Η εξόντωση των πληβείων του ναζισμού τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών
03/12/2022«Η Γερμανία έχει πάψει να είναι σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Επανήλθε σε μεσαιωνικές συνθήκες. Δυσοίωνο χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης είναι η αγριότητα και η περιφρόνηση όλων των νομικών κανόνων που αποτελούν το ιερό και το απαραβίαστο κάθε πολιτισμένου κράτους. Βαθύτερη σημασία είναι η αυταρέσκεια με την οποία αντιμετωπίζεται η προσφυγή σε φρικιαστικές, μεσαιωνικές πολιτικές μεθόδους». Το απόσπασμα των λονδρέζικων Times στις περιγράφει το αιματηρό διήμερο που είχε προηγηθεί στην Γερμανία, που έμεινε στην ιστορία ως η “Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών”.
Ήταν τότε που οι μαυροφορεμένοι άνδρες των SS έπνιξαν στο αίμα το “πραξικόπημα” που σχεδιαζόταν κατά του καγκελαρίου Αδόλφου Χίτλερ. Παραδόξως πολλοί από τους “πραξικοπηματίες”, συνελήφθησαν με τις… πιτζάμες, χωρίς να έχουν ακολουθήσει τους στοιχειώδεις συνωμοτικούς κανόνες. Η πλειοψηφία από αυτούς εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, στη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών.
Κανείς από τα θύματα δεν ήταν κομμουνιστής, σοσιαλιστής ή Εβραίος (το πρώτο οργανωμένο πογκρόμ κατά της εβραϊκής κοινότητας στην Γερμανία θα γίνει τον Σεπτέμβρη του 1938). Όλα τα θύματα ήταν κορυφαία στελέχη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, η ηγεσία της παραστρατιωτικής του οργάνωσης, των διαβόητων Ταγμάτων Εφόδου (SA) και ορισμένοι συντηρητικοί πολιτικοί. Επισήμως 80 νεκροί, ο πραγματικός αριθμός όμως είναι σίγουρα μεγαλύτερος.
Είχε προηγηθεί λίγους μήνες πριν η ψήφιση του διατάγματος περί “Προστασίας του λαού και του κράτους”, που είχε αναστείλει βασικά άρθρα του Συντάγματος και είχε δώσει απόλυτες εξουσίες στον Αδόλφο Χίτλερ. Ένα μεγάλο κόμμα της αντιπολίτευσης, το κομμουνιστικό, απαγορεύτηκε και κυνηγήθηκε με σκληρότητα από το νέο καθεστώς. Ο Χίτλερ κατηγορούσε (ψευδώς) τους κομμουνιστές σαν υπεύθυνους για τον “περίεργο” εμπρησμό του γερμανικού Κοινοβουλίου (Ραϊχσταγκ), τον Φεβρουάριο του 1933, έναν μήνα μετά από την άνοδο του στην καγκελαρία.
Όμως, δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτούς. Απαγορεύτηκε και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως “συνοδοιπόρος” των κομμουνιστών, παρόλο που οι σχέσεις μεταξύ των δύο κομμάτων της Αριστεράς ήταν πολεμικές. Ιστορική έχει μείνει η απειλή που είχε εκτοξεύσει ο Χίτλερ στον αρχηγό των σοσιαλδημοκρατών «Δεν χρειάζεστε πια. Έχει σημάνει η καμπάνα του θανάτου σας».
Οι “αυθεντικοί” Ναζί και οι βιολέτες
Εκείνη την περίοδο ιδρύθηκε το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νταχάου και η μυστική αστυνομία, η Γκεστάπο. Ταυτοχρόνως, οι αιτήσεις πολιτών για έγγραφή στο ναζιστικό κόμμα πολλαπλασιάστηκαν σε τέτοιο βαθμό που εξαγρίωσαν τους παλαιούς Ναζί. Αποκαλούσαν ειρωνικά “βιολέτες” όλο αυτό το τσούρμο των καιροσκόπων που παλαιότερα δεν περνούσαν ούτε απ’ έξω από τα γραφεία του κόμματος.
Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο αντίδρασης, όταν οι πιο φανατικοί οπαδοί του Χίτλερ, τα Τάγματα Εφόδου, περιπολούσαν κάθε βράδυ ένοπλοι, με απειλητικές διαθέσεις. Σε εκείνες τις συνθήκες έμοιαζε τίποτα να μην απειλεί την εξουσία του Χίτλερ. Εκτός ίσως από την “δεύτερη επανάσταση”, για την οποία αδημονούσαν οι οπαδοί των Ταγμάτων. Η πρώτη επανάσταση, η εθνικιστική, είχε πραγματοποιηθεί, με την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ.
Η δεύτερη επανάσταση θα ήταν κοινωνική, η εφαρμογή κάποιων σοσιαλιστικών ιδεών που ήταν διάσπαρτες στο πρόγραμμα του ναζιστικού κόμματος, με πιο δημοφιλή την εθνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων. Ο Χίτλερ είχε εγκαταλείψει νωρίς τα δημαγωγικά αυτά συνθήματα, καθώς είχε συμμαχήσει με τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς κύκλους της Γερμανίας, οι οποίοι χρηματοδοτούσαν γενναιόδωρα το κόμμα του.
Δεν τα είχε εγκαταλείψει, όμως, η ριζοσπαστική πτέρυγα των Ταγμάτων Εφόδου. Γι’ αυτούς το καπιταλιστικό κεφάλαιο της Γερμανίας ήταν μία διεφθαρμένη ελίτ που δεν είχε καμία θέση στην εθνικοσοσιαλιστική κοινωνία. Ήταν το μισητό “προφιταριάτο” (από το profit), το οποίο έπρεπε να είναι ο επόμενος στόχος μετά τους κομμουνιστές. Φυσικά θα ακολουθούσαν τα “παράσιτα”, οι Εβραίοι.
Ο Χίτλερ γνώριζε πολύ καλά πως είχε ανέβει στην εξουσία χάρη στα ρόπαλα και στα μαχαίρια των ταγμάτων που είχαν αιματοκυλίσει τους δρόμους της Γερμανίας τα προηγούμενα χρόνια. Δεν είχαν κάποιο συγκροτημένο πρόγραμμα, αλλά υπάκουαν στα πολεμικά τους ένστικτα που είχαν καλλιεργηθεί στα πολεμικά χαρακώματα και στα οδοφράγματα. Διψούσαν για αίμα και τραγουδούσαν απειλητικά τις νύχτες «Τροχίζουμε τα μαχαίρια μας στο πεζοδρόμιο».
Το πραξικόπημα της μπυραρίας
Υποστηρικτής της “δεύτερης επανάστασης” ήταν ο ίδιος ο αρχηγός των Ταγμάτων Εφόδου, ένας θηριώδης αξιωματικός, ο Ερνστ Ρεμ, στενός φίλος του Χίτλερ. Ο Ρεμ, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μαχητικός ακτιβιστής εθνικιστικών παραστρατιωτικών οργανώσεων, εντάχθηκε από την δεκαετία του 1920 στο περιθωριακό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Εθνικοσοσιαλιστικό.
Εκεί γνώρισε το πιο χαρισματικό στέλεχος του κόμματος, το νεαρό δεκανέα Αδόλφο Χίτλερ. Το κόμμα οργάνωνε συγκεντρώσεις σε μπυραρίες, όπου φανατικοί εθνικιστές και οργισμένοι βετεράνοι άκουγαν τον Χίτλερ να δημαγωγεί, κατηγορώντας για την ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τους Εβραίους, τους κομμουνιστές και τους “προδότες πολιτικούς”, που είχαν υπογράψει την ατιμωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Ένα χρόνο μετά την “Πορεία στην Ρώμη” τον Οκτώβρη του 1922, που σήμανε την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία, ο Χίτλερ με τον Ρεμ θεώρησαν πως ήρθε η ώρα για την βίαιη ανατροπή με πραξικόπημα της νεότευκτης γερμανικής Δημοκρατίας. “Το πραξικόπημα της μπυραρίας”, όπως ονομάστηκε, απέτυχε παταγωδώς και οι Χίτλερ και Ρεμ φυλακίστηκαν. Από τότε πορεύτηκαν μαζί (χώρισαν για μερικά χρόνια όταν ο Ρεμ ταξίδεψε στην Βολιβία για να αναλάβει θέση στρατιωτικού συμβούλου) και έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Ο Ρεμ ήταν ο μόνος που απευθύνονταν στον ενικό προς τον Χίτλερ.
Συνονθύλευμα εξτρεμιστών τραμπούκων
Ο Ρεμ ήταν ο εμπνευστής των Ταγμάτων Εφόδου. Ξεκίνησαν ως ομάδες περιφρούρησης των συγκεντρώσεων του κόμματος και εξελίχθηκαν σε μία τρομακτική παραστρατιωτική οργάνωση. Ο ίδιος ο Χίτλερ στις δημόσιες συγκεντρώσεις του κόμματος εμφανιζόταν με το χαρακτηριστικό καφέ πουκάμισο, το σήμα κατατεθέν τους. Είχαν φτάσει το 1933 να αριθμούν 3.000.000 μέλη που αποτελούνταν από άγριους βετεράνους, φανατικούς εθνικιστές νεολαίους, λούμπεν στοιχεία και ποινικούς.
Η φιλοδοξία του Ρεμ ήταν τα Τάγματα Εφόδου να γίνουν ο “λαϊκός στρατός” της Γερμανίας και να υποκαταστήσουν τον τακτικό στρατό της χώρας. Η πρόθεση αυτή είχε σοκάρει την άρχουσα τάξη που είχε ανεχτεί αρχικά τον ναζισμό για την αντιμετώπιση του “κομμουνιστικού κινδύνου”. Το ίδιο το καθεστώς αποφασίζει να εκθέσει τον εξτρεμισμό των Ταγμάτων Εφόδου, σε μία έκθεση τον Ιούλιο του 1933 ενός ναζιστή αξιωματούχου του υπουργείου Εσωτερικών που είχε προκαλέσει σάλο στην Γερμανία. Αναφερόταν σε σαδιστικά βασανιστήρια που είχαν υποστεί ακόμα και φιλήσυχοι πολίτες στα χέρια των Ταγμάτων, καθώς πολλά μέλη τους είχαν βρει την ευκαιρία να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές, ενώ ταυτόχρονα πουλούσαν προστασία σε οίκους ανοχής και χαρτοπαικτικές λέσχες
Ο Ρεμ υποχρεώθηκε να δηλώσει πως «θα απομονώσουμε τους άνανδρους που λερώνουν την τιμημένη μας στολή». Γνώριζε πως όλη η Γερμανία συζητούσε τις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις του, όπως και τα ομοφυλοφιλικά σεξουαλικά σκάνδαλα άλλων ηγετικών στελεχών των Ταγμάτων Εφόδου. Ο Χίτλερ γνώριζε πως το επιτελείο του γερμανικού στρατού είχε θορυβηθεί, καθώς έβλεπαν ένα συνονθύλευμα τραμπούκων να απειλεί την ιεραρχία των Γερμανών αξιωματικών.
Μία αναφορά του Γερμανού στρατηγού Μπράουχιτς στον υπουργό Άμυνας ανέφερε εμφατικά «Δεν θα αφήσουμε τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας στα χέρια αλητών και ομοφυλόφιλων». Ο νέος Καγκελάριος γνώριζε επίσης πολύ καλά πως το κατεστημένο των βαρόνων, των γαιοκτημόνων, των ανώτατων αξιωματικών του στρατού τον απεχθάνονταν, όπως ο γηραιός στρατάρχης Πρόεδρος Χίντεμπουργκ, που τον αποκαλούσε περιφρονητικά «ο Βοημός δεκανέας».
Η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών
Μία δημόσια ομιλία του βαρώνου Φρανς Φον Πάπεν, ανθρώπου του Χίντεμπουργκ και αντικαγκελαρίου της ναζιστικής κυβέρνησης, είχε προβληματίσει έντονα τον Χίτλερ. Ο Πάπεν είχε στηλιτεύσει την βίαιη συμπεριφορά των Ταγμάτων Εφόδου, δηλώνοντας καταχειροκροτούμενος καταχειροκροτούμενος πως «ο μπολσεβικισμός μπορεί να επιβληθεί ακόμα και από ένα αντιμπολσεβικικό καθεστώς».
Άρχισαν πλέον να ακούγονται φήμες και ψίθυροι ότι επίκειται στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον των Ταγμάτων που θα μπορούσε να στραφεί και εναντίον του Χίτλερ. Τα Τάγματα Εφόδου δεν θα είχαν καμία ελπίδα απέναντι στον έμπειρο και άριστα εκπαιδευμένο γερμανικό στρατό. Ήταν γνωστές επίσης οι φιλοδοξίες ενός πρώην Καγκελαρίου, του στρατηγού Κουρτ Βαν Σλάιχερ, να γίνει δικτάτορας της Γερμανίας σε συνεργασία με αποστάτες του ναζιστικού κόμματος. Ο Σλάιχερ είχε εκτεταμένες επαφές με τον Γκρέγκορ Στράσσερ, ένα ηγετικό στέλεχος της “αριστερής” πτέρυγας των Ναζί που είχε πέσει σε δυσμένεια.
Τα ηγετικά στελέχη του ναζιστικού κόμματος Ράινχαρντ Χάιντριχ, ο υπουργός Εσωτερικών Χέρμαν Γκαίρινγκ και ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ, οι πιο στενοί συνεργάτες του Χίτλερ, τον πίεζαν να επιβληθεί. Ο Χίτλερ δίσταζε να συγκρουστεί με τον παλιό του φίλο μέχρι τις 25 Ιουνίου του 1934. Εκείνη την ημέρα επισκέφτηκε την οικία του Προέδρου Χίντεμπουργκ. Ο σεβαστός γηραιός στρατάρχης χαρακτήρισε τα Τάγματα Εφόδου κίνδυνο για την Γερμανία και απείλησε ευθέως τον Χίτλερ με στρατιωτικό νόμο.
Τα δεδομένα άλλαξαν και ο Χίτλερ αποφάσισε να δράσει αστραπιαία. Με αφορμή μία συγκέντρωση του Ρεμ και άλλων στελεχών των Ταγμάτων στις 26 Ιουνίου στο Μόναχο μίλησε ανοιχτά για προετοιμασία πραξικοπήματος και διέταξε τους πιστούς του στα SS να το καταπνίξουν. Επικεφαλής των αποσπασμάτων θανάτου τέθηκε ο ίδιος ο Χίτλερ, ο οποίος πέταξε με αεροπλάνο μέχρι το Μόναχο για να εισβάλει με πάνοπλους SS αργά το βράδυ στο ξενοδοχείο που κοιμόντουσαν οι παλιοί του σύντροφοι. Τότε ξεκίνησε η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών.
Εκτέλεσαν αμέσως έναν επιτελάρχη των Ταγμάτων που τον έπιασαν αγκαλιά με το νεαρό οδηγό του. Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν σε φυλακή του Μοναχού ανάμεσα τους και ο μισόγυμνος και αγουροξυπνημένος Ρεμ, σκιά του παλιού του εαυτού. Εκτελέστηκε ο Καρλ Ερνστ αρχηγός των Ταγμάτων Βερολίνου που γνώριζε πολλά για την πυρκαγιά του Ραϊχσταγκ. Μόνο στον Ρεμ δόθηκε ένα πιστόλι με μία σφαίρα για να αυτοκτονήσει, κάτι που ο ίδιος αρνήθηκε, για να πέσει και αυτός τελικά νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Οι στην Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών
Τελικώς, η περίφημη συγκέντρωση αφορούσε κάποιες εσωκομματικές διαδικασίες ρουτίνας. Απλώς, τα στελέχη των Ταγμάτων βρέθηκαν στον λάθος τόπο, την λάθος στιγμή. Ενδεικτικό για την σύγχυση που επικρατούσε είναι πως πολλοί φώναζαν πριν εκτελεστούν το σύνθημα “Χάιλ Χίτλερ”, θεωρώντας πως είχε εκδηλωθεί μοναρχικό πραξικόπημα. Μάλιστα, ανάμεσα στα θύματα υπήρξαν ακόμα και αστοί πολιτικοί.
Ο στρατηγός Σλάϊχερ μαζί με την γυναίκα του, ο αποστάτης Στράσσερ, ένας ιερέας παλιός εξομολογητής του Χίτλερ, ακόμα και ο γηραιός Βαρώνος Καρ, 75 ετών, που χρόνια πριν είχε καταστείλει αποφασιστικά την απόπειρα πραξικοπήματος του Χίτλερ το 1923, όλοι τους δολοφονήθηκαν άγρια. Μόνο ο Φον Πάπεν γλίτωσε γιατί ήταν προσωπικός φίλος του στρατάρχη Χίντεμπουργκ, όχι όμως ο γραμματέας και ο λογογράφος του που βρήκαν φρικτό θάνατο. Ήταν ένα αιματοβαμμένο μήνυμα στο κατεστημένο από τον Χίτλερ ότι δεν θα ανεχτεί την αμφισβήτηση της εξουσίας του.
Υπήρχαν και “παράπλευρες απώλειες”, όπως ο μουσικός Γουίλι Σμιντ που τον άρπαξαν από το σπίτι του μπροστά στα μάτια της γυναίκας και των μικρών παιδιών του και εκτέλεσαν. Για να αποδειχθεί απλή συνωνυμία με ένα Ναζί που ήταν στενός φίλος του Στράσσερ. Το καθεστώς ζήτησε συγνώμη και επέστρεψε την σορό στην οικογένεια σε ένα σφραγισμένο φέρετρο. Υπήρχε αυστηρή εντολή από την Γκεστάπο «να μην ανοιχτεί ποτέ».
Ακολούθησαν τα θερμά συγχαρητήρια του γενικού επιτελείου στρατού και του Προέδρου Χίντεμπουργκ (ο οποίος πέθανε λίγο μετά). Τα SS έγιναν οι πραιτοριανοί του νέου καθεστώτος, ενώ τα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου πλέον περιορίστηκαν σε διακοσμητικό ρόλο. Ο Χίτλερ σε ομιλία του που ακολούθησε είχε αναφέρει: «δεν κατέφυγα στα τακτικά δικαστήρια γιατί ήμουν ο υπεύθυνος για την τύχη του γερμανικού λαού και έγινα ο ανώτατος δικαστής του γερμανικού λαού». Μετά τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος στην Γερμανία.