Μια άγνωστη πτυχή της ελληνικής αρχαιολογίας
11/07/2022Τον Ιούλιο του 1928 έφυγε από τη ζωή ο Παναγής Καββαδίας, ένας από τους ήρωες της ελληνικής αρχαιολογίας. Γεννημένος στον Κοθρέα Κεφαλλονιάς το 1850, χρημάτισε γενικός έφορος αρχαιοτήτων επί πολλά χρόνια (1885-1909), ανασκαφέας στη βόρεια κλιτύ της Ακροπόλεως (1896-1909, με διακοπές), οργανωτής του πρώτου Μουσείου της, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του Μουσείου της Επιδαύρου, ιδρυτής του ανεκτίμητου Αρχαιολογικού Δελτίου (1885), καθηγητής Ιστορίας της Αρχαίας Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1904-22) και ακαδημαϊκός (1926).
Οφείλουμε χάριτες στον οτρηρό γενικό γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ακαδημαϊκό Βασίλειο Χ. Πετράκο (γενν. 1932), ο οποίος –μεταξύ άλλων πονημάτων του– έχει συντάξει το βιβλίο “Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία”. Η ιστορία των 150 χρόνων της, 1837-1987 (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 104, Αθήνα 1987), στο οποίο διασώζει πληθώρα στοιχείων για την ελληνική αρχαιολογία.
Εκτός λοιπόν από την επίπονη στρωματογραφική έρευνα στο αρχαιολογικό πεδίο, υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, εκείνος των θαμμένων ή εξαφανισμένων εγγράφων, που μαρτυρεί πολλά. Δύο τέτοια έγγραφα έφερε η τύχη μπροστά μας. Το πρώτο το υπογράφει ο Καββαδίας. Χρονολογείται το 1899, απευθυνόμενο προς τον έφορο αρχαιοτήτων Δημήτριο Φίλιο (1844-1907). Αναφέρεται στην προσφορά από την Pauline de Rafélis Saint-Sauveur, μαρκησία de Laborde (1876-1954) εκμαγείου κεφαλής από τον Παρθενώνα, στο οποίο ο υπουργός των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Αντώνιος Μομφεράτος (1852-1924) απαντά ότι θα βρει τη θέση του στην αίθουσα των γλυπτών του Παρθενώνα με την επιγραφή “Εδωρήθη υπό της Μαρκησίας de Laborde”.
Το έγγραφο του Καρούζου
Δεν ήταν, όμως, μόνον ο Καββαδίας που συνέβαλε στον εμπλουτισμό των σχετικών με τον αρχαιολογικό χώρο της Ακροπόλεως ευρημάτων. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1925, ο νέος από την Άμφισσα επιμελητής αρχαιοτήτων Χρήστος Καρούζος (1900-1967) παρέδωσε με έγγραφό του στον αρχαιοφύλακα του χώρου ένα αργυρό σώμα (κάλυμμα) εικόνας της Θεοτόκου, δύο αργυρά καντήλια, ένα μικρό αργυρό καντήλι, και τριακόσια τριάντα τέσσερα (334) μικρά αργυρά αφιερώματα (τάματα). Όλα προέρχονταν από τους πέριξ της Ακροπόλεως ναούς.
Το ενδιαφέρον του Καρούζου –την περιπέτεια της ελληνικής αρχαιολογίας στον βίο του οποίου την έχει παρουσιάσει ο Β. Χ. Πετράκος στο ομότιτλο βιβλίο του (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 150, Αθήνα 1995)– για τα βυζαντινά αποδεικνύεται και από τη μετάφραση του βιβλίου του βυζαντινολόγου Karl Krumbacher (1856-1909) “Βυζαντινή Λογοτεχνία” (Επιστήμη και Τέχνη, Μεσαιωνικά 1, Στοχαστής, Αθήνα 1925).
Αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ ο Καρούζος υπογράφει το υπηρεσιακό έγγραφο σε καθαρεύουσα, χωρίς να το έχει γράψει ο ίδιος, όπως φαίνεται από τον γραφικό χαρακτήρα της υπογραφής του, στη μετάφραση του βιβλίου του Krumbacher χειρίζεται άριστα μια κρουστή δημοτική…