Κι όμως ο Κυριάκος εμμένει στην προσωπική διπλωματία με τον Ερντογάν
28/09/2022Η ανάγκη διεξαγωγής ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι αυτονόητη, ειδικά σε εποχές έντασης, ώστε να αποτραπεί η –υψηλή πια– πιθανότητα εκτροπής σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, στις οποίες δύσκολα θα παρέμβουν κατευναστικά το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ, όπως στις κρίσεις του Μαρτίου 1987 και του Ιανουαρίου 1996, αντίστοιχα. Ωστόσο, ο τρόπος διεξαγωγής του διαλόγου, με την προσωπική διπλωματία που επεδίωξε ο πρωθυπουργός με ευθύνη του Μαξίμου (κι όχι του υπουργείου Εξωτερικών), δείχνει ότι η Ελλάδα περιέρχεται σε διαρκώς επιδεινούμενη θέση.
Τον Σεπτέμβριο 2019 ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αξιολόγησε σαν “νέα αφετηρία” την πρώτη συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και αιφνιδιάστηκε απόλυτα (παρά τις προειδοποιήσεις των αρμόδιων υπηρεσιών) με την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ακολούθως, τον Δεκέμβριο 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκρινε πως οι διαφορές «μπορούν να ξεπεραστούν με καλή διάθεση».
Η τουρκική διάθεση αποδείχθηκε κάκιστη και τριμέτωπη με κύρωση του μνημονίου, μεταναστευτική εισβολή στον Έβρο και έρευνες του “Oruc Reis” στη Μεσόγειο. Ο δυσμενής απολογισμός του 2019-2020 εξετράπη σε επικίνδυνη πορεία το 2021 και το 2022, καθώς ο πρωθυπουργός έκρινε σαν ιδανική λύση την υιοθέτηση μίας ιδιότυπης “προσωπικής διπλωματίας”, αντί των συναντήσεων πολυμελών αντιπροσωπιών των δύο χωρών.
Κατά τη συνομιλία του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο 2021, μοναδική παρούσα ήταν η τότε διπλωματική σύμβουλος, πρέσβης Ελένη Σουρανή, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικών παρεμβάσεων. Δημοσίως, το Μέγαρο Μαξίμου διαπίστωσε πως “έσπασε ο πάγος”, αλλά σύντομα η Άγκυρα εγκαινίασε την εκστρατεία αμφισβήτησης όχι μόνον της αμυντικής οχύρωσης των νησιών, αλλά και της ελληνικής κυριαρχίας επί αυτών.
Η συνάντηση της Κωνσταντινούπολης
Η περαιτέρω διολίσθηση έγινε ορατή, διά γυμνού οφθαλμού, κατά τη συνάντηση της Κωνσταντινούπολης στις 13 Μαρτίου 2022, όταν ακόμα και οι σύμβουλοι έμειναν στον προθάλαμο. Μοναδική μάρτυρας των διαμειφθέντων Μητσοτάκη-Ερντογάν ήταν μία Τουρκάλα διπλωμάτης με διπλά καθήκοντα μεταφράστριας και πρακτικογράφου. Λες και συζητούσαν ιδιωτικές υποθέσεις, ο πρωθυπουργός έκρινε περιττή την παρουσία Έλληνα πρακτικογράφου στη συνάντηση του Βοσπόρου.
Αδιαφορώντας, αφενός, για τη θεσμική συνέχεια των διμερών σχέσεων, που επιβάλλει την τήρηση αρχείου για κάθε λεπτομέρεια, αφετέρου για την προστασία του ιδίου και της χώρας έναντι όσων θα μπορούσε να ισχυριστεί αργότερα (ψευδώς) ο συνομιλητής του. Πραγματικά, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είπε τα μύρια όσα από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα, εξευτελίζοντας τα πέντε μεγαλόφωνα “ευχαριστώ” που του απηύθυνε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα μόλις 20 δευτερόλεπτα του ξεπροβοδίσματός του από την προεδρική κατοικία (συν άλλο ένα “ευχαριστώ” στον σύμβουλο Ιμπραχίμ Καλίν).
Ούτε κοινό ανακοινωθέν εκδόθηκε ούτε κοινές δηλώσεις έγιναν, αλλά ο ενθουσιασμός του πρωθυπουργού ήταν τόσο μεγάλος, ώστε προέβλεψε θετική πορεία σχέσεων με σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών το φθινόπωρο. Λαμβάνοντας υπόψη την έκτοτε εκρηκτική ένταση, μάλλον ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν διεκδικεί βραβείο διορατικότητας ή εύσημα εύστοχων εκτιμήσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας δήλωσε προσεκτικά, τον Μάρτιο, πως ο πρωθυπουργός «είχε την καλοσύνη να με ενημερώσει αναλυτικά», ενώ στις 15 Σεπτεμβρίου τόνισε ότι «δεν μπορώ να ιχνηλατήσω τί έγινε στον Βόσπορο», καθώς «εμένα μου μεταφέρθηκε ως θετική συνάντηση».
Εμμονή στην “προσωπική διπλωματία”
Κατόπιν όλων αυτών, προκαλεί κατάπληξη γιατί, στην παρούσα συγκυρία, ο πρωθυπουργός εμμένει στην “προσωπική διπλωματία”, μην αποκλείοντας (ως και επιδιώκοντας) συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο κατά τη σύνοδο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας, την προσεχή εβδομάδα, στην Πράγα. Μετά τη βύθισή τους στον Βόσπορο, τα ελληνικά συμφέροντα θα κινδυνεύσουν να παρασυρθούν και στον ποταμό Μολδάβα (ή Βλτάβα, όπως ονομάζεται στην Τσεχία).
Οι αρνητικές προβλέψεις δεν αποτελούν κινδυνολογία, αλλά ρεαλιστική αποτύπωση των διπλωματικών διαβουλεύσεων των τελευταίων ημερών. Γιατί, μολονότι είναι βάσιμη η άποψη του Μεγάρου Μαξίμου ότι η Ουάσινγκτον παροτρύνει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να προσέλθει σε διάλογο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τονίζει, ταυτόχρονα, πως δεν θα αναμειχθεί μεσολαβητικά και υποβοηθητικά. Ενδεχομένως, επειδή δεν επιθυμεί να επιβαρύνει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Αν ο διάλογος κορυφής αποδειχθεί ανέφικτος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζητεί, εναλλακτικά, από τους Ευρωπαίους εταίρους (κυρίως από τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν) να του επιτραπεί, τουλάχιστον, να αντικρούσει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη σύνοδο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας. Μακάρι να πετύχει έστω κι αυτό, αλλά, μετά και την τουρκική νίκη συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα χωρίς ελληνικό βέτο ή αυστηρούς όρους, δεν θα αλλάξει κάτι στους σκληρούς συσχετισμούς του Αιγαίου.