Η γεωπολιτική διολίσθηση της Τουρκίας και ο Ελληνισμός
04/10/2017του Άγγελου Συρίγου –
Θα παραμείνει η Τουρκία στο ΝΑΤΟ; Θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένας είδος Πακιστάν; Οι καινοφανείς και ραγδαίες εξελίξεις στη γείτονα χώρα οδηγούν σε σκέψεις που πριν λίγες εβδομάδες θα φάνταζαν αδιανόητες.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας οι διώξεις κατά των Γκιουλενικών έχουν φτάσει σε κλίμακα αντίστοιχη των εκκαθαρίσεων του Στάλιν κατά των εσωκομματικών του αντιπάλων μετά το 1926. Εχθροί είναι οι χθεσινοί αδελφοί που βρίσκονται αποκλειστικώς μέσα στους κόλπους των ισλαμιστών.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Ερντογάν μετέτρεψε με το οριακό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος την προεδρευομένη Δημοκρατία σε προεδρική. Η Τουρκία διολισθαίνει σταθερά σ’ ένα ιδιότυπο ισλαμικό συντηρητισμό. Περισσότερο τείνει προς ένα σουνιτικό Ιράν όπου θα υπάρχουν εκλογές, αλλά δεν θα υπάρχουν ισχυρές αντίθετες φωνές.
Στο εξωτερικό πεδίο η Τουρκία για πρώτη φορά από την ένταξη της στο ΝΑΤΟ το 1952 θεωρείται ότι είναι επισφαλής για τα δυτικά συμφέροντα. Αλάνθαστος δείκτης είναι η συζήτηση για απόσυρση των νατοϊκών πυρηνικών που είναι αποθηκευμένα στην βάση του Ιντσιρλίκ.
Η επιλογή της χώρας που αποθηκεύονται πυρηνικά όπλα συνδέεται με τη γεωγραφική της θέση, αλλά προϋπόθεση είναι η προσήλωσή της στη Δυτική Συμμαχία. Ένα άλλο σημείο ενδιαφέροντος είναι ότι μετά την προσέγγιση και σύμπλευση του Ερντογάν με τον Πούτιν, Τουρκία και Ιράν εμφανίζονται να συνεργάζονται έναντι του κουρδικού αλυτρωτισμού.
Ο κουρδικός παράγοντας
Οι ΗΠΑ μπορεί να συνέστησαν στον Μπαρζανί να μην προχωρήσει στο δημοψήφισμα, αλλά είναι πολύ δύσκολο να εγκαταλείψουν τον κουρδικό παράγοντα, με βάση τον οποίο έχουν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 κάνει τους σχεδιασμούς τους στην περιοχή. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται από το γεγονός ότι παρά τη σφοδρή αντίδραση της Άγκυρας εξακολουθούν να ενισχύουν συστηματικά τους Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι είναι κοινό μυστικό ότι συνδέονται με το PKK.
Παρά την έκδηλη δυτική καχυποψία, ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Ευρωπαίοι θα ήθελαν (θα άφηναν) την Τουρκία να φύγει από το ΝΑΤΟ. Διαθέτει σημαντικότατο γεωπολιτικό οικόπεδο. Ο Ερντογάν το γνωρίζει. Εκτός από την καχυποψία του για τον ρόλο της Ουάσιγκτον στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, επιδιώκει να δημιουργήσει κλίμα ανησυχίας στη Δύση και να αποσπάσει ανταλλάγματα.
Πρόκειται περί κλασικής τουρκικής τακτικής. Κάτι ανάλογο είχε γίνει και κατά την περίοδο των συζητήσεων για τα σχέδια Άτσεσον. Τον Ιούλιο του 1964, η Άγκυρα είχε επιτρέψει, καθ’ υπέρβαση της Συμβάσεως του Μοντρέ του 1936, τον διάπλου των Στενών από σοβιετικά πολεμικά που ενίσχυαν την παρουσία της τότε ΕΣΣΔ στη Μεσόγειο. Επίσης, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Τουρκία είχε λάβει περισσότερη σοβιετική βοήθεια από οποιανδήποτε χώρα του Τρίτου Κόσμου.
Η παλαιά στρατηγική είναι νεκρή
Δυστυχώς, οι εξελίξεις στην Τουρκία μπορούν να επηρεάσουν την Ελλάδα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κράτος της ΕΕ. Ας έχουμε κατά νου ότι παρά τα σοβαρότατα προβλήματα της Τουρκίας με τους Κούρδους και τη Συρία, οι δύο από τις τέσσερις στρατιές της χώρας εξακολουθούν να βλέπουν στο Αιγαίο και στη Θράκη, όπου βρίσκονται και τα πλέον σύγχρονα τουρκικά τεθωρακισμένα.
Επιπλέον, το 10% του τουρκικού στρατού είναι εγκατεστημένο πάνω στην Κύπρο, παρ’ ότι οι Ελληνοκύπριοι έχουν ανύπαρκτες επιθετικές δυνατότητες. Και όπως φάνηκε ξεκάθαρα στις δύο διασκέψεις των προηγουμένων μηνών αυτού τους για το Κυπριακό, η Άγκυρα θεωρεί αδιαπραγμάτευτη την συνέχιση της στρατιωτικής παρουσίας της στην Μεγαλόνησο.
Η ελληνική στρατηγική έναντι της Τουρκίας βασίσθηκε μετά το 1999 στον σταδιακό εξευρωπαϊσμό της. Σήμερα, η ευρωπαϊκή προοπτική της είναι νεκρή. Καλούμαστε, λοιπόν, να σχεδιάσουμε εκ νέου τη στρατηγική μας με ρεαλισμό. Με τον ίδιο άλλωστε ρεαλισμό αντιμετωπίσαμε και το καθεστώς Σίσι στην Αίγυπτο παρ’ ότι είχε ανατρέψει τον εκλεγμένο πρόεδρο Μόρσι.
Αντικρουόμενα συμφέροντα
Ας έχουμε επίσης κατά νου ότι οι τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας επί της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν οφείλονται σε προκαταλήψεις και πολύ περισσότερο σε παρεξηγήσεις. Οφείλονται σε αντικρουόμενα συμφέροντα, σχετικώς με τον ρόλο που επιθυμεί κάθε χώρα να διαδραματίσει στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια.
Στη γεωπολιτική σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου ο Ελληνισμός, όπως εκφράζεται μέσα από τις κρατικές οντότητες της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας, διαθέτει δύο κρίσιμα ερείσματα. Την Κύπρο, που μας φέρνει σε επαφή με τα κράτη της Μέσης Ανατολής, και το Αιγαίο, στο οποίο η απόλυτη ελληνική κυριαρχία οδηγεί σε πλήρη έλεγχο των περασμάτων προς τον Εύξεινο Πόντο.
Αυτά τα δύο στοιχεία προσπαθεί να ακυρώσει η τουρκική πολιτική, διότι συγκρούονται με τη δική της αντίληψη για τον ρόλο που θέλει να διαδραματίσει στην περιοχή. Η Τουρκία θεωρεί παγίως πως Ελλάδα και Κύπρος παρεμβαίνουν στον ζωτικό χώρο της και προσπαθεί να περιορίσει τις δύο αυτές χώρες από την άσκηση των δικαιωμάτων τους.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο ο γελοιογράφος Κυρ είχε σχεδιάσει τον ιδανικό χάρτη της περιοχής μας: ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία είχε τοποθετήσει την Ελβετία. Την ίδια περίοδο ο παλαίμαχος διπλωμάτης Βύρων Θεοδωρόπουλος είχε πει ότι υπάρχουν τρεις τρόποι να σκεφτόμαστε την Τουρκία: Πρώτον, είμαι δυστυχής που έχω την Τουρκία ως γείτονα. Δεύτερον, έχω την Τουρκία ως γείτονα. Τρίτον, είμαι ευτυχής που έχω την Τουρκία ως γείτονα. Στόχος μας, έλεγε, είναι η δεύτερη κατάσταση. Απέχουμε πολύ ακόμη.