Επτά μύθοι και μία αλήθεια για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις
25/06/2019Γράφει ο Μάνος Καραγιάννης* –
Η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο δικαιολογημένα προκαλεί ανησυχία στην ελληνική κοινή γνώμη. Ωστόσο, μέσα στον δημόσιο διάλογο αναπαράγονται επτά μύθοι που οδηγούν σε στρεβλά συμπεράσματα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ταυτόχρονα, πολλοί παραβλέπουν ή αγνοούν μια σημαντική αλήθεια.
Μύθος Πρώτος: «Η Συμφωνία του Ελσίνκι, το 1999, είναι μια χαμένη ευκαιρία».
Η Συμφωνία του Ελσίνκι οδηγούσε, σχεδόν με βεβαιότητα, σε εθνική ήττα. Είναι ψευδαίσθηση ότι η Τουρκία θα έθετε ως ζήτημα διαπραγμάτευσης μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αφού η κυβέρνηση Σημίτη αναγνώρισε «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα». Με τη Συμφωνία της Μαδρίτης, το 1997, η Αθήνα είχε ήδη αποδεχθεί τα «νόμιμα και ζωτικά τουρκικά συμφέροντα» στο Αιγαίο. Η κυβέρνηση Καραμανλή ορθώς αποδεσμεύθηκε από τη Συμφωνία του Ελσίνκι για να μην τεθούν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην κρίση ξένων δικαστών.
Μύθος Δεύτερος: «Ο εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας είναι ακόμα πιθανός».
Παρά τις πολύχρονες κεμαλικές μεταρρυθμίσεις, η τουρκική κοινωνία παραμένει βαθιά συντηρητική και πατριαρχική. Η επιρροή των εξευρωπαϊσμένων ελίτ, όπως είναι οι διπλωμάτες και στρατιωτικοί, έχει μειωθεί δραματικά. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται σε δημογραφικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας. Κανείς πλέον, πλην ημών, δεν επιθυμεί την τουρκική ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Αθήνα πρέπει να επιδιώξει τη δημιουργία μιας ειδικής σχέσης ανάμεσα στην Ε.Ε. και στην Τουρκία, που να διασφαλίζει τα ελληνικά συμφέροντα.
Μύθος Τρίτος: «Η τουρκική επιθετικότητα πηγάζει από εσωτερικά προβλήματα».
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα, η τουρκική πολιτική έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου παραμένει αναλλοίωτη. Οι μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο πολιτικό σύστημα της γειτονικής χώρας δεν έχουν μειώσει στο ελάχιστο την ένταση στο Αιγαίο. Η Αγκυρα δεν έχει ανάγκη να «εξάγει» την κρίση της, αφού το τουρκικό πολιτικό προσωπικό ενστερνίζεται, σχεδόν στο σύνολό του, τις ίδιες απόψεις για ζητήματα που αφορούν τον Ελληνισμό.
Μύθος Τέταρτος: «Ο Ερντογάν κάνει ανατολίτικο παζάρι με τους Αμερικανούς για τους S-400».
Το πραξικόπημα του 2016 δεν διέρρηξε απλά την εμπιστοσύνη της τουρκικής ηγεσίας έναντι της Ουάσιγκτον, αλλά απελευθέρωσε ένα υπόγειο κύμα αντιαμερικανισμού που προϋπήρχε. Ο Ερντογάν είναι ένας οπορτουνιστής πολιτικός που εκμεταλλεύεται τα αντιδυτικά/αντιαμερικανικά αισθήματα πολλών Τούρκων για να παραμείνει στην εξουσία.
Ασχέτως της κατάληξης που θα έχει η προσπάθεια απόκτησης των ρωσικών πυραύλων S-400, η Τουρκία δεν πρόκειται να προσδεθεί σύντομα πάλι στο αμερικανικό άρμα. Η πιθανότητα δημιουργίας ενός κουρδικού κράτους, με την υποστήριξη των ΗΠΑ και του Ισραήλ, ενισχύει το «σύνδρομο της Συνθήκης των Σεβρών» που κατατρέχει την τουρκική κοινωνία. Με ή χωρίς τον Ερντογάν, η Τουρκία θα αναζητεί νέες αντιδυτικές συμμαχίες.
Μύθος Πέμπτος: «Η Τουρκία αντιδρά με αυτόν τον τρόπο στην Ανατολική Μεσόγειο γιατί χάνει στη Συρία».
Κατ’ αρχάς, η Τουρκία δεν χάνει στη Συρία. Ο τουρκικός στρατός κατόρθωσε, με μικρές σχετικά απώλειες, να δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας στα τουρκοσυριακά σύνορα. Οι κουρδικές δυνάμεις αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, με τη σύμφωνη γνώμη της Μόσχας και της Ουάσιγκτον. Η Ανατολική Μεσόγειος ως υποσύστημα ασφαλείας έχει τα δικά της χαρακτηριστικά (π.χ. ενεργειακοί πόροι και παρουσία μεγάλων εταιρειών), ενώ επηρεάζεται από διαφορετικούς εξωγενείς δρώντες (π.χ. Ευρωπαϊκή Ενωση). Η Τουρκία νιώθει την αυτοπεποίθηση μιας περιφερειακής δύναμης που δύναται να κάνει προβολή ισχύος σε διαφορετικά μέτωπα.
Μύθος Εκτος: «Η ένταση μεταξύ Δύσης και Τουρκίας δεν ευνοεί την Ελλάδα».
Για την ακρίβεια, συμβαίνει το αντίθετο. Η πρόσφατη γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας οφείλεται πρωτίστως στη σταδιακή αυτονόμηση της Τουρκίας από τη Δύση. Η θεαματική βελτίωση στις ελληνοϊσραηλινές σχέσεις, για παράδειγμα, είναι απόρροια της κοινής ανησυχίας για την επιθετική συμπεριφορά της Αγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Εδώ υπάρχει μια μεγάλη ευκαιρία για την Αθήνα να μετατραπεί σε πόλο σταθερότητας και να παίξει τον ρόλο του παρόχου ασφαλείας στην περιοχή.
Μύθος Εβδομος: «Δεν είναι εφικτή η ειρηνική συνύπαρξη και η φιλία μεταξύ των δύο χωρών».
Η ελληνοτουρκική σύγκρουση δεν είναι μια νομοτελειακή εξέλιξη. Η Ελλάδα δεν έχει διαχρονικούς φίλους και προαιώνιους εχθρούς. Η τωρινή σύμπλευση των τουρκικών και ρωσικών συμφερόντων αυτό αποδεικνύει. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατόρθωσε να διαπραγματευθεί τη Συνθήκη της Λωζάννης που εμπέδωσε την ειρήνη στην περιοχή. Εξάλλου, την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο μεγάλος αντίπαλος της Ελλάδας ήταν η φασιστική Ιταλία. Η ειρηνική συνύπαρξη με την Τουρκία είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και μακροπρόθεσμα αναγκαία. Ωστόσο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο σεβασμός των υφιστάμενων συνόρων και η αποδοχή των κανόνων των διεθνούς δικαίου.
Αλήθεια: Η έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας οφείλεται στην ασυμμετρία ισχύος μεταξύ των δύο χωρών. Η τουρκική ηγεσία αισθάνεται ισχυρή έναντι της Αθήνας και επιδιώκει με την απειλή χρήσης βίας να αποκομίσει γεωπολιτικά οφέλη στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η συγκρότηση συμμαχιών με χώρες της περιοχής δεν μπορεί να συνιστά τη μοναδική στρατηγική αντιμετώπισης της Τουρκίας. Σε έναν κόσμο που πρυτανεύουν τα εθνικά συμφέροντα, θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να εναποθέσουμε την ασφάλειά μας στα χέρια τρίτων.
Η λύση βρίσκεται στην ταχύρρυθμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς ισχυρή οικονομία δεν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε τη στρατιωτική ισορροπία με τη γειτονική χώρα. Ούτε να εκπονήσουμε μια σοβαρή δημογραφική πολιτική και μια πολιτική ενίσχυσης του νησιωτικού πληθυσμού. Μια ισχυρή οικονομικά Ελλάδα θα έχει μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ έναντι συμμάχων και αντιπάλων. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κάποτε είπε: «Στον τόπο μας, έχομε τη συνήθεια να συζητούμε πολύ, για να μην παίρνομε αποφάσεις που συνεπάγονται ευθύνες». Ηρθε η ώρα των αποφάσεων λοιπόν. Δικιά μας η πατρίδα, δικιά μας και η ευθύνη.
* Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και ακαδημαϊκός επισκέπτης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.