Συνταγματική αναθεώρηση και πολιτικό σύστημα
01/12/2018Αν θα θέλαμε να εξειδικεύσουμε το τι μπορεί να σημαίνει μια τολμηρή και συνάμα ρεαλιστική συνταγματική πολιτική στο πεδίο του πολιτικού συστήματος, θα μπορούσαμε να σταθούμε ιδίως στα ακόλουθα:
Α. Την αποκατάσταση του Προέδρου της Δημοκρατίας στον ρόλο του ρυθμιστή του πολιτεύματος, κατά τρόπον όμως ώστε να μην μπορεί να υπηρετεί, πλέον, ιδιοτελείς προσωπικές στρατηγικές. Αυτό σημαίνει εν πρώτοις ανάκτηση μεγάλου μέρους –αλλά όχι όλων– των παλαιών αρμοδιοτήτων του, σε συνδυασμό με την καθιέρωση ορισμένων νέων, όπως η ανάδειξη της ηγεσίας των ανώτατων Δικαστηρίων, μεταξύ περισσότερων προτεινόμενων υποψηφίων –είτε από την κυβέρνηση είτε από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής είτε ενδεχομένως και από μια Γερουσία, σύμφωνα με τα παρακάτω– καθώς και η ανάδειξη των ηγεσιών των Ανεξάρτητων Αρχών, αν μέσα σε τακτή προθεσμία δεν έχει επιτευχθεί η πλειοψηφία 4/5 στην Διάσκεψη των Προέδρων (ή, εναλλακτικά, στη Γερουσία), προκειμένου να σταματήσει η γελοιοποίηση της ισχύουσας διαδικασίας.
Β. Την αλλαγή του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, με την καθιέρωση μιας διαδικασίας που θα εγγυάται έμμεση μεν αλλά και ευρεία δημοκρατική νομιμοποίηση, από μια Βουλή, ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα ιδιοτελών μικροπολιτικών μεθοδεύσεων. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί, πάντως, ότι τόσο η πρόβλεψη, εναλλακτικά, άμεσης εκλογής, αν αποτύχει η τρίτη ψηφοφορία (που θέλει πλειοψηφία 3/5), όσο και η απευθείας καθιέρωση άμεσης εκλογής, είναι συμβατές με το πολίτευμα της προεδρευόμενης δημοκρατίας, όπως δείχνει το παράδειγμα άλλων χωρών.
Ωστόσο, επειδή οι πρόσφατες διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις δείχνουν ότι βαδίζουμε σε εποχές που ευνοούν την σύνδεση της άμεσης εκλογής με μια λαϊκιστική και πλειοψηφική παραφθορά της Δημοκρατίας, τείνω πλέον προς την θέση ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην χώρα μας δεν πρέπει να έχει οποιονδήποτε θεσμικό πειρασμό που θα τον ωθεί να υπερβαίνει τον –αναβαθμιστέο, κατά τα ανωτέρω– ρυθμιστικό του ρόλο και να διεκδικεί εξουσίες που προσιδιάζουν σε μια ιδιότυπη δυαρχία.
Κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποφευχθούν όχι μόνον αρμοδιότητες, όπως αυτές που του απένεμε το Σύνταγμα πριν από την αναθεώρηση του 1986 (πχ παύση της κυβέρνησης, διάλυση της Βουλής, για λόγους «προφανούς δυσαρμονίας με το λαϊκό αίσθημα» και κύρωση των νόμων), αλλά και εκλογικές διαδικασίες, ως προς την ανάδειξή του, που θα μπορούσαν να του παράσχουν, στο όνομα μιας άμεσης λαϊκής νομιμοποίησης, εφαλτήριο για αμφισβήτηση του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Εν όψει όλων αυτών, ως προτιμότερο τρόπο εκλογής θεωρώ –πλέον– την ψήφιση του Προέδρου τουλάχιστον από τα 3/5 των βουλευτών (αν δεν επιτευχθούν τα 2/3), έστω και με αλλεπάλληλες ψηφοφορίες, κατά το ιταλικό πρότυπο. Εναλλακτικά, δε, αν δεν συμπληρωθούν τα 3/5, θα μπορούσε να ανατεθεί η εκλογή –έστω και με απόλυτη πλειοψηφία– σε ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, το οποίο θα απαρτίζεται όχι μόνον από τους βουλευτές, αλλά και από τους αιρετούς της αυτοδιοίκησης (δημάρχους και περιφερειάρχες), όπως ίσχυε, σε κάποιο βαθμό, με το γαλλικό Σύνταγμα του 1958.
Αμφότερες οι επιλογές, παρά τα όποια προβλήματά τους, διασφαλίζουν πρώτον το ότι ο Πρόεδρος θα εκλέγεται από μια Βουλή και δεύτερον το ότι θα διαθέτει, λόγω της ευρείας δημοκρατικής του νομιμοποίησης, την αναγκαία αξιοπιστία για να λειτουργεί, ταυτόχρονα, τόσο ως διαιτητής, στις κομματικές διαμάχες, όσο και ως θεσμικό αντίβαρο στον πρωθυπουργοκεντρισμό.
Γ. Την λελογισμένη και πολλαπλά εγγυημένη καθιέρωση θεσμών άμεσης λαϊκής συμμετοχής (δημοψήφισμα και λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία), που θα εμβολιάσουν με συμμετοχικές διαδικασίες το κουρασμένο σώμα και τα αργά αντανακλαστικά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ανατρέποντας τις ολιγαρχικές λογικές των «τεχνικών της εξουσίας» και φέρνοντας ένα φρέσκο αέρα ανανέωσης και ανανοηματοδότησης των δημοκρατικών θεσμών.
Το προβλεπόμενο σήμερα δημοψήφισμα θα μπορούσε να διευρυνθεί, ώστε η σχετική πρωτοβουλία να ανήκει: Πρώτον, στην κυβέρνηση, όπως ισχύει σήμερα. Δεύτερον, στην Βουλή –με πρόταση 2/5 αλλά όχι με έγκριση των 3/5– και επιπλέον τόσο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως πριν από την αναθεώρηση του 1986, όσο και στον ίδιο τον λαό, με συγκέντρωση συγκεκριμένου αριθμού υπογραφών. (αλλά και με ορισμένες εγγυήσεις, ιδίως ως προς τον αριθμό των επιτρεπόμενων δημοψηφισμάτων, την διατύπωση των ερωτημάτων και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων).
Ιδιαίτερη έμφαση, μάλιστα, πρέπει να δοθεί στα δημοψηφίσματα όταν πρόκειται να εισαχθούν μείζονες περιορισμοί της εθνικής κυριαρχίας, περιλαμβανομένων και αυτών που ανακύπτουν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η νομιμοποίηση της οποίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται, όπως έως σήμερα, σαν υπόθεση των «ειδημόνων» αλλά ως γνήσια έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας.
Ωστόσο στα ζητήματα αυτά απαιτούνται και πρόσθετες εγγυήσεις, ως προς την διεξαγωγή τους, ώστε να μην αφήνονται περιθώρια για εθνικιστική και λαϊκιστική χειραγώγηση της λαϊκής βούλησης. Διότι τότε το δημοψήφισμα παρεκτρέπεται σε παραχάραξη της λαϊκής κυριαρχίας, όπως συνέβη με το θεσμικά απαράδεκτο –τόσο ως προς την διαδικασία όσο και ως προς το περιεχόμενο– «δημοψήφισμα» της πρώτης κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που αποτέλεσε «ζωντανή» δυσφήμηση των θεσμών άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής…
Δ. Την αναδιάταξη της νομοθετικής εξουσίας, που θα εκκινεί από την αναβάθμιση του ρόλου των υπαρχόντων κοινοβουλευτικών θεσμών, ώστε να καταστεί ξανά η Βουλή κέντρο του δημόσιου διαλόγου, και θα μπορούσε, ίσως, να φθάσει μέχρι και την καθιέρωση Γερουσίας, συγκροτούμενης από 50 μέλη (που θα αφαιρεθούν από την Βουλή), προκειμένου να ενισχυθούν οι εγγυήσεις ποιότητας και κύρους του νομοθετικού έργου αλλά και να λειτουργήσει ένα σώμα αιρετό μεν αλλά σχετικά αποστασιοποιημένο από στενά κομματικές λογικές. Ένα τέτοιο σώμα θα μπορούσε να αναλάβει ιδιαίτερο ρόλο τόσο σε ανάδειξη υψηλόβαθμων δημόσιων λειτουργών, κατά τα ανωτέρω, σε ορισμένες κρίσιμες μορφές κοινοβουλευτικού ελέγχου, όπως οι εξεταστικές επιτροπές.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ως προς τις τελευταίες, θα ήταν χρήσιμο το πόρισμα να συντάσσεται από ανεξάρτητες προσωπικότητες εκτός Βουλής (που θα εκλέγονται από τις ίδιες αλλά με αυξημένη πλειοψηφία), ώστε να περιορισθούν τα περιθώρια μικροκομματικών επιλογών, οι οποίες δυστυχώς έχουν κυριαρχήσει σε όλες σχεδόν τις έως τώρα εξεταστικές επιτροπές, με ξεχωριστά πορίσματα ανάλογα με την κομματική ένταξη.
Ε. Την κατάργηση των συνταγματικών προνομίων των βουλευτών και –ιδίως– των υπουργών ως προς την ποινική τους αντιμετώπιση, η οποία παρεκτρέπεται συχνά σε πολιτική αντιμετώπιση. Ειδικότερα ως προς τους υπουργούς, οι ιστορικοί λόγοι που επέβαλαν τι σχετικές ασυλίες έχουν από καιρό εκλείψει και πλέον δεν φαίνεται να υπάρχει κανείς σοβαρός λόγος να παρεμβάλλεται η Βουλή ως προς την άσκηση ποινικής δίωξης. Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι μια τέτοια αλλαγή θα γίνει χωρίς μείζονες εγγυήσεις ως προς την σύνθεση των δικαστικών οργάνων που θα αναλάβουν την σχετική αρμοδιότητα, διότι βεβαίως στην χώρα της δικομανίας ελλοχεύει διαρκώς ο κίνδυνος της υπερβολής και της καταχρηστικής χρησιμοποίησης των ποινικών διαδικασιών.
ΣΤ. Την συνταγματική διασφάλιση της συνταγματικής αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, χωρίς όμως να αγνοείται πλήρως και η ανάγκη κυβερνησιμότητας της χώρας, που αποτελεί και αυτή, έστω έμμεσα και διαμεσολαβημένα, συνταγματική προτροπή. Προς την κατεύθυνση αυτήν θα μπορούσε να καθιερωθεί συνταγματικά, σύμφωνα με παλαιότερη πρόταση του Δημήτρη Τσάτσου, αναλογικό σύστημα, με μέγιστη απόκλιση, ως προς το πρώτο κόμμα, 10% μεταξύ του εκλογικού ποσοστού και του ποσοστού στη Βουλή. Δηλαδή αν το πρώτο κόμμα (ή συνασπισμός) λάβει στις εκλογές 43% να μπορεί να έχει στη Βουλή το πολύ 30 έδρες (10%) επιπλέον των εδρών που του αναλογούν με την απλή αναλογική (οπότε θα λάβει, συνολικά 129+30).
Ζ. Την καθιέρωση ενός ειδικού περιορισμού (πχ ενός ποσοστού 3-5%), ως προς τα μέλη της Βουλής που θα μπορούν να συμμετέχουν στην εκτελεστική εξουσία, κατά το πρότυπο της Αγγλίας. Θεωρώ ότι στην κοινοβουλευτική μας παράδοση, όπως έχει διαμορφωθεί υπό το ισχύον (και μη αναθεωρήσιμο) κοινοβουλευτικό σύστημα, η λύση αυτή είναι προτιμότερη από την καθιέρωση πλήρους ασυμβιβάστου μεταξύ βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας, που προσιδιάζει, ιδίως, σε ομοσπονδιακά κράτη.
Η. Την οργανωτική και λειτουργική αναβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στο πλαίσιο μιας επιβαλλόμενης συνολικής αναδιάταξης αρμοδιοτήτων και πόρων μεταξύ αφ’ ενός της κεντρικής εξουσίας, που πρέπει να περιορισθεί σε μικρά, ευέλικτα και κατάλληλα στελεχωμένα επιτελικά υπουργεία, αφ’ ετέρου των αποκεντρωμένων και ιδίως των αυτοδιοικητικών θεσμών, οι οποίοι σταδιακά πρέπει να αποτελέσουν την μόνη θεσμική μορφή της κατά τόπον αποκέντρωσης.