Το επώδυνο δίλημμα της Δύσης: Στρατηγική ήττα ή ανεξέλεγκτη κλιμάκωση;
29/04/2024Η έγκριση από το Κογκρέσο της αμερικανικής βοήθειας των 61 δισ. στην Ουκρανία (μόνο το 1/3 θα φθάσει εκεί ως στρατιωτική και οικονομική βοήθεια) έχει αναζωπυρώσει τις ελπίδες των “γερακιών” στη Δύση ότι το Κίεβο θα καταφέρει να αναχαιτίσει την αργή, αλλά σταθερή πρόοδο των ρωσικών δυνάμεων. Από την εκδήλωση της κρίσης που οδήγησε στη ρωσική εισβολή μέχρι τώρα, η ψυχολογική διακύμανση των δυτικών αρχουσών ελίτ είναι εντυπωσιακή.
Όταν στα τέλη του 2021 η Δύση απέρριψε την προσπάθεια της Μόσχας να αρχίσει διαπραγμάτευση με σκοπό μία αρχιτεκτονική ασφαλείας, δεν έμεινε αμφιβολία πως στρατηγική των ΗΠΑ ήταν να εξωθήσουν τον Πούτιν να καταφύγει στην εισβολή. Κι όταν οι ρωσικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην Ουκρανία, η –ενορχηστρωμένη από τους Αμερικανούς– αντίδραση της Δύσης (πολιτική, διπλωματική, επικοινωνιακή και οικονομική) ήταν άμεση και σαρωτική. Στη Δύση κυριάρχησε αντιρωσικό κλίμα συχνά σε βαθμό υστερίας. Προφανώς, συνέβαλε το σοκ που προκάλεσε διεθνώς και ειδικά στη δυτική κοινή γνώμη η ωμή εισβολή σε μία ευρωπαϊκή χώρα, αν και είχε προηγηθεί η δυτική επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία (δεκαετία 1990).
Ας θυμηθούμε το κλίμα που επικρατούσε σε κυβερνήσεις και Μίντια της Δύσης εκείνη την εποχή. Αρχικά πολλοί είχαν σπεύσει να προεξοφλήσουν την άμεση στρατιωτική ήττα της Ουκρανίας, συγκρίνοντας επιπολαίως μόνο τους δύο αντίπαλους στρατούς. Η “Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση”, όμως, κόλλησε στα προάστια του Κιέβου. Οι αιτίες που συνέβη αυτό είναι τρεις:
- Ο Πούτιν προσδοκούσε αλλαγή κυβέρνησης στο Κίεβο και γι’ αυτό απέφυγε τους μαζικούς βομβαρδισμούς που προηγούνται μίας εισβολής για να αποδιαρθρώσουν την άμυνα. Δεν ήθελε να μετατρέψει σε εχθρό τον ουκρανικό λαό, επειδή σχεδίαζε να του επιβάλει φιλορωσική κυβέρνηση.
- Το Κρεμλίνο υποτίμησε ανεξήγητα τη στρατιωτική προετοιμασία (εξοπλισμός, εκπαίδευση και πληροφορίες) των ουκρανικών δυνάμεων από τους Αμερικανούς.
- Η ρωσική κινητοποίηση έφερε στην επιφάνεια σοβαρά λειτουργικά προβλήματα του ρωσικού στρατού.
Ακόμα κι όσοι είχαν προεξοφλήσει την γρήγορη ήττα της Ουκρανίας, είχαν σπεύσει να προεξοφλήσουν και την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας, λόγω της επιβολής των πρωτοφανών κυρώσεων. Θεωρούσαν, μάλιστα, ότι αυτή θα αποσταθεροποιούσε το καθεστώς Πούτιν και πιθανότατα θα οδηγούσε σε ανατροπή του. Όταν οι ρωσικές δυνάμεις σκόνταψαν στο Κίεβο, ενώ οι Δυτικοί αρχικά φοβούνταν γρήγορη ρωσική νίκη, άρχισαν να τις χλευάζουν και να προεξοφλούν νίκη της Ουκρανίας.
Μίσος, φόβος και περιφρόνηση
Το μίσος τους διατηρήθηκε ακέραιο, αλλά ο φόβος τους επικαλύφθηκε από μία υπερχειλίζουσα αυταρέσκεια, από ένα εξόφθαλμο σύμπλεγμα ανωτερότητας, από μία περιφρόνηση προς τη Ρωσία. Στην πραγματικότητα πίσω από την έντονη ψυχολογική διακύμανση διαφαίνονται τα παραδοσιακά στερεότυπα που χαρακτήριζαν τη στάση των Ευρωπαίων έναντι της Ρωσίας τους τελευταίους αιώνες.
Όταν διαψεύσθηκε η “βεβαιότητα” ότι οι κυρώσεις θα γονάτιζαν τη ρωσική οικονομία και θα αποσταθεροποιούσαν το καθεστώς Πούτιν κι όταν μετά από δύο επιμέρους ήττες οι Ρώσοι ανασυγκροτήθηκαν στρατιωτικά και σταδιακά πήραν το πάνω χέρι στα μέτωπα, τα πολιτικά και επικοινωνιακά επιτελεία στη Δύση δεν επανεξέτασαν τους σχεδιασμούς και τις προσδοκίες τους με βάση τα γεγονότα, ώστε να προβούν σε κατάλληλες προσαρμογές.
Ίσως επειδή πλέον είχαν εμπλακεί πολύ στον πόλεμο και για να αποτρέψουν ρήγματα στην κοινή γνώμη τους, οι Δυτικοί παρόξυναν την αντιρωσική υστερία. Ουσιαστικά, όποιος τολμούσε να ασκήσει κριτική στην πολιτική τους στο Ουκρανικό αντιμετωπιζόταν σαν “πουτινόφιλος”! Ακόμα κι όταν τα γεγονότα βοούσαν, η συντριπτική πλειονότητα των κυβερνήσεων και των συστημικών Μίντια στη Δύση προτίμησαν τη βύθιση στη θαλπωρή των ψευδαισθήσεων και τη χοντροκομμένη προπαγάνδα – ενίοτε και τα δύο.
Η αμερικανική ομπρέλα
Μετά την πτώση του Μπαχμούτ, το ναυάγιο της ουκρανικής αντεπίθεσης και την κατάληψη της υπεροχυρωμένης Αντβιίφκα, σημειώθηκε νέα μεταστροφή κλίματος στη Δύση. Ο φόβος επανήλθε οξυμένος και η ανησυχία έτεινε να μετατραπεί σε πανικό. Σύμφωνα με το νέο δυτικό αφήγημα, ο –κατά τους ίδιους πριν ενάμιση χρόνο ανίκανος– ρωσικός στρατός σήμερα είναι ικανός να απειλεί με εισβολή τις Βαλτικές, την Πολωνία, ακόμα και τη Γερμανία! Ας παρακάμψουμε τις διαβεβαιώσεις Πούτιν κι ότι αυτό θα σήμαινε πόλεμο με το ΝΑΤΟ. Στοιχειωδώς ορθολογική ανάλυση σε στρατιωτικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο δείχνει ότι και να θέλει η Ρωσία δεν μπορεί να προχωρήσει πέραν της Ουκρανίας, ούτε καν στις δυτικές επαρχίες της.
Ο φόβος των Ευρωπαίων πηγάζει από τη συνείδηση πως οι αμυντικές δυνατότητές τους έχουν δραματικά υποβαθμιστεί κυρίως σε ανθρώπινο δυναμικό και κουλτούρα πατριωτισμού. Ακόμα και οι πυρηνικές Γαλλία και Βρετανία είναι από στρατιωτικής απόψεως σκιές του άλλοτε εαυτού τους. Οι εξαγγελίες για ταχύ επανεξοπλισμό (και της Γερμανίας) υπηρετούν λιγότερο την ουσία και περισσότερο λειτουργούν αυτο-παρηγορητικά.
Η αμερικανική ομπρέλα και το ΝΑΤΟ έχουν ενσταλάξει στις ευρωπαϊκές κοινωνίες εφησυχασμό και εξατομίκευση. Αυτά δεν αλλάζουν με αποφάσεις κυβερνήσεων, οι οποίες μάλιστα αμφισβητούνται. Οι ευρωπαϊκές ελίτ τώρα συνειδητοποιούν –λόγω και της προοπτικής εκλογής του Τραμπ– ότι δεν μπορούν πλέον να στηρίζονται για την ασφάλεια της Ευρώπης στις ΗΠΑ, όπως είχαν βολευτεί να το κάνουν μεταπολεμικά.
Η αμερικανική συμβατική σοφία
Σε προηγούμενο άρθρο μου είχα αναλύσει γιατί δεν ισχύει η αμερικανική συμβατική σοφία για τον πόλεμο στην Ουκρανία: “διαθέτοντας μικρό μέρος του αμυντικού μας προϋπολογισμού στην Ουκρανία προκαλούμε αιμορραγία στη Ρωσία, χωρίς να θυσιάζουμε ούτε ένα στρατιώτη”! Αυτό που τους διαφεύγει είναι πως εάν –όπως διαφαίνεται– η Ρωσία επικρατήσει στην Ουκρανία θα εξέλθει από αυτόν τον πόλεμο ποιοτικά ισχυρότερη και αντιστοίχως η Δύση ηττημένη.
Το νέο, όμως, είναι η ιστορική στροφή της Ρωσίας στην Ευρασία. Εφεξής, η Ρωσία αντιμετωπίζει τους Ευρωπαίους ως αντιπάλους, όχι ως δυνητικούς εταίρους όπως μέχρι πρότινος. Κι αυτό, επειδή η ρωσική άρχουσα ελίτ (όχι μόνο ο Πούτιν) έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι Ευρωπαίοι είναι άρρηκτα προσδεδεμένοι στο άρμα της Ουάσινγκτον και στη στρατηγική της για κατακερματισμό και νεοαποικιοποίηση της Ρωσίας.
Προφανώς, εάν μεταπολεμικά αποκατασταθεί μία ομαλότητα θα επαναληφθούν οι εμπορικές σχέσεις, αλλά δεν θα είναι πλέον όπως παλαιά. Η Ρωσία έχει εγκαταλείψει την παραδοσιακή προσπάθειά της να γίνει δεκτή στο δυτικό πλαίσιο. Γι’ αυτήν οι Ευρωπαίοι θα παραμείνουν στρατηγικά αντίπαλοι. Αυτό σημαίνει ότι ο γεωγραφικός όγκος της Ρωσίας, η πυρηνική ισχύ, οι ισχυροποιημένες ένοπλες δυνάμεις, η αναβαθμισμένη αυτοπεποίθησή της και οι προνομιακές σχέσεις της με την Κίνα θα ασκούν εκ των πραγμάτων πίεση στους Ευρωπαίους. Και μάλιστα σε περίοδο που οι ΗΠΑ χάνουν έδαφος διεθνώς, αντιμετωπίζουν οικονομική πίεση και είναι βαθιά διχασμένες εσωτερικά.
Τρεις κινήσεις κλιμάκωσης στην δυτική στρατηγική
Συνοψίζοντας: ΗΠΑ και Ευρώπη τρέμουν την προοπτική ρωσικής νίκης στην Ουκρανία. Έχουν συνείδηση πως αυτή ισοδυναμεί με στρατηγική ήττα τους, όχι όπως αυτή στο Αφγανιστάν. Η έκκληση Μακρόν για αποστολή δυτικών στρατευμάτων στην Ουκρανία αποπνέει μικρομέγαλο τυχοδιωκτισμό, αλλά εκφράζει τον πανικό των Ευρωπαίων και της κυβέρνησης Μπάιντεν. Γι’ αυτό αμφότεροι λένε ότι δεν θα επιτρέψουν ρωσική νίκη. Τί σημαίνει, όμως, συγκεκριμένα αυτή η δήλωση;
Πρώτον, η Δύση παραχωρεί στο Κίεβο όπλα ικανά να πλήξουν στόχους βαθιά στη Ρωσία. Μετά τους πυραύλους HIMARS οι Αμερικανοί στέλνουν ATACMS με βεληνεκές 300 χλμ. Mέχρι τώρα δεν τους έδιναν για να μην εξωθήσουν τη Μόσχα σε ολοκληρωτικό πόλεμο. Το ίδιο συμβαίνει με την παραχώρηση μαχητικών F-16. Αυτά τα όπλα δεν μπορούν να αλλάξουν την πορεία του πολέμου, αλλά μπορούν να προκαλέσουν πρόβλημα στο εσωτερικό της Ρωσίας. Αυτό προκαλεί κλιμάκωση και πλήγματα σε ουκρανικούς στόχους που μέχρι τώρα οι Ρώσοι απέφευγαν.
Δεύτερον, μέχρι προσφάτως η Δύση έστελνε στρατιωτικά στελέχη με κάλυμμα “μισθοφόρου” (αρκετές χιλιάδες), ώστε να μην κατηγορηθεί για άμεση ανάμιξη. Αυτοί χρησιμοποιούνταν ως εκπαιδευτές και χειριστές εξειδικευμένων οπλικών συστημάτων. Τώρα κερδίζει έδαφος η αποστολή πολύ μεγαλύτερου αριθμού στρατιωτικών στελεχών και ειδικών δυνάμεων, που θα πολεμούν στην Ουκρανία με την πραγματική ιδιότητά τους, π.χ. ως Γάλλοι στρατιωτικοί. Αυτό, ωστόσο, μετατρέπει σε εμπόλεμο το κράτος που στέλνει στρατιωτικούς του στην Ουκρανία, άρα νομιμοποιεί ρωσικά πλήγματα και εναντίον του, ανεξαρτήτως τι θα πράξει η Μόσχα.
Είναι προφανές ότι η Δύση τεστάρει τις ρωσικές αντιδράσεις κι όσο αυτές δεν είναι δραστικές πιθανότατα η εμπλοκή θα κλιμακώνεται. Σύμφωνα, μάλιστα, με δυτικές εκτιμήσεις, εάν ο Μπάιντεν επανεκλεγεί, θα στείλει αμερικανικές δυνάμεις με τα πιο προηγμένα όπλα με σκοπό να αποτρέψει ρωσική νίκη. Μία τέτοια εξέλιξη, όμως, αναπόφευκτα θα μετατρέψει τον πόλεμο σχεδόν σε παγκόσμιο, κυρίως θα εξωθήσει τη Μόσχα να παίξει το χαρτί των τακτικών πυρηνικών με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτός ο πόλεμος, άλλωστε, είναι υπαρξιακός όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά και για τη Ρωσία.
Τρίτον, η Ουάσινγκτον πιέζει για κατάσχεση των παγωμένων περιουσιακών στοιχείων στη Δύση (σχεδόν 300 δισ.) με σκοπό τη χρηματοδότηση του Κιέβου. Οι Ευρωπαίοι διστάζουν, επειδή δικαιολογημένα φοβούνται ότι η κατάσχεση θα καταλύσει απαράβατους κανόνες, θα προκαλέσει μαζική απόσυρση κεφαλαίων του “Παγκόσμιου Νότου” από τη Δύση και θα τινάξει στον αέρα το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στρατηγική ήττα και πολιτική μυωπία
Για ποιον λόγο οι ΗΠΑ (ακολουθούμενες από τη “Συλλογική Δύση”) εξώθησαν τα πράγματα στη σημερινή κατάσταση, η οποία με τη σειρά της τις εξωθεί στην προαναφερθείσα άκρως επικίνδυνη κλιμάκωση. Η απάντηση βρίσκεται στις δηλώσεις ότι “δαπανώντας ένα μικρό ποσοστό του αμυντικού προϋπολογισμού μας και χωρίς να θυσιάζουμε ούτε έναν στρατιώτη προκαλούμε αιμορραγία στη Ρωσία”.
Το μείζον πρόβλημα δεν είναι τόσο ο κυνισμός “θα πολεμήσουμε μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό”, όσο η πολιτική μυωπία της αμερικανικής ηγεσίας. Προφανώς, οι ΗΠΑ πίστευαν στο δόγμα της “διπλής ανάσχεσης”. Δηλαδή, ότι στριμώχνοντας τη Ρωσία θα κατάφερναν να την γονατίσουν και να αποσταθεροποιήσουν (ή και ανατρέψουν) το καθεστώς Πούτιν και στη συνέχεια θα στρέφονταν κατά της Κίνας. Αποδεικνύεται ότι δεν είχαν καλή επαφή με την πραγματικότητα, ότι είχαν υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις τους.
Αυτό που κατάφερε η Δύση είναι να μετατρέψει τη Ρωσία από ενδεχόμενο εταίρο στην προσπάθεια ανάσχεσης της Κίνας σε απόλυτο αντίπαλο. Την εξώθησε να “αγκαλιαστεί” με την Κίνα και να επενδύσει τα πάντα στον “Παγκόσμιο Νότο”. Για πρώτη φορά στους αιώνες που η Ρωσία συμμετέχει ως μεγάλη δύναμη στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, γυρίζει οριστικά την πλάτη στην Ευρώπη. Αυτό είναι το πιο πολύτιμο δώρο που θα μπορούσε να κάνει η Ουάσινγκτον στο Πεκίνο…