Οι διαδρομές του αρχηγού της Μοσάντ στο “πάνθεον του χρήματος”
18/04/2021Στενές σχέσεις με μεγιστάνες, παρουσίες σε δεξιώσεις, αφοσίωση και πίστη στον Μπέντζαμιν Νετανιάχου και άνθρωπος για όλες τις δουλειές, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του Γιόσι Κοέν του επικεφαλής της Μοσάντ. Κατά τη θητεία του η υπηρεσία πληροφοριών αποτελεί επίκεντρο των ΜΜΕ και στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο της ισραηλινής εφημερίδας Haaretz, αναφέρεται στις περιπέτειες του Κοέν που θυμίζουν μυθιστόρημα με ίντριγκες.
Το Bloomberg News ανέφερε πρόσφατα, ότι πέρυσι ασκήθηκε πίεση σε αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ από τον επικεφαλής της Μοσάντ και τον πρέσβη του Ισραήλ στις ΗΠΑ Ρον Ντέρμερ για άρση κυρώσεων κατά του Νταν Τζέρτλερ, Ισραηλινού δισεκατομμυριούχου, τον οποίο υποπτεύονταν αμερικανικές, βρετανικές και ελβετικές αρχές για διεφθαρμένες συναλλαγές που αφορούσαν διαμάντια στο Κονγκό.
Επίσης, το πρακτορείο ανέφερε ότι ο Κοέν ταξίδεψε το 2019, δύο φορές στο Κονγκό με ιδιωτικό αεροπλάνο για να συναντηθεί με τον πρώην πρόεδρο της χώρας Τζόσεφ Καμπίλα, χωρίς να ενημερώσει τον πρόεδρο του Κονγκό Φέλιξ Τσισεκέντι. Όταν, αυτός ανακάλυψε την συνάντηση του Κοέν με τον Καμπίλα, είπε στον Κοέν ότι δεν είναι ευπρόσδεκτος στο Κονγκό για τέτοιες συναντήσεις.
Ένας πρώην ανώτατος αξιωματούχος της Μοσάντ εξέφρασε έκπληξη για τις συναντήσεις του Κοέν δηλώνοντας. «Είναι μια παράξενη ιστορία και είναι απαράδεκτη. Γιατί να συναντηθεί με έναν πρώην πρόεδρο χωρίς να το γνωρίζει ο νυν πρόεδρος; Δεν θυμάμαι καμία τέτοια περίπτωση, στην οποία ένας αρχηγός της Μοσάντ να ενήργησε για λογαριασμό ενός συγκεκριμένου επιχειρηματία. Στο παρελθόν, υπήρχαν περιπτώσεις που η Μοσάντ έλαβε βοήθεια από εταιρείες και επιχειρηματίες. Αλλά οι επιχειρηματίες προορίζονται να μας βοηθήσουν και όχι να τους βοηθήσουμε».
Τελικά, η κυβέρνηση Τραμπ ανακάλεσε ορισμένες από τις κυρώσεις που είχε επιβάλει στον Τζέντλερ, επιτρέποντάς του να πληρώσει χρήματα που όφειλε σε Ισραηλινούς, συμπεριλαμβανομένων και του δικηγόρου του. Είναι ο Μπόαζ Μπεν Ζούρ ο οποίος εκπροσωπεί και τον Νετανιάχου. Ωστόσο, οι κυρώσεις κατά του Τζέλτερ επανήλθαν πρόσφατα από την κυβέρνηση Μπάιντεν.
Η Μοσάντ στα ΜΜΕ
Μέχρι το 1996, το ευρύ κοινό δεν γνώριζε το όνομα του αρχηγού της Μοσάντ. Τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν αυτόν και τον επικεφαλής της Shin Bet χρησιμοποιώντας μόνο το πρώτο γράμμα των ονομάτων τους. Ακόμα και μετά τη λήξη που απαγόρευε τη δημοσιοποίηση των ονομάτων τους, οι διευθυντές της Μοσάντ διατηρούσαν χαμηλό δημόσιο προφίλ. Κάποιες μυστικές επιχειρήσεις αποδίδονταν στην υπηρεσία πληροφοριών μόνο από ξένα μέσα ενημέρωσης.
Όμως, από τότε που ανέλαβε ο Κοέν τη διεύθυνση της Μοσάντ, η κατάσταση άλλαξε. Εμφανίζεται συχνά σε εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου, όπως στην τελετή για τη μετακίνηση της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ και στην υπογραφή των Συμφωνιών του Αβραάμ. Η Μοσάντ έγινε επίκεντρο των ΜΜΕ. Ο Κοέν παίρνει, πλαίσιο αυτό, πολλές επιδοκιμασίες ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις που πραγματοποίησε η υπηρεσία κατά τη διάρκεια της θητείας του.
Ο Κοέν ο οποίος είναι 59 ετών, μεγάλωσε σε μια θρησκευτική σιωνιστική οικογένεια στην Ιερουσαλήμ. Έγινε μέλος της Μοσάντ το 1982 μετά την στρατιωτική του θητεία, ξεκινώντας την καριέρα του ως υπεύθυνος για την στρατολόγηση και το χειρισμό των κατασκόπων. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 έγινε επικεφαλής ενός γραφείου της Μοσάντ σε ευρωπαϊκή χώρα.
Το 2006 ανέλαβε διευθυντής της Tzomet, μονάδας που στρατολογεί πράκτορες και επιτηρεί τις δραστηριότητές τους μέσα στο πεδίο. Μετά από πέντε χρόνια διορίστηκε αναπληρωτής διευθυντής της Μοσάντ. Το 2013 διορίστηκε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας (NSC), όπου έγινε για πρώτη φορά γνωστός στην κοινή γνώμη. Από τον Ιανουάριο του 2016, είναι ο 12ος διευθυντής της Μοσάντ και η θητεία του λήγει του Ιούνιο.
Σχέσεις με μεγιστάνες
Ο αδελφός του Χαίμ πρώην εκτελεστικός διευθυντής στο IDB Group και επί σειρά ετών στέλεχος χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, είναι παντρεμένος με τη Ζεχαβιτ Κοέν, διευθύνων σύμβουλο της εταιρείας ιδιωτικών κεφαλαίων Apax Partners Israel. Όμως, οι επιχειρηματικές διασυνδέσεις του Κοέν ξεπερνούν κατά πολύ την οικογένεια του. Όσοι γνωρίζουν τον επικεφαλής της Μοσάντ λένε ότι πάντα απολάμβανε τη συντροφιά μεγιστάνων.
Ανώτατοι αξιωματούχοι των ισραηλινών υπηρεσιών πληροφοριών και ασφάλειας αναπτύσσουν συχνά σχέσεις με μεγιστάνες και επιχειρηματίες, όταν, όμως, έχουν αποχωρήσει από αυτές. Όμως, ο Κοέν καλλιεργεί σχέσεις με αυτούς ενώ είναι ακόμα στην υπηρεσία. Οι πιο σημαντικές σχέσεις του είναι αυτές με τον παραγωγό και επιχειρηματία του Χόλιγουντ Άρνον Μιλχαν και τον Αυστραλό επενδυτή Τζέιμς Πάκερ.
Ο Μίλχαν εμπλέκεται στην “Υπόθεση 1000” στην οποία ο Νετανιάχου κατηγορείται για απάτη και για αποδοχή δώρων από τον Μίλχαν αξίας περίπου 700.000 shekel (περίπου 210.000 δολαρίων). Ανώνυμη πηγή ανέφερε, σύμφωνα με την εφημερίδα Haaretz, ότι «στη Μοσάντ έχετε την ευκαιρία να καλλιεργήσετε φιλικές σχέσεις με ξένους επιχειρηματίες. Μπορεί να σας ρωτήσουν γιατί συναντάτε τον Μίλχαν και μπορείτε να πείτε ότι αυτό έγινε επειδή βοήθησε την Mοσάντ και έτσι συμβαίνει με άλλους επιχειρηματίες».
Πιστός στο Νετανιάχου
Όμως, η πιο στενή σχέση του Κοέν είναι αυτή που έχει αναπτύξει με το Νετανιάχου. Στις αρχές Μαρτίου σε μια συνέντευξη του με την Αγιάλλα Χάνσον στο Chanell 13, δήλωσε ότι αν σχηματίσει την επόμενη μέρα μετά τις εκλογές κυβέρνηση, θα αναθέσει ρόλο στον Κοέν, ο οποίος αποχωρεί από τη Μοσάντ τον Ιούνιο. Πολλοί αντιλήφθηκαν το σχόλιο σαν υπόσχεση του Νετανιάχου, να δώσει στο Κοέν μια θέση στο υπουργικό Συμβούλιο, ως ανταμοιβή για το πόσο πιστός του είναι.
Όμως, αυτό δεν μπορεί να συμβεί, διότι βάσει νόμου, οι ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι, πρέπει να περιμένουν τρία χρόνια για ενταχθούν στην πολιτική. Ωστόσο, ο Νετανιάχου θα μπορεί να διορίσει τον Κοέν, σε μη πολιτική θέση. Ο Κοέν αναγκάστηκε να κάνει επίσημη δήλωση, με την οποία αρνείται οποιαδήποτε πολιτική σύνδεση με τον Νετανιάχου ή το κόμμα Λίκουντ. Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα, η Walla News ανέφερε ότι ο Κοέν είχε επισκεφθεί το Αμπού Ντάμπι για τρεις ημέρες για να οργανώσει μια επίσκεψη του Νετανιάχου πριν από τις εκλογές της 23ης Μαρτίου, που όμως ακυρώθηκε.
Η σχέση μεταξύ Κοέν και Νετανιάχου διαμορφώθηκε όταν ο πρώτος διορίστηκε επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας (NSC). Πρώην ανώτατος αξιωματούχος του τομέα της άμυνας, ανέφερε όταν ήταν αναπληρωτής διευθυντής της Μοσάντ, ο Κοέν είπε στους συναδέλφους του, ότι ενδιαφέρεται για τη θέση στο NSC, μια φιλοδοξία που εξέπληξε πολλούς. Το NSC θεωρείται ότι δεν έχει επιρροή, αλλά ο αξιωματούχος αναφέρει ότι ο Κοέν το θεωρούσε ως μέσο προσέγγισης του Νετανιάχου, εκτιμώντας ότι του ανοίγεται ο δρόμος για να γίνει επικεφαλής της Μοσάντ. Το NSC υπάγεται στη δικαιοδοσία του Πρωθυπουργικού Γραφείου και αναφέρεται απευθείας στον πρωθυπουργό.
Ο δημοσιογράφος του Chanell 13 Ραβιβ Ντράκερ ανέφερε πρόσφατα ότι με βάση τις δηλώσεις του Μίλχαν και της βοηθού του Χάνταντ Κλέιν στην “Υπόθεση 1000”, ο Κοέν είχε πιέσει μέσω του Μίλχαν για να πάρει την προεδρία του NSC και ότι αυτός είχε πράγματι μιλήσει με το Νετανιάχου για το συγκεκριμένο θέμα. Ο Μίλχαν είπε στον Κοέν ότι η σύζυγος του πρωθυπουργού, Σάρα, εκτιμούσε το πόσο πιστοί ήταν. Ο Κοέν υποσχέθηκε στο Μίλχαν ότι θα ήταν πιστός, σύμφωνα με δήλωση που έκανε ο δεύτερος. Κοέν και ο Νετανιάχου αρνήθηκαν τις αποκαλύψεις του ρεπορτάζ.
Περίεργες παρεμβάσεις
Το θέμα για το πόσο πιστός είναι ο Κοέν στον Νετανιάχου έγινε αντικείμενο σχολιασμού το 2016 από τη δημοσιογραφική εκπομπή του Channel 12 “Uvda”, όπου ο Ν., o οποίος ήταν συνυποψήφιος με τον Κοέν για την ηγεσία της Μοσάντ, δήλωσε ότι του ζητήθηκε από τον Νετανιάχου να τον διαβεβαιώσει εάν θα ήταν πιστός σε αυτόν, εάν έπαιρνε τη θέση. Ο Ν. απάντησε ότι δεν θα του ήταν.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του Κοέν στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (NSC) υπήρξαν τουλάχιστον δύο γεγονότα, στα οποία παρενέβη εκ μέρους του πρωθυπουργού, σε αποφάσεις που ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες και επικρίθηκαν έντονα από τους ειδικούς στον τομέα της ασφάλειας.
Η μια ήταν το σχέδιο της κυβέρνησης για τη διαχείριση της βιομηχανίας φυσικού αερίου, το οποίο εγκρίθηκε στα τέλη του 2015, παρά την αντίθεση στάση του τότε διευθυντή της Αντιμονοπωλιακής Αρχής Ντέιβιντ Τζίλο, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι το σχέδιο θα αποτρέψει την ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής αγοράς φυσικού αερίου και θα βλάψει τα συμφέροντα των καταναλωτών.
Χωρίς την υποστήριξη του Τζίλο, η κυβέρνηση του Νετανιάχου δεν είχε νόμιμο τρόπο να εφαρμόσει το σχέδιο. Για να τον παρακάμψουν, οι αξιωματούχοι επικαλέστηκαν τη ρήτρα 52 του αντιμονοπωλιακού νόμου, που δίνει τη δυνατότητα στο υπουργικό Συμβούλιο να παρακάμψει αντιμονοπωλιακές αποφάσεις σε περίπτωση που αφορά την εθνική ασφάλεια. Αλλά οι αρχηγοί του στρατού και η Μοσάντ δεν ήταν διατεθειμένοι να εκδώσουν απόφαση που θα δικαιολογούσε κάτι τέτοιο.
Ο Κοέν ήταν και αυτός που ανέλαβε δράση. Υπέγραψε τη γνωμοδότηση που παρουσιάστηκε στο υπουργικό Συμβούλιο που δικαιολογούσε τη χρήση της ρήτρας 52. Την επόμενη ημέρα όταν αυτός εμφανίστηκε σε ακρόαση της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Κνεσέτ, ο Νετανιάχου τον όρισε επικεφαλής της Μοσάντ.
Υπόθεση 3000
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Επιτροπής, μια φωτογραφία έδειξε τον Κοέν στους διαδρόμους της Κνεσέτ, να ψιθυρίζει τον Όρλι Μπεν Σαμάι λομπίστα για την εταιρεία ενέργειας Delek Group. Σύμφωνα με πληροφορίες της Haaretz, o Μπέν Σαμάι είπε ότι οι δύο τους ήταν παιδικοί φίλοι. Επιπλέον, ο Κοέν παρενέβη και για την αγορά τεσσάρων σκαφών για την υπεράσπιση των εγκαταστάσεων φυσικού αερίου. Ένα ζήτημα που αποτελεί πλέον μέρος της υπόθεσης για τα υποβρύχια ή «Υπόθεση 3000».
Το υπουργείο Άμυνας έκανε διεθνή διαγωνισμό για τα υποψήφια πλοία τον Ιούλιο του 2014, αλλά το πάγωσε τρεις μήνες αργότερα, αφού το Ισραήλ έλαβε πρόταση από τη γερμανική κυβέρνηση να επιδοτήσει το κόστος των σκαφών, υπό την προϋπόθεση ότι θα κατασκευάζονται από τη γερμανική εταιρεία ThyssenKrupp. Η «Υπόθεση 3000» επικεντρώνεται στο κατά πόσον ο Νετανιάχου διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο να παγώσει η προσφορά.
Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του στρατηγού Νταν Χάρελ, τότε γενικού διευθυντή του υπουργείου Άμυνας, ο Κοέν τον πίεσε να την ακυρώσει. «Καθ ‘όλη τη διαδικασία προμήθειας των σκαφών, υπήρξε κατάφωρη παρέμβαση από διάφορους φορείς που υπάγονταν στο Πρωθυπουργικό Γραφείο, πρώτα απ’ όλα από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (NSC)… Παρόλο που έχω διατελέσει σε πολλές θέσεις στις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) και σε θέσεις για τις προμήθειες εξοπλισμών, από την πολιτική πλευρά του υπουργείου Άμυνας, δεν είχα ποτέ βιώσει ούτε καν ακούσει γεγονότα τέτοιου είδους που σας περιέγραψα παραπάνω».
Ο Χάρελ επισημαίνει στην ένορκη κατάθεση ότι ο Κοέν, ως επικεφαλής του NSC, είχε συμφωνήσει με το κατεστημένο της άμυνας, ότι οι IDF χρειαζόταν πέντε υποβρύχια, σε αντίθεση με το αίτημα του Νετανιάχου για περισσότερα. Αλλά, ο Χάρελ αναφέρει ένα παράξενο περιστατικό. Ο Κοέν συμμετείχε στη σύνταξη μνημονίου συμφωνίας με τη γερμανική κυβέρνηση σχετικά με τις μελλοντικές αγορές υποβρυχίων από την ThyssenKrupp για την αντικατάσταση υποβρυχίων που χρησιμοποιούνται τώρα.
Με τον τρόπο αυτό, ισχυρίζεται ο Χάρελ ότι o Κοέν είχε εντολή από το Νετανιάχου, να ενεργήσει πίσω από τις πλάτες του αμυντικού κατεστημένου. Αυτό αποκαλύφθηκε στο Χάρελ από τον Τζέικοπ Νάιτζελ πρώην πρόεδρο του NSC τον Φεβρουάριο του 2016, όταν ο τελευταίος έδειξε στον Χάρελ ένα έγγραφο που ετοίμασε ο Κοέν, όταν αυτός ήταν πρόεδρος του NSC, το οποίο και στάλθηκε στους Γερμανούς. Ο Νάιτζελ, σύμφωνα με την ένορκη κατάθεσή του, ζήτησε από τον Χάρελ να μην δείξει το έγγραφο στον τότε υπουργό Άμυνας Μόσε Γιαλόν.
Σύμφωνα με τον Χάρελ το έγγραφο περιλάμβανε «ένα διάγραμμα σε σχήμα βέλους που σημείωνε τις ημερομηνίες αντικατάστασης των υποβρυχίων που θα γίνονταν μέλλον. Ο Νάιτζελ με ρώτησε αν εγώ ήμουνα ενημερωμένος για τη σχέση που υπήρχε για αυτό το ζήτημα μεταξύ του NSC και Γερμανών αξιωματούχων και του απάντησα ότι κανείς στο υπουργείο Άμυνας ή στις Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF) δεν γνωρίζει κάτι τέτοιο. Είχα την εντύπωση ότι ο Νάιτζελ έμεινε έκπληκτος όταν άκουσε την απάντηση».
Ταξίδια και πούρα
Όσον αφορά τους επιχειρηματίες, οι πιο σημαντικές σχέσεις του Κοέν είναι με τους Μίλχαν και Τζέιμς Πάκερ. Οι σχέσεις μεταξύ Μίλχαν και Κοέν δημιουργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 στο πλαίσιο των σχέσεων του Μίλχαν με τη Μοσάντ. Ο Μίλχαν, σύμφωνα με όσα είπε στους ανακριτές στην “Υπόθεση 1000”, ήταν αυτός που σύστησε τον Πάκερ στον Κοέν, όταν ήταν επικεφαλής του NSC.
Η σχέση μεταξύ Πάκερ και Κοέν βγήκε στα πρωτοσέλιδα στο πλαίσιο της “Υπόθεσης 1000” όταν στα τέλη του 2018 αποκαλύφθηκε ότι ο Πάκερ αγόρασε για τον Κοέν επτά εισιτήρια αξίας χιλιάδων σέκελ, για την παράσταση που θα έδινε η τραγουδίστρια Μαράια Κάρει στο Ισραήλ, πρώην αρραβωνιαστικιά του Πάκερ. Αναφέρθηκε ότι ο Κοέν έμεινε στο δωμάτιο που είχε ο Πάκερ σε ξενοδοχείο στο Τελ Αβίβ, την ίδια στιγμή που ο Γιάιρ Νετανιάχου, ο γιος του πρωθυπουργού, έμενε στο ξενοδοχείο. Ο Κοέν κλήθηκε στην Επιτροπή Πολιτικής Υπηρεσίας για έρευνα, αλλά ο γενικός εισαγγελέας αποφάσισε να μην συνεχίσει την υπόθεση.
Η Χάντας Κλέιν, βοηθός του Μίλχαν είπε στους διεξάγων την έρευνα ότι ο Κοέν θα έρχονταν να κολυμπήσει στην πισίνα του Πάκερ στην Καισάρεια και ότι θα κάπνιζε τα πούρα του. Η Κλέιν ανέφερε ότι ο Κοέν φοβόταν μήπως ο Νετανιάχου μάθαινε για τις επισκέψεις και ακύρωσε μία από αυτές, όταν ανακάλυψε ότι η Σάρα Νετανιάχου πήγαινε να επισκεφθεί τον Αυστραλό δισεκατομμυριούχο.
Η Κλέιν κατέθεσε επίσης ότι ο Κοέν της είπε ότι σε μια περίπτωση αγόρασε ο ίδιος πούρα για το Νετανιάχου αξίας 1.800 σέκελ (540 δολάρια)για τον Νετανιάχου. Όμως, ο Κοέν το αρνήθηκε. Οι σχέσεις Πάκερ και Μίλχαν έγιναν σημαντικές προς το τέλος της θητείας του Κοέν ως επικεφαλής του NSC. Σύμφωνα με έναν πρώην ανώτατο αξιωματούχος του τομέα της άμυνας, ο Κοέν πήγε διακοπές τριών εβδομάδων κατά τη διάρκεια της οποίας ήλθε σε επαφή με την BSI, μια εταιρεία για την ασφάλεια του κυβερνοχώρου που συνδέεται με τους Πάκερ και Μίλχαν, για να αναλάβει διευθυντής ή συνεργάτης της εταιρείας.
Μεγιστάνες και δωρεές
Ο Μίλχαν ξεκίνησε τη BSI το 2008 μαζί με τον Ινδό δισεκατομμυριούχο Ράταν Τάτα. Ο Ταμίρ Πάρντο, προκάτοχος του Κοέν στη Μοσάντ ανέφερε στους ανακριτές της “Υπόθεσης 1000” ότι το 2011 ο Mίλχαν ζήτησε από τον Πάρντο να συναντηθεί με τον Τάτα και από τον Κοέν να είναι παρών στη συνάντηση αυτή. Ο Πάρντο το αρνήθηκε.
Ο Κοέν είχε αναπτύξει σχέσεις και με αλλους μεγιστάνες, όπως τον Αβραάμ (Ραμί) Ουνγκάρ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ο Άβιραμ Χαλεβί, πρώην υποδιοικητής της ελίτ των κομάντο Sayeret Matkal, του έκλεψε εμπορικά μυστικά χακάροντας τους υπολογιστές του. O Ουνγκάρ έστειλε πρώην ανώτατους διοικητές στο Χαλεβί για να τον πείσει να αλλάξει πλευρά και να καταθέσει για λογαριασμό του. Ένα από τους απεσταλμένους ήταν και ο Κοέν.
Τον Μάρτιο του 2013, ο τότε αναπληρωτής διευθυντής της Μοσάντ, ήρθε σε επαφή με τον Χαλεβί και του ανέφερε ότι ο Ντόρι Κλαγκμπαλντ, δικηγόρος του Ούνγκαρ, ήθελε να συναντηθεί μαζί του. «Η συμμετοχή του Κοέν μου φαινόταν πολύ παράξενη», είπε ο Χαλεβί στην κατάθεσή του. «Ήταν αναπληρωτής διευθυντής της Μοσάντ. Δεν είναι σίγουρο ότι κατάλαβε τις επιπτώσεις της συμμετοχής του».
Ο Κοέν αρνήθηκε να καταθέσει στη δίκη. Όμως, σε απάντηση στους δικηγόρους του Χαλεβί, επιβεβαίωσε ότι όντως είχε επικοινωνήσει με αυτόν σχετικά με το αίτημα του Κλάγκμπαλντ.
Αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι μεταξύ του 2011 και του 2013 ο Ούνγκαρ δώρισε 1,1 εκατομμύρια σέκελ στη συναγωγή Modi’in, όπου προσεύχεται ο Κοέν. Ορισμένες από τις δωρεές μεταφέρθηκαν μέσω μιας εταιρείας στον Παναμά, η οποία δεν συνδέεται άμεσα με τον Ούνγκαρ. Όμως, και άλλοι δισεκατομμυριούχοι έκαναν δωρεές στην ίδια συναγωγή. Ένας από αυτούς είναι ο Ισραηλινός επιχειρηματίας Μάτι Κοτσάβι, ο οποίος δραστηριοποιείται στον Κόλπο, κυρίως στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.