“Βόμβα” για πολλές δυτικές κυβερνήσεις οι Ταλιμπάν
21/08/2021Σε “βόμβα” για τις κυβερνήσεις πολλών δυτικών χωρών κινδυνεύουν να μετατραπούν οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν, κυρίως εξαιτίας του αιφνιδιασμού της Δύσης από την ταχύτατη επέλαση των Ταλιμπάν. Πρώτος ο Μπάιντεν βρέθηκε στο επίκεντρο της κριτικής για την απόφασή του να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα, ενώ γκρίνια υπάρχει και στο Λονδίνο και στο Βερολίνο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, ο οποίος κατηγορείται από Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους βουλευτές ότι δεν έδρασε αρκετά γρήγορα για να απομακρύνει τους ευάλωτους ανθρώπους από το Αφγανιστάν απευθύνθηκε απόψε στον αμερικανικό λαό, για δεύτερη φορά μεσα σε λίγες ημέρες.
Η επιχείρηση εκκένωσης στην Καμπούλ είναι μια από τις «πιο δύσκολες της ιστορίας» είπε, αναφέροντας ότι οι ΗΠΑ έχουν περίπου 6.000 στρατιώτες στο Αφγανιστάν και ότι ήδη απομάκρυναν από τη χώρα 13.000 ανθρώπους. Παραλλήλως, υποσχέθηκε ότι όσοι Αμερικανοί το επιθυμούν θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ τόνισε ότι εργάστηκε για την απομάκρυνση 204 Αμερικανών δημοσιογράφων. Είπε επίσης οι ΗΠΑ είναι σε συνεχή επαφή με τους Ταλιμπάν ενώ συνεχίζεται η εκκένωση, αλλά ότι ο ίδιος δεν μπορεί να εγγυηθεί ποιο θα είναι το «τελικό αποτέλεσμα» της επιχείρησης εκκένωσης στην Καμπούλ.
Ο Μπάιντεν και το ΝΑΤΟ
Ανέφερε πάντως ότι Αμερικανοί πολίτες παρεμποδίζονται από τους Ταλιμπάν στην διαδρομή τους προς το αεροδρόμιο και ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν αμερικανικά στρατεύματα στην επιχείρηση εκκένωσης. Εκτίμησε επίσης ότι η επέκταση της ζώνης ασφαλείας έξω από την υφιστάμενη περιοχή του αεροδρομίου θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες και ότι οι Αφγανοί σύμμαχοι των ΗΠΑ μπορούν να φύγουν έως τις 31 Αυγούστου.
Σε ό,τι αφορά την κριτική για πλήγμα στην αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Αμερικανός πρόεδρος είπε ότι αυτή δεν αμφισβητείται από τους συμμάχους. Ο Μπάιντεν είχε δηλώσει, ωστόσο, νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ότι τα αμερικανικά στρατεύματα μπορεί να παραμείνουν για μεγαλύτερο διάστημα στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, δηλαδή και μετά τις 31 Αυγούστου, εάν αυτό κριθεί αναγκαίο για την ασφαλή αποχώρηση όσων θέλουν να φύγουν.
Ανάλογο αίτημα έθεσαν και πολλοί υπουργοί Εξωτερικών κρατών μελών της Συμμαχίας στη σύνοδο του ΝΑΤΟ. Το επιβεβαίωσε και ο Στόλτενμπεργκ, δηλώνοντας μετά τη Σύνοδο, ότι οι ΗΠΑ έχουν πει πως υπάρχει περιθώριο μέχρι τις 31 Αυγούστου, στόσο αρκετοί σύμμαχοι ζητούν να δοθεί, ενδεχομένως, χρονική παράταση. Η δήλωση του ΓΓ του ΝΑΤΟ είναι, ίσως, ενδεικτική του κλίματος που επικράτησε στη Σύνοδο, όπου πιθανότατα καταγράφηκε κριτική διάθεση για τους χειρισμούς.
Στην τελική ανακοίνωση τονίστηκε βέβαια η ενότητα «στη βαθιά ανησυχία για τα σοβαρά γεγονότα στο Αφγανιστάν» και ζητήθηκε ο άμεσος τερματισμό της βίας και ο σεβασμός των δικαιωμάτων όλων των Αφγανών. Εστάλη επίσης η προειδοποίηση ότι η Συμμαχία δεν θα επιτρέψει απειλές από κανέναν τρομοκράτη και επισημάνθηκε ότι «υπό τις τρέχουσες συνθήκες, το ΝΑΤΟ ανέστειλε κάθε υποστήριξη προς τις αφγανικές αρχές». Πληροφορίες θέλουν πάντως τον Στόλτενμπεργκ να μίληση ακόμη και για ανάληψη ευθύνης, αλλά και διερεύρνηση λαθών, κάθως οι διαφωνίες δεν αφορούσαν μόνον το χρονοδιάγραμμα εκκένωσης, αλλά και τις προβλέψεις, τόσο των ΗΠΑ όσο και της Συμμαχίας, που ήταν κάτι παραπάνω από άστοχες.
Εντωμεταξύ, το αμερικανικό Πεντάγωνο αποκάλυψε σήμερα ότι η φωτογραφία που έγινε viral, καθώς δείχνει εκατοντάδες στοιβαγμένους Αφγανούς, ήταν από μεταγωγικό αεροσκάφος C-17 Globemaster III, το οποίο μετέφερε από την Καμπούλ συνολικά 823 πολίτες του Αφγανιστάν. Πρόκειται για αριθμό ρεκόρ, καθώς είναι υπερδιπλάσιος της κανονικής χωρητικότητάς του. Ωστόσο, ούτε η φωτογραφία ούτε ο τρόπος με τον οποίο την παρουσίασε η στρατιωτική διοίκηση κατάφεραν να αμβλύνουν τις επικρίσεις κατά του Μπάιντεν για την χαοτική κατάσταση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ.
Στα δύσκολα η Μέρκελ
Προβλήματα και κριτική δεν αντιμετωπίζει όμως μόνον ο Μπάιντεν. Στη Γερμανία, όπου η Μέρκελ έριξε τα “καρφιά” της για τον Αμερικανό πρόεδρο στην πρώτη αντίδρασή της για τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, σήμερα ο Σοσιαλδημοκράτης (SPD) υπουργός της επί των Εξωτερικών τα έβαλε με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (BND). Ο Μάας, σε δηλώσεις του στο “Spiegel”, είπε ότι θεωρεί συνυπεύθυνη την BND, όπως και άλλες υπηρεσίες, για την παταγώδη αποτυχία στο Αφγανιστάν, εξαιτίας των λανθασμένων εκτιμήσεών της.
«Αυτό δεν θα μπορούσε να μείνει χωρίς συνέπειες για τη λειτουργία των γερμανικών υπηρεσιών πληροφοριών» είπε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, προσθέτοντας ότι «οι μυστικές υπηρεσίες λάμβαναν λανθασμένες εκτιμήσεις η μία από την άλλη» και ότι «αυτό πρέπει να αλλάξει και στο μέλλον, οι πληροφορίες άλλων υπηρεσιών θα πρέπει να επανελέγχονται πολύ εντατικά».
Ο Μάας, ο οποίος είναι υπέρ της ενίσχυσης του ευρωπαϊκού πυλώνα του ΝΑΤΟ, επανέλαβε αυτή τη θέση του, κάνοντας λόγο και για ανεξαρτητοποίηση από τις επιλογές της Ουάσιγκτον. «Πρέπει να συζητήσουμε πολύ πιο πολιτικά πριν στείλουμε τους στρατιώτες μας οπουδήποτε. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να ακολουθούμε πάντα τις αποφάσεις της Ουάσινγκτον, ανεξάρτητα από το ποιος είναι πρόεδρος εκεί» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών φέρεται όμως, σύμφωνα με την διαδικτυακή πύλη “Business Insider” που επικαλείται κυβερνητικούς κύκλους, ότι είχε προειδοποιήσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για την έλλειψη μαχητικής ετοιμότητας του αφγανικού στρατού ήδη από το τέλος του 2020 και ότι το επανέλαβε στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Βλέπουν συνεργασία με Ταλιμπάν
Μέσα στο χάος χτύπησε και ο Σόιμπλε, ο οποίος, αφού χαρακτήρισε «απολύτως ζοφερή» την κατάσταση στο Αφγανιστάν είπε ότι όλα τα δυτικά κράτη έκαναν λάθος εκτίμηση για την επέλαση των Ταλιμπάν. Ο πρόεδρος της Oμοσπονδιακής Βουλής πρόσθεσε επίσης ότι ήταν σαφές πως το τοπικό προσωπικό έπρεπε να απομακρυνθεί, «αλλά η απομάκρυνση των Γερμανών μοιάζει διαβολεμένα με απόδραση».
«Θυμίζει τις φωτογραφίες της Σαϊγκόν» είπε για να συμπληρώσει ότι «η επόμενη ομοσπονδιακή Βουλή θα ασχοληθεί με αυτό». Ο Σόιμπλε τάχθηκε πάντως υπέρ των διαπραγματεύσεων με τους Ταλιμπαν, αναφέροντας ότι εμπειρογνώμονες και από οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών του μετέφεραν ότι αυτό είναι δυνατό. «Το θεωρώ εύλογο» είπε και πρόσθεσε ότι «σε κάθε περίπτωση δεν έχουν γίνει ακόμη σφαγές από τους Ταλιμπάν».
Δυσκολίες αντιμετωπίζει και ο Τζόνσον, ο οποίος δήλωσε σήμερα ότι η Βρετανία θα εργαστεί με τους Ταλιμπάν, εάν χρειαστεί, ενώ εξέφρασε την απόλυτη στήριξή του στον υπουργό Εξωτερικών Ράαμπ, την παραίτηση του οποίου ζητά η αντιπολίτευση, κατηγορώντας τον ότι δεν αντέδρασε άμεσα στην κρίση. Αφορμή στάθηκαν δημοσιεύματα του βρετανικού Τύπου, τα οποία αναφέρουν ότι υπάλληλοι του υπουργείου Εξωτερικών συνέστησαν στον Ράαμπ, δύο ημέρες πριν την πτώση της Καμπούλ, να επικοινωνήσει με τον Αφγανό ομόλογό του, για την επιτάχυνση της απομάκρυνσης τω Αφγανών που συνεργάστηκαν με βρετανούς αξιωματούχους.
Σύμφωνα με τα βρετανικά ΜΜΕ, το τηλεφώνημα δεν έγινε ποτέ, καθώς ο Βρετανός υπουργός βρισκόταν σε διακοπές στη Κρήτη και το ανέθεσε σε έναν από τους υφυπουργούς του. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το τηλεφώνημα δεν μπόρεσε να γίνει, εξαιτίας της πολύ γρήγορης επέλασης των Ταλιμπάν, οι Εργατικοί όμως τον κατηγορούν ότι ήταν «ξαπλωμένος στη σεζλόνγκ του, την ώρα που οι Ταλιμπάν έκαναν προέλαση».