση των παρακρατικών αντι-αντάρτικων ομάδων στις νοτιοανατολικές επαρχίες και οι βρόμικες επιχειρήσεις όλες τις προηγούμενες δεκαετίες δημιούργησαν με το χυμένο αίμα βαθύ χάσμα ανάμεσα στη μεγάλη πλειονότητα των Κούρδων και στο τουρκικό κράτος. Προκαλώντας με τη δράση του τη βίαιη και συχνά τυφλή κατασταλτική αντίδραση των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, το κουρδικό αντάρτικο λειτούργησε σαν καταλύτης για τη δυναμική ανάδυση του κουρδικού εθνισμού στην επικράτεια της Τουρκίας. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν έχει επιστροφή.
Απ’ αυτή την άποψη, το PKK έχει επιτελέσει το σημαντικότερο σκέλος της ιστορικής αποστολής του. Μέσα από τον πολυετή ένοπλο αγώνα του σφυρηλατήθηκε οριστικά και αμετάκλητα η ξεχωριστή εθνική συνείδηση των Κούρδων. Ο κουρδικός εθνισμός αναπτύσσεται δυναμικά όχι μόνο στις νοτιοανατολικές επαρχίες, αλλά και στις φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων όλης της Τουρκίας, όπου έχουν καταφύγει ως εσωτερικοί μετανάστες όχι μόνο λόγω της αστυφιλίας, αλλά και λόγω της πρακτικής του βίαιου ξεριζωμού αγροτικών κουρδικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Τουρκίας μέσω των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Ας σημειωθεί ότι κατά τη διάρκειά τους έχουν καταστραφεί περίπου 4.500 κουρδικά χωριά και οικισμοί. Με άλλα λόγια, ακόμα και η απόσχιση εδαφών από τη νοτιοανατολική Τουρκία δεν θα έλυνε οριστικά το κουρδικό πρόβλημα. Το κουρδικό καρκίνωμα έχει κάνει μετάσταση.
Το ΡΚΚ προσπαθεί να κατευθύνει τους Κούρδους εσωτερικούς πρόσφυγες να εγκατασταθούν στο τρίγωνο Μερσίνα-Άδανα-Αλεξανδρέττα. Στόχος του είναι η δημιουργία πολυάριθμων κουρδικών κοινοτήτων στην περιοχή αυτή, ώστε να δημιουργηθούν οι πληθυσμιακές προϋποθέσεις για μελλοντική κουρδική έξοδο στην Ανατολική Μεσόγειο. Με βάση επίσημα στοιχεία, ήδη η πλειονότητα του πληθυσμού της Μερσίνας (λιμάνι) είναι Κούρδοι.
Υπενθυμίζω ότι ο Ερντογάν είχε αρχικά προσπαθήσει να προσεταιριστεί τους Κούρδους και εκλογικά για το κόμμα του, αλλά και να τους ενσωματώσει στο τουρκικό κράτος, με το σύνθημα “Τούρκοι και Κούρδοι παιδιά των Οθωμανών”. Στο ίδιο πλαίσιο, είχε κατά κόρον χρησιμοποιήσει το χαρτί του Ισλάμ, το οποίο έχει απήχηση στους συντηρητικούς θρησκευόμενους αγροτικούς κουρδικούς πληθυσμούς της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Η προσπάθειά του είχε φέρει κάποια αποτελέσματα, αλλά η άρνηση του κουρδικού κόμματος να παίξει το πολιτικό-εκλογικό παιχνίδι του, οδήγησε τον Τούρκο πρόεδρο σε μία πολιτική σκληρής καταστολής και διώξεων, η οποία διέρρηξε και τις όποιες σχέσεις είχαν δημιουργηθεί. Αυτός είναι ο λόγος που το τωρινό πολιτικό άνοιγμα είναι αμφίβολο εάν θα φέρει το επιθυμητό από αυτόν αποτέλεσμα.