Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας δεν είναι πάντα όπως φαίνονται

Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας δεν είναι πάντα όπως φαίνονται, Γιώργος Ηλιόπουλος

Με την είσοδο στο φθινόπωρο, τουλάχιστον δύο φορές οι ΗΠΑ έχουν προσπαθήσει (αν και αδέξια) να αποτρέψουν την κλιμάκωση των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, παρεμβαίνοντας στην διένεξη μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας. Η πρώτη έρχεται στο τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, με την ανακοίνωση δημιουργίας βάσης για την ασφάλεια των θαλάσσιων επικοινωνιών στην Κύπρο.

Οι Αμερικανοί είχαν ήδη αποσυρθεί το αμερικανικό εμπάργκο πώλησης οπλισμού στην Λευκωσία, τερματίζοντας έναν αποκλεισμό διάρκειας 33 ετών. Επίσημα τα οπλικά συστήματα δεν είναι θανατηφόρα, αλλά μία ανάλογη τακτική με προμήθεια μη θανατηφόρων όπλων υιοθετείται και για την Ουκρανία, όταν οι ΗΠΑ αποφάσισαν να αναβαθμίσουν τα αμυντικά συστήματα της χώρας.

Και οι δύο αμερικανικές κινήσεις εξοργίζουν, τουλάχιστον επικοινωνιακά, την Τουρκία που καταγγέλλει απειλές των ΗΠΑ εναντίον των Τουρκοκυπρίων. Από την άλλη πλευρά, το νότιο και μεγαλύτερο τμήμα, το ελεύθερο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ιστορικά λογίζεται ως αλληλένδετο με την Ελλάδα, ειδικά μετά το πραξικόπημα του 1974 που προκαλεί την επέμβαση των Τούρκων και την διαίρεση της νήσου.

Οι εδαφικές πλέον διαφορές –έτσι όπως εμφανίστηκαν στις διακοινοτικές συνομιλίες– στην Κύπρο αποτελούν διαχρονικά πηγές εντάσεων, αντιπαραθέσεων και επικίνδυνων επεισοδίων, με συνέπεια να αποτελούν μακροχρόνια πηγή διαμάχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Από τις αρχές του 2020 η διαμάχη αναζωπυρώνεται εστιασμένη σε υπαρκτά και ανύπαρκτα δικαιώματα σε έρευνες για πιθανά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η υποκρισία των ΗΠΑ

Οι συνεχείς προστριβές προκαλούν αναπόφευκτα φοβίες για πιθανή κλιμάκωση σε επίπεδο ένοπλης αντιπαράθεσης των δύο πλευρών, κυρίως στην θάλασσα, όπου οι Τούρκοι εντείνουν τις προκλήσεις, με αποτέλεσμα τις κινητοποιήσεις πολεμικών σκαφών. Το εκπληκτικό στοιχείο αυτής της επικίνδυνης αναταραχής αφορά το γεγονός ότι εμπλέκει δύο μέλη του ΝΑΤΟ (Ελλάδα και Τουρκία) και δύο μέλη της ΕΕ (Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία), με την Ατλαντική Συμμαχία να επαγγέλλεται τον αμύντορα της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας.

Όμως βρισκόμαστε σε μία κατάσταση που η διένεξη δύο μελών του ΝΑΤΟ απειλεί να προκαλέσει ανάφλεξη στην Ανατολική Μεσόγειο, διακυβεύοντας αυτή καθαυτή την ύπαρξη της νοτιοανατολικής του πτέρυγας. Πάντως το εξωφρενικό στοιχείο πηγάζει από τους φαινομενικά αδέξιους χειρισμούς των ΗΠΑ, που τελικά τείνουν να αποσταθεροποιούν ακόμα περισσότερο την ήδη επικίνδυνη κατάσταση.

Η δημιουργία μίας νέας υψηλής ασφαλείας μονάδας στρατιωτικών προδιαγραφών στην Λάρνακα και η ανακοίνωση αποστολής οπλισμού ανακοινώνονται ένα διήμερο μετά την υπογραφή σύμβασης της Λευκωσίας με κινεζική κοινοπραξία που, με μία πρώτη επένδυση ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων, ολοκληρώνει στο Βασιλικό μεγάλες εγκαταστάσεις στον τομέα της ενέργειας στο πρώτο εξάμηνο του 2021. Από την πλευρά της η Άγκυρα διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον ευνοεί σε βάρος των συμφερόντων της την Κύπρο και την Ελλάδα, ακολουθώντας την ίδια τακτική μετά και από την επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών.

Σιγοντάροντας την τουρκική αδιαλλαξία

Στην πραγματικότητα και παρά τις πρόσφατες και μάλλον κατεπείγουσες επισκέψεις του Μάικ Πομπέο σε Ελλάδα και Κύπρο, το μνημόνιο συνεργασίας με την Λευκωσία για την δημιουργία της νέας βάσης με το κωδικό ακρωνύμιο CYCLOPS που ανασύρει μνήμες του μονόφθαλμου γίγαντα της ελληνικής μυθολογίας, η τουρκική αδιαλλαξία δεν κάμπτεται. Αν και ο Πομπέο καταγγέλλει την Άγκυρα για την εντάσεις που προκαλεί στην περιοχή, καλώντας σε διάλογο και διπλωματική λύση των διαφορών, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην τουρκική πρωτεύουσα έχει μάλλον διαφορετική άποψη.

Μάλιστα σε δηλώσεις του που προηγούνται των επισκέψεων του ιεραρχικά προϊσταμένου του, δεν αναγνωρίζει την νομική εγκυρότητα της σύμβασης της Σεβίλλης για τον καθορισμό ΑΟΖ, που αποδέχεται ολόκληρη η ΕΕ, χωρίς παλινωδίες. Η επαμφοτερίζουσα στάση των Αμερικανών δεν αποτελεί καινοφανές φαινόμενο. Προ μίας περίπου εικοσιπενταετίας, κατά την διάρκεια της κρίσης των Ιμίων, το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών επιχειρεί κάτι ανάλογο για να τροφοδοτήσει την τουρκική αδιαλλαξία.

Τότε δήλωνε επίσημα πως δεν αναγνωρίζεται η εγκυρότητα συμφωνιών που δεν έχουν υπογραφεί από τις αμερικανικές κυβερνήσεις. Κατά συνέπεια η Συνθήκη Ελλάδος-Ιταλίας του 1947 για την επιστροφή και ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην ελληνική επικράτεια, που μεταξύ των άλλων ορίζει και το καθεστώς των νησίδων, δεν διατηρεί νομική ισχύ για τους Αμερικανούς, από την στιγμή που δεν την έχουν υπογράψει!

Πάντως ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών φροντίζει έμμεσα να συμπεριλάβει και το ζήτημα του ρωσικού κινδύνου, δηλώνοντας πως οι κλιμακούμενες εντάσεις δεν βοηθούν κανέναν παρά μόνον τους αντιπάλους των ΗΠΑ, που επιζητούν να δημιουργήσουν ρωγμές στην μεγάλη ατλαντική συμμαχία. Η επίσκεψή του όμως έπονταν ανάλογης επίσκεψης του Ρώσου ομολόγου του Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος προσφέρει στον Κύπριο πρόεδρο Αναστασιάδη την διαμεσολάβηση της Μόσχας για τον τερματισμό της αντιπαράθεσης.

Με δεδομένες τις σχέσεις του Κρεμλίνου με την Άγκυρα και την Λευκωσία, η προσφορά Λαβρόφ έχει αναμφισβήτητα λογική υπόσταση και όχι απλώς επικοινωνιακό χαρακτήρα. Μάλιστα μετά και από την είσοδο των Κινέζων στην Κύπρο, προέχει η προστασία του κλίματος ασφάλειας και η εξομάλυνση των συνθηκών που απειλούν τις επενδύσεις και προσθέτουν ασύμμετρους κινδύνους, δηλαδή αυτό που απεύχονται πάντοτε όλοι οι επενδυτές . Φυσικά και το Πεκίνο δεν αποτελεί εξαίρεση.

Το πραγματικό πρόβλημα

Αν και οι φαινομενικά αδέξιες κινήσεις των ΗΠΑ, τροφοδοτούν αντί να αποσοβούν τις εντάσεις στην περιοχή, παραμένει το ζήτημα των αιτίων που διαμορφώνουν την συμπεριφορά τους. Ένα ευλογοφανές απορρέει από την αγορά των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400 από το καθεστώς Ερντογάν. Πέραν των εμφανών οικονομικών απωλειών για την αμερικανική αμυντική βιομηχανία, προκαλεί και κάποια άλλα ζητήματα λόγω του ότι η υιοθέτηση ρωσικής αντιπυραυλικής τεχνολογίας από ένα μέλος του ΝΑΤΟ, ακυρώνει την ρητορική της συμμαχίας για την ρωσική απειλή κατά της Ευρώπης.

Ένα δεύτερο πηγάζει από την αντίδραση της Άγκυρας στις αμερικανικές πιέσεις για την αγορά των S-400 και εστιάζεται στις απειλές της για την βάση του Incirlik, που υποχρεώνει τους Αμερικανούς στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων στην Ελλάδα και την Κύπρο, εάν υποχρεωθούν να την εγκαταλείψουν, ή έστω να περιορίσουν την παρουσία τους.

Ένα τρίτο και μάλλον σημαντικότερο αφορά την γεωγραφική θέση της Κύπρου και την απόστασή από τις ακτές της Συρίας που μόλις φθάνει τα 200 χιλιόμετρα, όπου όμως οι Ρώσοι έχουν εγκαταστήσει στρατηγικά ζωτικές ναυτικές και αεροπορικές βάσεις στην Ταρσό και στο Hmeimim. Οι βάσεις αυτές έχουν αποδειχθεί σωτήριες στην συμμαχία της Μόσχας με την Δαμασκό, αποτρέποντας όλες τις ένοπλες απόπειρες ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ, με την παρασκηνιακή υποστήριξη των Αμερικανών.

Ενδεχομένως οι αμερικανικές κινήσεις στην Ελλάδα και ειδικά στην Κύπρο υπακούουν στην λογική της δημιουργίας μίας δεύτερης γραμμής άμυνας στην παρεμβατική πολιτική της Μόσχας που με βάση τους τελευταίου ελιγμούς της δεν περιορίζονται στην Συρία. Αντιθέτως, με αιχμή του δόρατος την ενέργεια, εκτείνονται και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πρόσφατη μάλιστα απαίτηση των Αμερικανών, μέσω του υπουργείου Εξωτερικών, να επανέλθουν τα Βαρώσια στο πρότερο καθεστώς του ΟΗΕ (που ούτως ή άλλως θα καταλήξει στο κενό) αποτελεί ακόμα μία ένδειξη, έστω και επικοινωνιακά, για την εναλλακτική της δεύτερης γραμμής.