Ο λαϊκισμός είναι πρόβλημα. Οι ελιτιστές τεχνοκράτες δεν είναι η λύση (Μέρος Α’)
03/02/2018της Sheri Berman –
Το πρόβλημα δεν είναι η πολλή δημοκρατία – είναι η πολύ λίγη δημοκρατία. Η δημοκρατία σήμερα, μοιάζει να βρίσκεται σε μια διαρκή κρίση. Η δημοκρατία χάνει έδαφος σε χώρες από την Βενεζουέλα μέχρι την Πολωνία και αυταρχικοί ηγέτες, όπως ο Ούγγρος Βίκτορ Όρμπαν, ο Τούρκος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Ρώσος Βλαντίμιρ Πούτιν, διακηρύσσουν με υπερηφάνεια ότι η εποχή των φιλελεύθερων δημοκρατιών έχει τελειώσει. Ίσως το πιο ανησυχητικό είναι ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία, ακόμα και στις δυτικές χώρες όπου θεωρείτο δεδομένη εδώ και χρόνια, δέχεται επιθέσεις από λαϊκιστές και – σύμφωνα με κάποιους μελετητές – δεν χαίρει πλέον εκτίμησης από πολλούς πολίτες.
Αναζητώντας μια εξήγηση για αυτές τις ανησυχητικές τάσεις, οι περισσότεροι σχολιαστές επικεντρώνονται στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει αυτήν την στιγμή η δημοκρατία. Υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση και η συνεχώς διευρυνόμενη αυτοματοποίηση, έκαναν πιο ανασφαλή την ζωή της εργατικής και της μεσαίας τάξης, ευνόησαν τους μορφωμένους κατοίκους των πόλεων εις βάρος των λιγότερο μορφωμένων στις αγροτικές περιοχές, και κατέστησαν τον καπιταλισμό ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος.
Παράλληλα με τις οικονομικές προκλήσεις, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών νιώθει άβολα και πιστεύει ότι έχει χάσει την επαφή με την ίδια του την γειτονιά, λόγω της αλλαγής στα κοινωνικά δεδομένα και της συνεχώς αυξανόμενης μετανάστευσης. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τα ποσοστά πολιτών που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό έφτασαν σε ύψη ρεκόρ και σε επίπεδα που είχαν παρατηρηθεί τελευταία φορά στην Αμερική, κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι αναλύσεις όμως που επικεντρώνονται μόνο σε αυτές τις προκλήσεις, δεν μπορούν να εξηγήσουν την δεινή θέση στην οποία έχει βρεθεί ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα. Όπως ένα υγιές σώμα απωθεί εκατομμύρια ιούς, έτσι και τα υγιή πολιτικά συστήματα αναγνωρίζουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν και ανταποκρίνονται σε αυτές.
Τα προβλήματα των φιλελεύθερων δημοκρατιών, κατά τα τελευταία χρόνια, δεν οφείλονται τόσο στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, αλλά περισσότερο στην περιορισμένη τους ικανότητα να τις αναγνωρίζουν και να ανταποκρίνονται σε αυτές. Οι αιτίες της ολοένα αυξανόμενης υποστήριξης προς τους λαϊκιστές, δεν είναι μόνο οι ραγδαίες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, αλλά και η αδυναμία ή η απροθυμία των εθνικών πολιτικών δρώντων και θεσμών να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις αλλαγές.
Η αποσύνθεση των παραδοσιακών πολιτικών θεσμών
Η πραγματική αιτία για τις τρέχουσες δοκιμασίες των δυτικών δημοκρατιών είναι ότι, κατά τα τελευταία χρόνια, πολλοί βασικοί πολιτικοί θεσμοί έχουν δραματικά αποσυντεθεί ή έχουν παραχωρήσει τις αρμοδιότητές τους σε υπερεθνικά μη εκλεγμένα σώματα. Με αυτόν τον τρόπο άμβλυναν την ικανότητά τους να μεταφράσουν τα αιτήματα μιας μεγάλης μερίδας πολιτών σε συγκεκριμένες δράσεις στο εσωτερικό. Εν ολίγοις, οι δυτικές δημοκρατίες έχουν γίνει δραματικά λιγότερο δημοκρατικές.
Το 1968, ο πολιτικός επιστήμονας και συνιδρυτής του περιοδικού Foreign Policy, Σάμιουελ Χάντιγκτον – ο οποίος σήμερα είναι γνωστός για την επινόηση του όρου «σύγκρουση πολιτισμών» – έγραψε ένα σημαντικό βιβλίο με τίτλο «Πολιτική τάξη σε κοινωνίες που αλλάζουν». Ο Χάντιγκτον παρακινήθηκε από ένα δύσκολο ερώτημα: γιατί οι χώρες του Τρίτου Κόσμου (όπως λέγονταν τότε) παρέμεναν βυθισμένες σε πολιτική αναταραχή; Ο Χάντιγκτον ισχυρίστηκε ότι τα πολιτικά προβλήματα αυτών των χωρών προέρχονταν από την αναντιστοιχία ανάμεσα στις προκλήσεις που αντιμετώπιζαν και την ισχύ των πολιτικών τους θεσμών.
Όπως το έθεσε ο ίδιος: «Το βασικό πολιτικό πρόβλημα είναι η καθυστέρηση στην ανάπτυξη πολιτικών θεσμών, σε σχέση με τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές». Ισχυρίστηκε επίσης ότι όσο οι κοινωνίες γίνονταν μεγαλύτερες, πολυπλοκότερες και πιο ετερογενείς, η πολιτική τους σταθερότητα θα εξαρτιόταν ολοένα και περισσότερο από την λειτουργία πολιτικών θεσμών, ικανών να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις που αναδύονται από την κοινωνία.
Χώρες με ισχυρούς και επαρκείς θεσμούς, αντιμετώπισαν εύκολα προκλήσεις όπως η διασφάλιση επαγγελματικών ευκαιριών για ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό μορφωμένων πολιτών και η παροχή τρόπων πολιτικής συμμετοχής σε νεοδιαμορφωμένες κοινωνικές ομάδες. Αντίθετα, οι ίδιες προκλήσεις έφεραν πολιτική αναταραχή και ξεσπάσματα βίας στις χώρες που δεν είχαν ισχυρούς και επαρκείς πολιτικούς θεσμούς.
Ο Χάντιγκτον ισχυρίστηκε ότι η απουσία τέτοιων θεσμών ήταν η ρίζα των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν πολλές χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Τα κράτη αυτά γνώριζαν ραγδαίες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές, όπως αστικοποίηση, αύξηση του μορφωτικού επιπέδου, βιομηχανοποίηση, εξάπλωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης κ.α. Έτσι, οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις των πολιτών τους μεγάλωσαν, αλλά δεν υπήρχαν πολιτικοί θεσμοί ικανοί να τις ικανοποιήσουν.
Ο Χάντιγκτον έγραψε το «Πολιτική τάξη σε κοινωνίες που αλλάζουν» ως μία διάγνωση για τα προβλήματα του Τρίτου Κόσμου συγκεκριμένα. Κατέληξε όμως στο γενικότερο συμπέρασμα ότι, όπως οι πολιτικοί θεσμοί μπορούσαν να αναπτυχθούν, έτσι μπορούσαν και να αποσυντεθούν, καθιστώντας το πολιτικό σύστημα λιγότερο επαρκές και αποτελεσματικό, με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό ακριβώς συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες με τις δυτικές δημοκρατίες. Πολλοί από τους δημοκρατικούς τους θεσμούς έχουν ατροφήσει και οι χώρες αυτές μπορούν πλέον να ικανοποιήσουν μόνο τα αιτήματα μιας μικρής μερίδας των πολιτών τους και όχι του συνόλου τους.
Γι’ αυτό προέκυψε ο Τραμπ
Το Αμερικανικό πολιτικό σύστημα έχει ενσωματώσει αντιδημοκρατικούς θεσμούς εδώ και καιρό, όπως το Εκλεκτορικό Κολλέγιο και την μη αντιπροσωπευτική Γερουσία. Χωρίς το Εκλεκτορικό Κολλέγιο δεν θα υπήρχε πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Επίσης, αν οι Αμερικανοί είχαν ένα ανώτερο νομοθετικό σώμα που θα μετέφραζε πιο άμεσα από ό,τι η Γερουσία τα λαϊκά αιτήματα σε πολιτικές δράσεις, τότε η πολιτική σκηνή σε εθνικό επίπεδο θα κυριαρχείτο από τις πολυαριθμότερες φιλελεύθερες προσεγγίσεις, με τεράστια αποτελέσματα στην χάραξη πολιτικής.
Τα τελευταία όμως χρόνια, άλλοι πολιτικοί θεσμοί έχουν αποσυντεθεί, αποδυναμώνοντας τις παραδοσιακές διόδους συμμετοχής και επιρροής των πολιτών στην πολιτική. Τόσο το Δημοκρατικό όσο και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχουν παρακμάσει οργανωτικά. Έχουν πλέον μικρή δυνατότητα να οργανώνουν ψηφοφόρους και να κινητοποιούν αφοσιωμένους ακτιβιστές σε τοπικό επίπεδο και ακόμα μικρότερη ικανότητα να μεταδίδουν τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων στους πολιτικούς, ώστε να διαμορφωθούν οι ανάλογες πολιτικές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί οργανωτικά από πολλά τμήματα της χώρας.
Για αυτούς τους λόγους εν μέρει, και τα δύο κόμματα είχαν εσωτερικές εξεγέρσεις. Το 2009, οι Ρεπουμπλικάνοι αντιμετώπισαν την ανταρσία του Κινήματος του Τσαγιού, η οποία προετοίμασε το έδαφος για την λαϊκίστικη επικράτηση του Τραμπ στο κόμμα, το 2016. Μετά την εκλογή του Τραμπ, οι Δημοκρατικοί αντιμετώπισαν κάτι ανάλογο, με την άνοδο στασιαστικών ομάδων όπως οι Αδιαίρετοι (Indivisible movement), των οποίων ο φαινομενικός σκοπός είναι η ανατροπή του «κατεστημένου» μέσα στο κόμμα και η ενεργοποίηση υποψηφίων που να ανταποκρίνονται φαινομενικά περισσότερο στον λαό.
Τα εκλογικά μαγειρέματα έχουν παράλληλα διαστρεβλώσει την μετάφραση των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος σε πολιτικές δράσεις, ενώ η ευκολία και η αποδοτικότητα της αμερικανικής εκλογικής διαδικασίας βρίσκονται επίσης σε παρακμή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέχουν αυτήν την στιγμή την χειρότερη θέση ανάμεσα στις δυτικές δημοκρατίες, στο θέμα τις εκλογικής ακεραιότητας. Με λίγα λόγια, η θεσμική αποσύνθεση έχει εξασθενίσει την αποτελεσματικότητα της αμερικανικής δημοκρατίας, επιδεινώνοντας τις συνέπειες από τα ήδη υπάρχοντα μη δημοκρατικά χαρακτηριστικά της.
Πηγή: Foreign Policy