Ο Καποδίστριας, ο Δραγούμης και η εθνική μας αυτοπεποίθηση
29/09/2022Είναι ευοίωνο σημάδι για μένα και την εθνική μας αυτοπεποίθηση (δείγμα ενωτικό, συμφιλιωτικό) το γεγονός ότι, έστω και εκατό και πλέον χρόνια μετά, μεγάλη μερίδα Ελλήνων αναθεωρεί την πολιτική στάση των γενεαλογικών προγόνων της επανεκτιμώντας αξιολογικά ”αμφιλεγόμενες” προσωπικότητες του παρελθόντος ή της εποχής τους.
Και η επανεκτίμηση γίνεται όχι υπό το κομματικό πρίσμα (ως είθισται), αλλά υπό αυτό των εθνικών τους αγώνων, που ήταν συνέχεια των εσωτερικών. Συνέχεια της ανησυχίας της ψυχής τους για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Έτσι, για παράδειγμα, αποτιμούν θετικά στην τελική τους εκτίμηση το έργο και τη συνεισφορά στην πατρίδα του Α’ Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, θεμελιωτή του Νεότερου Ελληνικού Κράτους το οποίο συγκροτήθηκε με το τυπικό πέρας της Τουρκοκρατίας.
Τυπικό γιατί υπήρχαν περιοχές της Ελλάδας οι οποίες τελούσαν ακόμα υπό τουρκική κατοχή και γι’ αυτό δεν τις συμπεριέλαβε στο μικρό, κυρίαρχο ελληνικό κράτος το Πρωτόκολλο του Λονδίνου ή της Ανεξαρτησίας μας (1830). Στο κυρίαρχο και ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, την αναδιοργάνωση του οποίου έφερε εις πέρας με επιτυχία ο Ιωάννης Καποδίστριας σε όλους τους τομείς της συγκρότησής του (Οικονομία, Παιδεία, Δικαιοσύνη, Άμυνα, Εσωτερική και Εξωτερική πολιτική εν ολίγοις).
Ο Δραγούμης και η εθνική μας αυτοπεποίθηση
Το ίδιο θετικά αποτιμά η μερίδα αυτή των Ελλήνων και τη δράση του Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος ξεπέρασε κατά πολύ την εποχή του. Δεν περιορίστηκε, μάλιστα, μόνο στην εθνικιστική διδασκαλία του, τη διδασκαλία του εθνικιστικού (με την έννοια του πατριωτικού κι όχι του φασιστικού των πατριδοκάπηλων) δημοτικισμού και ”κωνσταντινισμού” (όρος της εποχής του, συνώνυμος με τον ”αντιβενιζελισμό”). Αλλά αναδείχθηκε με τη δράση του ως ένας απ’ τους σημαντικότερους παράγοντες της ελληνικής ζωής κατά την πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα. Και, επιπλέον, ως άνθρωπος προικισμένος με συναισθηματική νοημοσύνη, πολιτική διαίσθηση και αρχηγικές ικανότητες.
Αρετές που δεν τις είχαν άλλοι ομοϊδεάτες του (βλ. Δ. Γούναρη, διάδοχο εκπρόσωπο των μικροαστών και των χωρικών εθνικιστών μετά τον Ίωνα Δραγούμη) οι οποίοι είχαν αναδειχθεί ως φερέλπιδες αντίπαλοι του Ελευθερίου Βενιζέλου, και άνοιξαν αργότερα (μετά τη δολοφονία Δραγούμη, 31 Ιουλίου 1920) την αυλαία του μικρασιατικού δράματος λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922). Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο πρόωρος θάνατος του Ίωνα Δραγούμη (λόγω της δολοφονίας-εκτέλεσής του) εμπόδισε τους κριτικούς προσωπικοτήτων να εκτιμήσουν στον βαθμό που του άξιζε το ανήσυχο πνεύμα του (δεδομένης της συγγραφικής παρουσίας του, η οποία τον αναγόρευσε σε πρωτοπόρο Έλληνα πεζογράφο που αισθάνθηκε μοναδικά την ύπαρξη του εσωτερικού ανθρώπου και την αποτύπωσε στο έργο του).
Τους εμπόδισε, επίσης, να εκτιμήσουν και τη δημόσια σταδιοδρομία του ως κάτι ολοκληρωμένο, με αποτέλεσμα είτε να τη χαρακτηρίσουν στείρα αντιδραστική είτε να περιοριστούν στην ατέλειά της που δεν αναδεικνύει το εύρος των αρχών του, τον βαθμό της δυναμικής, της μεγάλης ενεργητικότητάς του και, προπάντων, τον κόσμο των ιδεών και τα υψηλά και ευγενικά συναισθήματά του. Αυτές είναι αρετές της ψυχής που θα μπορούσαν να γεννήσουν νέες αξίες σήμερα, στην εποχή της απαξίωσης των αξιών, των ιδανικών και των οραμάτων. Στην εποχή που χαρακτηρίζεται από δυσαναπλήρωτο κενό στον κόσμο των ιδεών και γι’ αυτό βλέπουμε να καταλαμβάνει τον χώρο αυτό η αναρχία.
Η εθνική μας αυτοπεποίθηση
Όλα αυτά φυσικά σηματοδοτούν την ήττα πολλών γενεών σύγχρονων Ελλήνων και την αδυναμία της θέλησής τους να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να αποκτήσουν την αυτοπεποίθηση του ανυποχώρητου στο όνομα των εθνικών συμφερόντων. Την αυτοπεποίθηση του ανυποχώρητου και του δυνατού, ο οποίος βρίσκεται στον αντίποδα του οσφυοκάμπτη και του συμιβασμένου. Του συμβιβασμένου ατομικά και συλλογικά, κοινωνικά και εθνικά, ο οποίος κατάντησε άβουλος και άτολμος να λύσει τα προβλήματά του και να εμπιστευτεί τις ηγεσίες που ο ίδιος εξέλεξε.
Να εμπιστευτεί το κράτος που ο ίδιος ”έχτισε” δια των εκπροσώπων του στην εξουσία. Να εμπιστευτεί την χωρίς συνοχή κοινωνία των πολλών με τους οποίους συμβιώνει. Να εμπιστευτεί τους θεσμούς που ο ίδιος άφησε να ευτελιστούν κατά τον ίδιο τρόπο που άφησε το πολιτικό σύστημα να παρακμάσει. Έτσι μετατραπήκαμε, εμείς οι άλλοτε ασυμβίβαστοι Έλληνες, σε συμβιβασμένους πολίτες οι οποίοι ποδηγετούνται περιοδικά… ”δημοκρατικά” από ανασφαλείς, φοβικές ή ατάλαντες ηγεσίες που δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη λόγω του ηττοπαθούς συνδρόμου απ’ το οποίο διακατέχονται και τις κάνει να σύρονται πίσω απ’ το άρμα της άλφα ή βήτα δύναμης με γεωπολιτική κυριαρχία.
Δεδομένων αυτών και του πρόσθετου βάρος της τουρκικής απειλής που αντιμετωπίζουμε, περνάμε τα πολλά τελευταία χρόνια δύσκολες μέρες σαν Έλληνες και σαν Ελληνισμός. Αυτή η δυσκολία, ωστόσο, θα έπρεπε ήδη να μας έχει ωριμάσει και σκληραγωγήσει, αφού μάθαμε πλέον να ζούμε σε συνθήκες ”πολέμου” ο οποίος δε φαίνεται να είναι αναστρέψιμος όσο επικρατεί πνεύμα αναθεωρητισμού στην Τουρκία.
Ως εκ τούτου, οι τρέχουσες προκλήσεις της Άγκυρας στα ελληνοτουρκικά και το μεταναστευτικό, μας ωθούν να διαλέξουμε ως μέσο εθνικής επιβίωσης το ”μπροστά” της αντίστασης, της εθνικής μας αυτοπεποίθησης και της αποφασιστικότητάς μας να υπερασπιστούμε τα κεκτημένα του Ελληνισμού. Αποφασιστικότητας που ισοδυναμεί με όπλο ισχύος, εντατικής προσπάθειας και αποτροπής έναντι της αναθεωρητικής δύναμης η οποία θέλει να μας γονατίσει, για να καρπωθεί — εκμεταλλευόμενη την επιθυμία μας για αποκλιμάκωση της έντασης — τα εθνικά κεκτημένα μας χωρίς τουφεκιά, μέσω διαπραγματεύσεων, με την Ελλάδα στο καναβάτσο ως ηττημένη…