Γιατί η συμφωνία του Καΐρου συμφέρει την Ελλάδα

Γιατί η συμφωνία του Καΐρου συμφέρει την Ελλάδα, Βασίλης Αδαμίδης

Η συμφωνία για την οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ της Ελλάδας και της Αιγύπτου ήταν απαραίτητη για τη νομική κατοχύρωση των θαλασσίων συνόρων των δύο χωρών, με σκοπό τη έμπρακτη αμφισβήτηση του παράνομου (αλλά υπάρχοντος) μνημονίου Άγκυρας-Τρίπολης. Η συμφωνία του Καΐρου δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο σαν αντίδραση στις κινήσεις της Τουρκίας, αλλά κυρίως ως μία θετική πρωτοβουλία στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η συμφωνία συμβάλλει, σύμφωνα με το προοίμιο, στην «σταθερότητα στην περιοχή με βάση την καλή πίστη και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο», κάνοντας μάλιστα ιδιαίτερη μνεία στη «σημασία επίτευξης συμφωνίας» με βάση το τελευταίο. Εξίσου σημαντική είναι η διακήρυξη της επιθυμίας των δύο χωρών να «ενισχύσουν τους δεσμούς καλής γειτονίας και συνεργασίας μεταξύ τους».

Αυτό, σε συνδυασμό με το Άρθρο 2 περί του τρόπου εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων μεταξύ των δύο ΑΟΖ, εξυπηρετεί απολύτως τον στρατηγικό στόχο της Ελλάδας για τη διαμόρφωση μιας περιοχής ειρήνης και σταθερότητας. Η Συμφωνία είναι πλήρως εναρμονισμένη με τις βασικές αρχές του δικαίου της θάλασσας, κάνοντας ρητή αναφορά στην αναγνώριση της σχετικής Σύμβασης του 1982, η οποία πλέον είναι και μέρος του εθιμικού δικαίου, άρα δεσμευτική και για τα κράτη που δεν την έχουν υπογράψει, όπως η Τουρκία.

Όπως θα έκανε ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, η ακριβής οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων Ελλάδας και Αιγύπτου προφανώς έλαβε ως αφετηρία την αρχή της ίσης απόστασης, άρα τη μέση γραμμή μεταξύ των σημείων βάσεως των δύο χωρών, τα οποία, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι σημεία σε νησιωτικά εδάφη. Κατόπιν προσαρμόστηκε (56% για την Αίγυπτο και 44% για την Ελλάδα), λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ειδικές και σχετικές περιστάσεις. Αυτό είναι κάτι αναμενόμενο για την επίτευξη δίκαιης και ισορροπημένης συμφωνίας και απολύτως σύνηθες στη διεθνή πρακτική.

Αν και η Συμφωνία δνε δεσμεύει τα Μέρη σε μελλοντικές τους διαπραγματεύσεις με τρίτες χώρες, είναι σημαντικό το ότι η Αίγυπτος, όπως και η Ιταλία, λειτουργούν σε πλήρη αρμονία με την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, αποδεχόμενες σαφώς την επήρεια των νησιών, ενισχύοντας έτσι τη θέση της Ελλάδας σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις και διασαφηνίζοντας το προτιμώμενο και εφαρμοζόμενο νομικό πλαίσιο στην περιοχή.

Δεν είναι παράλογο

Θα ήταν σημαντικό να γίνει γνωστό ποια ακριβώς είναι τα σημεία βάσης που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγκεκριμένη οριοθέτηση και αν αυτή έγινε κατόπιν ορισμού ευθειών γραμμών από την πλευρά της Ελλάδας. Κομβικό σημείο είναι και το ποιες ακριβώς είναι οι ειδικές και σχετικές περιστάσεις που ελήφθησαν υπ’ όψιν για να αναπροσαρμοστεί η μέση γραμμή. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως, σε εναρμόνιση με τη διεθνή νομολογία και πρακτική, η διαμόρφωση και το μήκος των σχετικών ακτογραμμών ελήφθησαν ως ειδικές περιστάσεις για τον ακριβή καθορισμό.

Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως επιπρόσθετοι παράγοντες –π.χ. πληθυσμός, οικονομική δραστηριότητα– δύνανται να συνυπολογιστούν για την οριοθέτηση μιας ζώνης οικονομικού ενδιαφέροντος όπως η ΑΟΖ. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλους τους σχετικούς παράγοντες, δεν είναι εκτός νομικού πλαισίου ότι το νοτιοανατολικό μέρος της Κρήτης έλαβε επήρεια της τάξεως του 90%, όσο κι αν αυτό δεν είναι το ιδανικό αλλά το εφικτό.

Στο Άρθρο 1(α) γίνεται σαφές ότι η οριοθέτηση είναι “μερική”, προβλέποντας ρητώς για τη διαδικασία ολοκλήρωσής της στη βάση του διεθνούς δικαίου. Θεωρώ θετικό το γεγονός ότι, εφόσον μία συνολική οριοθέτηση με την Αίγυπτο δεν ήταν εφικτή επί του παρόντος, η Συμφωνία δεν καλύπτει πλήρως την Ρόδο, διατηρώντας ανοιχτό το θέμα της επήρειας του συμπλέγματος της Δωδεκανήσου συμπεριλαμβανομένου του Καστελλορίζου, χωρίς το τελευταίο να απομονώνεται.

Μάλιστα, η Συμφωνία στο Άρθρο 1 δεσμεύει τα δύο Μέρη πως η συνέχιση της οριοθέτησης θα γίνει με προέκταση της οριοθετικής γραμμής είτε προς τα ανατολικά του σημείου Α είτε προς τα δυτικά του σημείου Ε [Άρθρο 1(δ)]. Αυτό κρίνεται ιδιαιτέρως θετικό, αφού σε συνδυασμό με το Άρθρο 1(ε) που προβλέπει για την ενημέρωση και διαβούλευση οποιουδήποτε Μέρους σε περίπτωση διαπραγματεύσεων με τρίτο Μέρος με το οποίο μοιράζονται θαλάσσια σύνορα, δυνητικά κατοχυρώνει τα δικαιώματα της Ελλάδας ως ενδιαφερομένου μέρους στην περιοχή, τόσο δυτικά του σημείου Ε προς τη Λιβύη όσο και ανατολικά του σημείου Α προς την Κύπρο.

Το αρνητικό ενδεχόμενο

Θα ήταν ιδανικό το Άρθρο 1(ε) να αφορά αποκλειστικά διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό ΑΟΖ που λαμβάνουν χώρα μεταξύ Ελλάδας-Λιβύης ή Αιγύπτου-Λιβύης στα δυτικά ή Ελλάδας-Κύπρου στα ανατολικά, καθώς, για την ελληνική πλευρά, τα δύο Μέρη της Συμφωνίας δεν μοιράζονται ταυτόχρονα τις θαλάσσιες ζώνες τους με άλλο τρίτο κράτος.

Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να τεθεί τόσο ξεκάθαρα στο νομικό κείμενο, αλλά το συγκεκριμένο άρθρο προσφέρει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία ούτως ώστε η Ελλάδα να ορίσει θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο, προς τα οποία θα γίνει προέκταση του σημείου Α της Συμφωνίας Ελλάδας-Αιγύπτου, χωρίς να καθιστά την τελευταία υπεύθυνη για τη λύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Στο αρνητικό ενδεχόμενο, κατά το οποίο η σημερινή ή μία μελλοντική κυβέρνηση της Αιγύπτου ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, τουλάχιστον το συγκεκριμένο άρθρο την δεσμεύει ως προς την ενημέρωση και τη διαβούλευση που πρέπει να λάβει χώρα με την Ελλάδα, πριν καταλήξει σε τελική συμφωνία. Η ερμηνεία και η εφαρμογή του συγκεκριμένου Άρθρου μένει να αποδειχτεί στην πράξη.

Θετική εξέλιξη

Τελικό συμπέρασμα είναι ότι, δεδομένων των συνθηκών, η συγκεκριμένη Συμφωνία είναι μία θετική εξέλιξη που μακροπρόθεσμα μπορεί να εξελιχθεί σε στρατηγικής σημασίας. Απομένει η άμεση θέση της σε ισχύ κατόπιν ανταλλαγής των οργάνων επικυρώσεως από τις δύο χώρες και κοινοποίηση/ανάρτηση των συντεταγμένων από την Διεύθυνση Ωκεάνιων Υποθέσεων και Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ σύμφωνα με το άρθρο 75 (2) της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως και η καταχώριση το ταχύτερο δυνατό στη Γραμματεία σύμφωνα με το άρθρο 102 του Χάρτη του ΟΗΕ.

Η σημασία και η επιτυχία αυτής της Συμφωνίας θα κριθούν από την “ψήφο εμπιστοσύνης” που θα λάβει από τη Διεθνή Κοινότητα, καθώς και από την μελλοντική εφαρμογή και θωράκισή της μέσω του καθορισμού θαλασσίων οικοπέδων και της προσέλκυσης ισχυρών επενδυτών. Οι πρώτες νευρικές αντιδράσεις από την πλευρά της Τουρκίας αποδεικνύουν ότι η μερική αυτή Συμφωνία ήταν επιβεβλημένη και στο σωστό χρόνο.

Η Τουρκία, επιμένοντας στο ρόλο του ταραξία και προτιμώντας την απομόνωση, αναγκάστηκε να ακυρώσει τις διερευνητικές επαφές εξ’ αιτίας αυτής της Συμφωνίας, κάτι που αποδεικνύει πως η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου από την Ελλάδα σε συνεργασία με τις γειτονικές της χώρες είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος αντίδρασης στα αναθεωρητικά σχέδια στην περιοχή.

Ο Ερντογάν, ο οποίος είδε πρόσφατα την αποφασιστική αντίδραση του ελληνικού στόλου και αναγκάστηκε σε αναδίπλωση, προφανώς θα προσπαθήσει να αμφισβητήσει τη Συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου στην πράξη με την αποστολή ερευνητικών (και πολεμικών) πλοίων στην οριοθετημένη πια ελληνική ΑΟΖ που επικαλύπτει την παράνομη τουρκική, αφού νομικά (de jure) η θέση της Ελλάδας είναι πλέον ισχυρή.

Ακόμα μία φορά, όπως στον Έβρο αλλά και πρόσφατα με την παράνομη τουρκική NAVTEX, η αντίδραση της Ελλάδας πρέπει να είναι ψύχραιμη κι αποφασιστική, λαμβάνοντας υπ’ όψιν δύο παράγοντες: Πρώτον, ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στη συγκεκριμένη περιοχή είναι νομικά κατοχυρωμένα. Δεύτερον, ότι το διεθνές δίκαιο προβλέπει τους θεμιτούς τρόπους αντίδρασης στην παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με τους οποίους θα πράξουν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι