Το καίριο ολίσθημα της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής
25/01/2024Στην Ευρώπη, η Γαλλία είχε εκ παραδόσεως ιδιαίτερες σχέσεις μετά της Ρωσίας. Αφαιρουμένων των περιόδων του Ναπολέοντος (1799-1815) και του Κριμαϊκού Πολέμου (1854-1856), από την 10ετία του 1890, οι γαλλορωσικές σχέσεις έπαψαν να είναι εχθρικές. Ήδη, επί Ελληνικής Επαναστάσεως (1821-1831), αμφότερες οι χώρες ανήκαν στο ίδιο στρατόπεδο. Την 03.03.1859, συνεφωνήθη μεταξύ αυτών 4ετής κοινή συνεννόηση, ενώ, την 18.08.1892 σχετικό σύμφωνο, την δε 04.01.1894, συμμαχική συνθήκη κατά ενδεχομένης επιθέσεως της Γερμανίας, τροποποιηθείσα κατόπιν και δια την περίπτωση αμύνης κατά της Μεγάλης Βρετανίας. Την 16.03.1902, υπεγράφη έτερο γαλλορωσικό σύμφωνο.
Το 1913, η Γαλλία υπήρξε ο σπουδαιότερος επενδυτής στην Ρωσία, κατά τον επακολουθήσαντα, δε, Α Παγκόσμιο Πόλεμο, αμφότερες ήσαν Σύμμαχοι, μέχρις ότου, λόγω της Μπολσεβικής Επαναστάσεως (1917), η Ρωσία απεσύρθη (Μπρεστ Λιτόφσκ, 03.03.1918), της Γαλλίας, υποστηρίζουσας την Λευκή Φρουρά. Εκ της ανόδου της ναζιστικής Γερμανίας, Γαλλία και ΕΣΣΔ υπέγραψαν, την 02.05.1935 και την 22.12.1944, συνθήκες αμοιβαίας βοηθείας, τελευταίως, δια ταξιδίου του Σαρλ ντε Γκωλ στην Μόσχα. Οι σχέσεις αναθερμάνθηκαν, όταν, την 02.10.1985, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ταξίδευσε στο Παρίσι, την δε 07.02.1992, άμα τη πτώση του Σιδηρούντος Παραπετάσματος, υπεγράφη κοινή συνθήκη ευρείας συνεργασίας.
Διαρκούσης της ρωσο-γεωργιανής κρίσεως (07-12.08.2008), ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί δεν επέμεινε επί της εδαφικής ακεραιότητος της Γεωργίας. Την 25.01.2011, υπεγράφη η πρώτη μεγάλη συμφωνία όπλων μεταξύ Ρωσίας και Δύσεως από της λήξεως του Β΄Παγκοσμίου, περί πωλήσεως αμφιβίων επιθετικών πλοίων κλάσεως Μιστράλ. Όταν ξέσπασε η ουκρανική κρίση, συνεπεία καταλύσεως, την 23.02.2014, υπό της νέας πραξικοπηματικής κυβερνήσεως του Κιέβου, του νόμου Kivalov-Kolesnichenko, περί προστασίας της εθνικής, πολιτιστικής, γλωσσικής και θρησκευτικής ταυτότητος των Ρώσων, πυροδοτήσασας διαμαρτυρίες σ’ όλην την Ανατολική Ουκρανία, η Γαλλία επώλησε τα εναπομείναντα πλοία στην Αίγυπτο.
Όταν υπεγράφησαν οι Συμφωνίες του Μινσκ, την 12.02.2015, μεταξύ Ουκρανίας, Ντονμπάς, Ρωσίας και ΟΑΣΕ, τη στηρίξει Γαλλίας και Γερμανίας, υιοθετηθείσες ομοφώνως υπό του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, προσβλέπουσες στην αυτονόμηση του Ντονμπάς εντός ταύτης της Ουκρανίας, ως είδος τί συνομοσπονδίας, η Ρωσία ήλπιζε – προδήλως υπολογίζουσας στην Γαλλία – ότι η κρίση θα απεσοβείτο.
Όμως, μάθαμε, δια στόματος της πρώην Γερμανίδος καγκελαρίου Ανγκέλας Μέρκελ (Der Spiegel, 24.11.2022), ότι το Κίεβο υπέγραψε τις ανωτέρω Συμφωνίες, όχι δια να τις εφαρμόσει, αλλά δια να κερδίσει χρόνο, ώστε να καταστήσει τον στρατό του πλέον ετοιμοπόλεμο, όπερ η Γερμανίδα καγκελάριος επιβεβαίωσε δια νεωτέρας συνεντεύξεώς της. Ο συνεγγυητής των εν λόγω Συμφωνιών Γάλλος πρόεδρος François Hollande, κατά συνέντευξή του, την 28.12.2022, δικαίωσε την Γερμανίδα πρώην ομόλογό του, δηλών, ότι οι εν λόγω Συμφωνίες συνήφθησαν εν είδει τεχνάσματος.
Οι Συμφωνίες του Μινσκ
Κατά την δε ουκρανική Kyiv Independent, πριν στεγνώσει η μελάνη, ο τότε Ουκρανός πρόεδρος, Petro Poroshneko, δήλωσε, ότι επ’ ουδενί επρόκειτο να εφαρμόσει τις Συμφωνίες˙ μόνο ο Ρώσος πρόεδρος Βλαδίμηρος Πούτιν επίστεψε σ’ αυτές˙ σημειωτέον, κατά την ανωτέρω ουκρανική εφημερίδα, η απόφαση των Ηνωμένων Εθνών (2202/2015) «δίδει το δικαίωμα [στον Ρώσο πρόεδρο], ως εγγυητού των Συμφωνιών Μινσκ, να επέμβει επί τη βάσει της αρχής [τούτων των Ηνωμένων Εθνών] περί Ευθύνης Προστασίας [Responsibility to Protect ή R2P]».
Αποσαφηνίζεται, μάλιστα, περαιτέρω (ένθ’ ανωτ.), ότι οι Ρώσοι του Ντονμπάς «ετάχθησαν υπέρ της αποσχίσεως μόνον άπαξ και το Κίεβο απεφάσισε να εξαπολύσει αποφασιστική στρατιωτική επιχείρηση κατά των ιδίων το 2022»˙ και ακολούθως (ένθ’ανωτ.), ότι «τον καιρό εκείνο, δεν υπήρχαν Ρώσοι στρατιώτες στο Ντονμπάς, παρά μόνον μισθοφόροι υπό εθνικιστή μεγιστάνα. Ο πρόεδρος Πούτιν τού κατέστησε σαφές, ότι η οικονομική του ισχύς δεν τού έδιδε το δικαίωμα να ενεργεί τ’ανωτέρω, εξαναγκάσας τούτον ν’αποσύρει τους άνδρες του. Ο ρωσικός Στρατός κατέφθασε στο Ντονμπάς μόνον την 24.02.2022, προκειμένου όπως εφαρμόσει την απόφαση υπ’αρ. 2022/2015 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών [Συμφωνίες Μινσκ]».
Δεν πρέπει δε να μάς ξενίζει, ότι ο πρόεδρος Hollande δεν επέμεινε επί των Συμφωνιών Μινσκ, ούτε και ο αντικαταστήσας αυτόν στα Ηλύσια, μη αναγνώσας τις Συμφωνίες Εμανουέλ Μακρόν, αφού ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εδήλωσε, την 17.02.2022 – καθ’ ον χρόνον προ ημερών οι υπό του Κιέβου βομβαρδισμοί κατά του Ντονμπάς είχαν ήδη 40πλασιαστεί –, ότι επέκειτο τις ερχόμενες ημέρες ρωσική εισβολή. Προδήλως, ο πρόεδρος των ΗΠΑ γνώριζε, ότι ενίσχυση των βομβαρδισμών θα προκαλέσει ρωσική επέμβαση!
Όταν, δε, την 25.02.2022, ήτοι την επαύριον της ρωσικής επεμβάσεως, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελέσνκι επεχείρησε να “τα βρει” μετά του Ρώσου ομολόγου του, την 24.03.2022, σε έκτακτη σύνοδο, το ΝΑΤΟ περιεφρόνησε πλήρως την ανωτέρω προσπάθεια από πλευράς Ουκρανίας. Και την 27.03.2022, επανερχόμενος δια προτάσεων που απετέλεσαν την βάση του λεγομένου Ανακοινωθέντος της Κωνσταντινουπόλεως (29.03.2022), παρενέβη ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, τη υποδείξει του προέδρου Μπάιντεν, οπότε και οι προτάσεις πάλιν απεσύρθησαν˙ ταύτα ομολογεί ο ίδιος ο πρόεδρος Πούτιν. Σημειωτέον, τον Απρίλιο του 2022, πριν γίνει οιοσδήποτε λόγος περί πυρηνικών, ο πρόεδρος Μπάιντεν ετάχθη υπέρ της χρήσεως αυτών, όχι μόνον προς απόκρουση πυρηνικής επιθέσεως, αλλά και μη πυρηνικής.
Η σύμπλευση της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής
Η Γαλλία, αντί να σηκώσει ανάστημα – ως μεταπολεμικώς δια του Σχεδίου Schuman – και αμυνθεί των καθοριστικών δια την ιδία και την Ευρώπη σχέσεων μετά της Ρωσίας, συνέπλευσε πειθηνίως μετά των ΗΠΑ. Έτσι, την 01.03.2022, ο Γάλλος υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Μπρούνο Λε Μερ, δήλωσε, ότι δια των κυρώσεων «θα προκαλέσομε την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας»˙ βεβαίως, η Ρωσία ουδαμώς επτοήθη, αποκτήσασα το ισχυρότερο νόμισμά παγκοσμίως, ανακάμψασα πάραυτα οικονομικώς! Και κατά την από 20.02.2022 τηλεφωνική συνδιάλεξη μεταξύ του προέδρου Μακρόν και του Ρώσου ομολόγου του, ο πρώτος είπε στον τελευταίο: «Στα παλαιά μας υποδήματα οι προτάσεις των αυτονομιστών». Ωστόσο, δια των Συμφωνιών του Μινσκ, οι Ρωσόφωνοι διεξεδίκουν την αυτονόμηση υπό τύπον συνομοσπονδίας εντός της Ουκρανίας!
Και στην υπόθεση Γιεβγκένι Πριγκόζιν, ελέχθη πως η απώλεια του Ρώσου μεγιστάνος οφείλεται σε γαλλικό δάκτυλο, εκ της προσεγγίσεως μεταξύ αναδυομένων χουντικών καθεστώτων στην γαλλόφωνη Αφρική και Ομάδος Βάγκνερ, καίτοι της τελευταίας δράσασας προς κατατρόπωση των ενταύθα Αλ Κάιντα και Ισλαμικού Κράτους, όπως στο Μάλι και τον Νίγηρα, ο χουντικός υπουργών Εξωτερικών του οποίου (Yaou Sangaré Bakary) δήλωσε ότι «βαρεθήκαμε τους Γάλλους».
Ομοίως από πλευράς δράσεως της Ομάδος Βάγκνερ στην Γκαμπόν, αλλά και το Τσαντ κ.ο.κ. Παραδόξως, ενώ στην Ουκρανία η Γαλλία ακολουθεί ευπειθώς τις ΗΠΑ, στην Αφρική υπάρχει αποστασιοποίηση (ένθ’ανωτ.), καίτοι αμφότερες έχουν την έννοια, ότι οι ενταύθα εξελίξεις δεν είναι αποτρεπτικές δια την ανάπτυξη της τρομοκρατίας, όπως το Χαλιφάτο του Ισλαμικού Κράτους στην Συρία. Η δυσαρέσκεια των πρώην γαλλικών αποικιών της περιοχής του Σαχέλ δεν είναι άσχετη προς την λαθρομετανάστευση, κατόπιν ισχυρισμών της Ιταλίδος ηγέτου Τζόρτζια Μελόνι, επιδεικνύουσας, διαρκούσης συνεντεύξεως αυτής, φωτογραφία παιδίου εντός χρυσορυχείου στην Μπουρκίνα Φάσο, δηλούσα, ότι «το 50% πασών των εξαγωγών της Μπουρκίνα Φάσα καταλήγουν σε κορβανάδες στην Γαλλία. (…) Η Αφρική πρέπει ν’απαλλαγεί της εκμεταλλεύσεως της Ευρώπης».
Ενός κακού, μύρια έπονται. Ταυτοχρόνως, η δημοτικότης του προέδρου Πούτιν παραμένει ακλόνητος (~80%), ενώ η πλειοψηφία της λαϊκής ετυμηγορίας στ’ αναφυόμενα χουντικά καθεστώτα της Αφρικής φέρεται υπέρ των τελευταίων. Εκ των ιστορικών σχέσεων αυτής μετά της Ρωσίας, η Γαλλία ήταν στην καλυτέρα θέση να δράσει καθοριστικά στην πολυπόθητη επίλυση της ουκρανικής κρίσεως, μεθ’ όλων των ευοίωνων προοπτικών και επί της Αφρικής. Σήμερα εκλιπαρεί. Ας προσέξει…