Η “χαμένη στη μετάφραση” Κεντροαριστερά
17/03/2018Μετά από μία μάλλον δύσκολη πορεία, το εγχείρημα το Κίνημα Αλλαγής έφθασε στο πολυπόθητο συνέδριό του. Η διαδικασία εκλογής αρχηγού, που προηγήθηκε, απέδειξε ότι “το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ”, ότι στην πραγματικότητα η ενοποίηση αφορά ό,τι έχει απομείνει από το άλλοτε κραταιό Κίνημα και κάποιες ομάδες, χωρίς αξιοσημείωτο κοινωνική αναφορά και κατ’ επέκτασιν χωρίς αξιοσημείωτο πολιτικό ειδικό βάρος. Δεν αφορά τη μεγάλη Κεντροαριστερά.
Θα μπορούσε κανείς να εξαιρέσει το Ποτάμι, αλλά το κόμμα του Σταύρου Θεοδωράκη απέχει πολύ από αυτό που ήταν όταν ξεκίνησε. Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι το κόμμα του χάνει συνεχώς εκλογικό έδαφος, με την Κοινοβουλευτική Ομάδα του να φυλλορροεί και αντιμέτωπος με την προοπτική να μην μπει στη Βουλή, ο Θεοδωράκης είχε ισχυρό κίνητρο να συμμετάσχει και να παραμείνει μέχρι τώρα στο εγχείρημα του Κινήματος Αλλαγής.
Όπως συμβαίνει πάντα με τα κομματικά συνέδρια, έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση περισσεύει η αισιοδοξία. Το εγχείρημα, όμως, μετά από ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα, έχει δείξει τα όριά του. Στην πραγματικότητα, το πολιτικό διακύβευμα ήταν εξαρχής πολύ πιο μικρό από όσο μας έλεγε και συνεχίζει να μας λέει η ρητορική των πρωταγωνιστών.
Κοινός διακηρυγμένος στόχος είναι η συγκρότηση μίας παράταξης ικανής να επανασυσπειρώσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς και να τον καταστήσει και πάλι έναν εκ των δύο πυλώνων του πολιτικού συστήματος. Το ενδεχόμενο, όμως, το Κίνημα Αλλαγής να έλθει δεύτερο κόμμα συγκεντρώνει μηδενικές πιθανότητες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα θα κληθεί να κάνει επιλογή.
Η Γεννηματά επισήμως έχει υιοθετήσει μία πολιτική διμέτωπου αγώνα. Στα λόγια όλοι συμφωνούν στην ανάγκη πολιτικής αυτονομίας του νέου φορέα έναντι και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πράξη, όμως, το Κίνημα Αλλαγής κατά κανόνα συμπλέει με τη ΝΔ. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι ως αντιπολιτευόμενα κόμματα βρίσκονται συχνά στην ίδια όχθη. Όπως, ωστόσο, είχε φανεί με κραυγαλέο τρόπο στην ψηφοφορία για την απλή αναλογική το καλοκαίρι του 2016 δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Και αν στο μέτωπο του Μακεδονικού φάνηκε πως θα μπορούσε να συμπλεύσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, η υπόθεση Novartis επανέφερε τα πράγματα στην προηγούμενη κοίτη.
Οι εκατέρωθεν φυγόκεντρες τάσεις
Η ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με το Μνημόνιο δεν ήταν μόνο η αιτία της εκλογικής κατάρρευσής του. Ήταν και η αιτία που στη συνέχεια μετατράπηκε σε κυβερνητικό συμπλήρωμα της ΝΔ. Αυτή είναι και η αιτία που η ομάδα του Βενιζέλου απορρίπτει μετά βδελυγμίας κάθε σκέψη για μελλοντική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, η ομάδα του Βενιζέλου επί της ουσίας δεν αποδέχεται τη λογική των ίσων αποστάσεων και του διμέτωπου. Θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ εχθρό, ενώ τη ΝΔ πιθανό εταίρο.
Η αδυναμία του Κινήματος Αλλαγής να ανασυγκροτήσει την Κεντροαριστερά δεν προσκρούει μόνο στις εσωτερικές αντιθέσεις του. Κυρίως προσκρούει στην ανικανότητά του να εκφράσει πολιτικά τα κεντροαριστερού προσανατολισμού μικρομεσαία στρώματα, τα οποία, λόγω των μνημονιακών πολιτικών, έχουν πέσει στον γκρεμό ή αγωνίζονται να μην πέσουν.
Όπως συμβαίνει και στη ζωή, στην πολιτική είναι εύκολο να θέτεις στόχους, αλλά δύσκολο να τους επιτυγχάνεις. Η πολιτική-εκλογική αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ τα προηγούμενα χρόνια προέκυψε από το γεγονός ότι έπεσε στην αγκαλιά της Τρόικας. Μπορεί η διαδικασία ιδεολογικοπολιτικής μετάλλαξης να είχε αρχίσει πριν χρόνια, αλλά η διάρρηξη των εκλογικών δεσμών του με τα λαϊκά στρώματα άρχισε το 2010, όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε σημαιοφόρος του Μνημονίου. Παρά τις μεγάλες διαφορές τους και οι δύο ηγετικές προσωπικότητές του (Γιώργος Παπανδρέου και Βενιζέλος) είχαν ταυτόσημη θέση ως προς αυτό.
Συσσωρεύοντας οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, οι μνημονιακές πολιτικές προκάλεσαν μία πρωτοφανή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η Κεντροαριστερά δεν έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο μεγάλους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους, αλλά το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ έχει καεί ως πολιτικός εκφραστής της. Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι έχουν κατά κανόνα καταφύγει στον ΣΥΡΙΖΑ σαν εκλογικοί πρόσφυγες.
Αντιθέτως, τα κεντροαριστερής προέλευσης εύπορα μεσοστρώματα κατά κανόνα υπερέβησαν την παραδοσιακή κομματική τους προτίμηση και στράφηκαν προς τη ΝΔ για να αναχαιτίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Στο ΠΑΣΟΚ παραμένουν κυρίως οι μεγάλης ηλικίας ψηφοφόροι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγάλη αδράνεια στην εκλογική συμπεριφορά τους.
Ξανασερβίροντας την ίδια πολιτική
Τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012 επισφράγισαν την ανατροπή των ισορροπιών του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Με την αντικατάσταση του παραδοσιακού δικομματισμού από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ υποβαθμίσθηκε από αυτοδύναμος πόλος σε μικρομεσαίο κόμμα.
Όταν ακόμα ήταν αρχηγός, για να αποφύγει τη δύση του “πράσινου ήλιου”, ο Βενιζέλος είχε προσπαθήσει να κρυφτεί κάτω από την ομπρέλα της “Ελιάς”. Είχε ελπίσει ότι η έμμεση αλλαγή ονομασίας και η συνεργασία με ορισμένες προσωπικότητες του Σημιτισμού θα διέσωζε τον ίδιο και το κόμμα του. Πώς να επανασυσπειρώσεις, όμως, τα κεντροαριστερού προσανατολισμού μικρομεσαία στρώματα σε μία ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση που έρχεται σε αντίθεση με τα “θέλω” τους; Πώς να τα επαναπροσελκύσεις, ξανασερβίροντάς τους την πολιτική που τα έδιωξε;
Στην πραγματικότητα, τόσο η τότε όσο και η σημερινή φιλολογία για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς αφορά μόνο τη μνημονιακή πτέρυγά της, ή αλλιώς τα κεντροαριστερού προσανατολισμού εύπορα μεσοστρώματα. Αυτά, όμως, είναι μειονότητα στον χώρο. Όπως προαναφέραμε, μάλιστα, λόγω της εχθρότητάς τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα μεγάλο μέρος τους ψήφισε ΝΔ.
Ο άλλος πυλώνας
Η ρευστοποίηση των παραδοσιακών κομματικών ταυτίσεων δεν σημαίνει ότι το νέο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ είναι παγιωμένο. Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί που ψήφισαν το 2015 τον Τσίπρα και το κόμμα του το έπραξαν με την ελπίδα ότι θα έβαζε ένα τέλος στις μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό και σε συνθήκες capital controls έδωσαν το εντυπωσιακό 62% στο δημοψήφισμα.
Όταν λίγο αργότερα ο Τσίπρας υπέγραψε το 3ο Μνημόνιο, θεώρησαν ότι εκβιάστηκε. Μη έχοντας εναλλακτική κυβερνητική λύση, στη συντριπτική πλειονότητά τους τον ξαναψήφισαν. Ήλπιζαν ότι θα φρόντιζε ο λογαριασμός που θα πλήρωναν να είναι συγκριτικά ελαφρύτερος. Τα γεγονότα διέψευσαν τις προσδοκίες τους. Για να εξισορροπήσει αυτή τη διάψευση, ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει ως κυβέρνηση κάποια μέτρα ανακούφισης των πολύ φτωχών και εκπέμπει μία παρηγορητική ρητορική, σε συνδυασμό με την καλλιέργεια της ελπίδας ότι με το τέλος των Μνημονίων θα έρθουν καλύτερες ημέρες.
Κάπως έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει μεν εκλογικό έδαφος, αλλά δεν καταρρέει. Είναι πολιτικά αξιοσημείωτο ότι από την πολιτικοεκλογική φθορά του δεν κερδίζει εκλογικό έδαφος το Κίνημα Αλλαγής που επαγγέλλεται την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς. Ο λόγος είναι ότι το θεωρούν συγκριτικά χειρότερο από τον Τσίπρα και το κόμμα του. Τουλάχιστον αυτοί δεν έχουν ευθύνες για τη χρεοκοπία του 2010.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό τμήμα των κεντροαριστερών ψηφοφόρων να βρίσκεται σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Έχει περισσότερο ή λιγότερο κριτική στάση προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν βρίσκει εναλλακτική πολιτική έκφραση. Εάν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις, ο κορμός αυτής της κατηγορίας ψηφοφόρων θα παραμείνει στον ΣΥΡΙΖΑ, εδραιώνοντάς τον ως τον άλλο πυλώνα του πολιτικού συστήματος. Είναι ακριβώς αυτό που θέτει όρια στο εκλογικό ποσοστό του κόμματος της Γεννηματά και κατ’ επέκτασιν θα επικαθορίσει τον μελλοντικό πολιτικό ρόλο του: το Κίνημα Αλλαγής θα είναι ο μικρός ενδιάμεσος εταίρος.