Τα τρία μέτωπα του Κυριάκου – Η θεσμική τρύπα στην εθνική ασφάλεια
29/01/2020Όλα δείχνουν ότι –εκτός απροόπτου– ο Μητσοτάκης θα είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού, χωρίς σοβαρές αμφισβητήσεις, μέχρι το καλοκαίρι. Για το ίδιο διάστημα, η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ κατά κανόνα δεν θα βρίσκει ευρύτερη απήχηση, πέρα από το δικό του πολιτικό-εκλογικό ακροατήριο. Όλα αυτά, όμως, υπό τον όρο “εκτός απροόπτου”. Το υπογραμμίζω, επειδή είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού τα βαριά νέφη που συσσωρεύονται στον ορίζοντα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Τα δύσκολα, λοιπόν, για την κυβέρνηση της ΝΔ είναι μπροστά. Κι αυτά τα δύσκολα δεν μπορεί να τα παρακάμψει με την αμέριστη βοήθεια που του παρέχουν τα κατεστημένα Μίντια, παραβλέποντας τα όποια αρνητικά και αντιθέτως υπερτονίζοντας τα όποια θετικά. Αυτή, άλλωστε, είναι και η τάση της κοινής γνώμης απέναντι σε μία σχετικά νέα κυβέρνηση.
Ωστόσο, η περίοδος χάριτος από τη φύση της ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι εάν θα έλθει η ημερομηνία λήξεως, αλλά εάν το θετικό κλίμα θα αξιοποιηθεί από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του. Αυτό είναι κοινός τόπος στα λόγια, αλλά μάλλον σπάνιο στην πράξη. Η πείρα αποδεικνύει ότι για αρκετές νέες κυβερνήσεις η περίοδος χάριτος λειτούργησε σαν πολιτική παγίδα. Αφέθηκαν στη θαλπωρή της, θεωρώντας υποσυνείδητα ότι το “πολιτικό καλοκαίρι” θα κρατήσει για χρόνια.
Τα τρία μέτωπα
Έτσι όπως διαμορφώνονται τα πράγματα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα κριθεί κυρίως σε τρία μέτωπα:
Πρώτον, θα κριθεί από το εάν θα καταφέρει να αποτρέψει πιθανό τουρκικό τυχοδιωκτισμό. Και εάν αυτός εκδηλωθεί εάν θα καταφέρει να τον ανασχέσει, να τον αντιμετωπίσει χωρίς εθνικές ζημιές. Ας μην ξεχνάμε την υπογραφή της συμφωνίας Άγκυρας-Τρίπολης για τις θαλάσσιες ζώνες και το γεγονός ότι ο Ερντογάν την έχει επικαλεσθεί για να προαναγγείλει σεισμικές έρευνες και στη συνέχεια γεώτρηση στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Εάν κάνει τα λόγια του πράξη αναπόφευκτα θα προκύψει ελληνοτουρκική κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών όχι μόνο ανησυχεί, αλλά και εμφανίζεται να έχει αρνητική γνώμη για τους κυβερνητικούς χειρισμούς.
Δεύτερον, θα κριθεί από τον τρόπο που θα χειρισθεί το μεταναστευτικό. Οι αρχικές εξαγγελίες, που έδειχναν την πρόθεση να αλλάξει πολιτική σε σύγκριση με την πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα, είχαν γίνει δεκτές θετικά από τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, φάνηκε η αδυναμία μίας δραστικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα δύο στους τρεις Έλληνες (σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις) να έχουν αρνητική γνώμη για τους κυβερνητικούς χειρισμούς.
Τρίτον, θα κριθεί από το εάν κάνει βήματα για να οικοδομήσει ένα υγιές και παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης. Πρόκειται αναμφίβολα για αντικειμενικά δύσκολο εγχείρημα, κυρίως λόγω των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, αλλά και λόγω των εγγενών παθογενειών της ελληνικής οικονομίας-κοινωνίας και του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά είναι ζωτική ανάγκη η Ελλάδα να ξεκολλήσει από το τέλμα της κρίσης. Στο μέτωπο αυτό η κυβέρνηση δεν έχει να παρουσιάσει σημαντικό έργο, αλλά η πλειονότητα των πολιτών της δίνει ακόμα πίστωση χρόνου κι αυτό αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις.
Τα προβλήματα είναι πεισματάρικα
Προφανώς, υπάρχουν και όλα τα άλλα ανοικτά μέτωπα, εσωτερικά και εξωτερικά, αλλά τα τρία παραπάνω είναι που θα καθορίσουν –όχι περιστασιακά– το πολιτικό κλίμα. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Μητσοτάκης έχει εξοικείωση, ισχυρό ενδιαφέρον και προσωπική άποψη για ζητήματα που έχουν να κάνουν με την οικονομία, ανεξαρτήτως το πως τον κρίνει κανείς. Και όπως φάνηκε τόσο από τη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος όσο και από τις δημόσιες παρεμβάσεις του εκεί ρίχνει το βάρος.
Η επιλογή του δεν είναι παράλογη, αν ληφθεί υπόψη η μνημονιακή σκληρή δοκιμασία και η ζωτική ανάγκη η ελληνική οικονομία –κατ’ επέκταση και η κοινωνία– να ξανασταθεί στα πόδια της. Από την άλλη πλευρά, όμως, η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να αντιμετωπίζει αφενός οξύ πρόβλημα εθνικής ασφαλείας, λόγω του κλιμακούμενου τουρκικού επεκτατισμού, αφετέρου έντονες κοινωνικές παρενέργειες, λόγω του διογκούμενου μεταναστευτικού κύματος. Αυτό σημαίνει πως η κάθε κυβέρνηση οφείλει να διαθέτει αποτελεσματική πολιτική και στα δύο αυτά κρίσιμα μέτωπα.
Ο Μητσοτάκης, όμως, δεν είχε ούτε εξοικείωση, ούτε επιθυμία να ασχοληθεί επισταμένως με τα ζητήματα εθνικής ασφαλείας. Όσο δε για την προσωπική του άποψη, όπως προκύπτει από δηλώσεις και πράξεις, είναι γενική και μάλλον αβαθής. Τα γεγονότα, ωστόσο, είναι πεισματάρικα και τον υποχρέωσαν να ασχοληθεί με το μέτωπο που είχε εξόφθαλμα υποτιμήσει και στις προγραμματικές δηλώσεις του και αργότερα. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία Άγκυρας-Τρίπολης, παρότι είχε προαναγγελθεί, αιφνιδίασε σε μεγάλο βαθμό την κυβέρνηση.
Ενδεικτικό της κυβερνητικής προχειρότητας είναι και το πως αντιμετώπισε σε επίπεδο θεσμικών οργάνων το μεταναστευτικό. Τον περασμένο Ιούλιο ο Μητσοτάκης κατάργησε το σχετικό υπουργείο και το υπήγαγε στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Όρισε αναπληρωτή υπουργό (Κουμουτσάκος) με μοναδική αρμοδιότητα τις διεθνείς σχέσεις! Στη συνέχεια όρισε τον υφυπουργό Άμυνας Στεφανή γενικό συντονιστή.
Τέλος, προσφάτως επανίδρυσε το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, το οποίο και ανέθεσε στον Μηταράκη, έναν πολιτικό που εμφορείται από μία στενά οικονομίστικη αντίληψη. Το γεγονός ότι είναι βουλευτής Χίου μπορεί στα μάτια του πρωθυπουργού να είναι ένα “δώρο” προς τους νησιώτες του ανατολικού Αιγαίου, αλλά σίγουρα αυτό από μόνο του δεν πρόκειται να βοηθήσει στην επίλυση προβλημάτων που συνεχώς οξύνονται.
Η Εθνική Ασφάλεια δεν έχει το Συμβούλιό της
Τα ποια πρόσωπα στελεχώνουν τον ευρύτερο τομέα της εθνικής ασφάλειας (υπουργεία Εξωτερικών, Άμυνας και Μεταναστευτικής Πολιτικής, καθώς και ΕΥΠ) έχει οπωσδήποτε κρίσιμη σημασία, αλλά ακόμα σημαντικότερο είναι να λειτουργήσει θεσμικά ένα συγκροτημένο επιτελείο. Με άλλα λόγια, να δημιουργηθεί επιτέλους Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας.
Στα σοβαρά κράτη το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας δεν είναι απλώς ένα όργανο, τα μέλη του οποίου κάθε τόσο συνεδριάζουν για να εγκρίνουν προαγωγές ή αγορά οπλικών συστημάτων, όπως συμβαίνει με το ΚΥΣΕΑ. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας πρέπει να είναι το διαρκές επιτελείο, το οποίο, μέσω της μόνιμης Γραμματείας του (πρέπει να αποτελείται από εκπροσώπους όλων των συναρμόδιων υπηρεσιών), καθημερινά θα συγκεντρώνει όλες τις πληροφορίες και θα εκπονεί τα σενάρια για τον χειρισμό ενδεχόμενων κρίσεων, με βάση τις επεξεργασίες της κάθε αρμόδιας υπηρεσίας. Πρέπει να είναι το όργανο, στο οποίο θα συγκλίνουν και θα ενοποιούνται οι αντιλήψεις και η βούληση των αρμόδιων υπουργείων και υπηρεσιών. Μέσω αυτού πρέπει να διαμορφώνεται εθνική στρατηγική και να χαράσσεται γραμμή πλεύσης σε τακτικό επίπεδο.
Η σχετική προαναγγελία από τον Μητσοτάκη δυστυχώς εκφυλίστηκε στον διορισμό συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας (αντιναύαρχος Διακόπουλος) και αργότερα στον διορισμό αναπληρωτή συμβούλου (ο διεθνολόγος Ντόκος μέχρι πρότινος γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ). Τουλάχιστον μέχρι τώρα, φαίνεται ότι ο Μητσοτάκης χρησιμοποίησε τον όρο “Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας” για να ακυρώσει την προεκλογική δέσμευσή του για συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.
Είναι γεγονός ότι παραδοσιακά οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, καθώς και ο διοικητής της ΕΥΠ, δεν θέλουν ένα μόνιμο όργανο που εκ των πραγμάτων θα τους εποπτεύει. Προτιμούν να είναι αφεντικά στα “φέουδά” τους. Δεν γνωρίζω εάν αυτή ήταν η αιτία που για μία ακόμα φορά η συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας παραμένει επιταγή χωρίς αντίκρισμα. Είναι αναμφισβήτητο, όμως, ότι την έλλειψή του έχουμε πληρώσει ακριβά. Ημέρες που είναι, ας θυμηθούμε μόνο την εικόνα αλαλούμ που παρουσίαζε η ελληνική κυβέρνηση και κατ’ επέκταση οι αρμόδιοι ελληνικοί κρατικοί μηχανισμοί πριν 24 χρόνια ακριβώς, όταν εκδηλώθηκε η κρίση στα Ίμια…