Οι επάλληλοι κύκλοι του τουρκικού επεκτατισμού – Σύγκριση με τις ελληνικές ελίτ
09/09/2023Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση, οι αναθεωρητικές φιλοδοξίες της Τουρκίας (βλ. το προηγούμενο άρθρο για την στρατηγική του τουρκικού επεκτατισμού εκείνη την εποχή) βρήκαν νέο πεδίο δόξης. Ήδη από τις αρχές Αυγούστου 1941, ο πρέσβης της Τουρκίας στη Μόσχα, Χυσρέβ Γκερεντέ, πρότεινε στη Βέρμαχτ ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για προπαγανδιστικούς σκοπούς τους ρωσο-τουρκικούς λαούς. Υπέβαλε δε την ιδέα ότι το Ράϊχ θα έπρεπε να οργανώσει ένα “τουρανικό” κράτος στα εδάφη που εκτείνονται μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Κασπίας.
Δεν επρόκειτο για ακαδημαϊκή συζήτηση. Οι ιδέες του μαχητικού Παντουρανισμού διακινούνταν με κέντρο την Τουρκική Ιστορική Εταιρεία της Άγκυρας, τα μέλη της οποίας ήταν υπό την προστασία του Προέδρου της Δημοκρατίας Ισμέτ Ινονού, στον οποίο πολλά εκ των μελών της Εταιρείας όφειλαν την σταδιοδρομία τους στους κρατικούς μηχανισμούς. Βρετανοί και Γερμανοί διπλωμάτες συμφωνούσαν στην εκτίμηση ότι ο Παντουρανισμός δεν ήταν μια αυθόρμητη συναισθηματική εκδήλωση, αλλά επίσημο πρόγραμμα της τουρκικής κυβέρνησης.
Η Άγκυρα, μάλιστα, έστειλε απεσταλμένο στο Βερολίνο για να συζητήσει τις παντουρανικές βλέψεις, τον Νουρή Πασά, αδελφό του ηγέτη των Νεότουρκων Ενβέρ Πασά, κύριου υπεύθυνου για τη συμμαχία της Αυτοκρατορίας με τον Γουλιέλμο το 1914. Επίσης απέστειλε τους στρατηγούς Αλί Φουάντ Ερντέν και Εμίρ Ερκιλέτ στο γερμανικό επιτελείο του μετώπου της Ουκρανίας, προς ενημέρωση, καθώς η Κριμαία αποτελούσε διακαή πόθο της Τουρκίας.
Η Τουρκία είχε ήδη αρχίσει να φυγαδεύει λαθραία από τη Σοβιετική Ένωση, Τατάρους διανοουμένους με προορισμό το Βερολίνο, όπου είχε οργανωθεί ταταρικό τυπογραφείο στην υπηρεσία της χιτλερικής προπαγάνδας, με στόχο τους μουσουλμάνους Σοβιετικούς αιχμαλώτους, αλλά και τον πληθυσμού των “τουρανικών” περιοχών, στους οποίους έριχναν προπαγανδιστικά φυλλάδια.
Οι “τουρκικές” λεγεώνες της Βέρμαχτ
Οι Γερμανοί, προσπαθώντας να θέσουν υπό έλεγχο τις τουρκικές ορέξεις, δεν συμφώνησαν στη χρήση του όρου “Τουρανισμός” και αντ’ αυτού χρησιμοποιούσαν τον όρο “Τιμορισμός” ή “Νταγκεστανισμός”. Στις δε τρεις “τουρκικές” λεγεώνες που η Βέρμαχτ ετοίμαζε να επανδρώσει με μουσουλμάνους της Ρωσίας, δόθηκαν τα ονόματα “Ταταρική”, “Καυκασιανή” και “Γεωργιακή”. Μια τέταρτη μονάδα θα λάβαινε το όνομα “Αρμενική Ταξιαρχία”.
Οι Τούρκοι διαφώνησαν και επέμεναν στην ονομασία “Τουρκεστάν” για το όλο μουσουλμανικό στρατιωτικό σώμα, με το επιχείρημα ότι ήταν παραδοσιακός γεωγραφικός όρος, χωρίς πολιτικές συνδηλώσεις. Πάγιος στόχος της Άγκυρας ήταν η επέκταση της επιρροής της στις μουσουλμανοκρατούμενες ή τουρκογενείς Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης και κυρίως ο έλεγχος της Κριμαίας.
Τί φταίει για την τουρκική επιθετικότητα
Διαπιστώνει κανείς πως μια Τουρκία ακόμα ανίσχυρη, χωρίς σοβαρές στρατιωτικές δυνάμεις, με όπλο της την γεωστρατηγική της θέση και την ευέλικτη και στοχευμένη διπλωματική δεξιότητα της πολιτικής της ελίτ, είχε θέσει σαφώς από πολύ νωρίς ως στόχο της την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία όριζε τα σύνορά της, με βάση τον συσχετισμό δύναμης του 1923, φέροντας βαρέως την απώλεια μεγάλων τμημάτων της οθωμανικής επικράτειας.
Παρά το γεγονός ότι η οικονομία και η στρατιωτική της ισχύς δεν είχαν ακόμα αναπτυχθεί, έχει σημασία ότι ήδη είχε συγκροτηθεί μια πολιτική ελίτ, με σπουδαίες διπλωματικές ικανότητες και κυρίως με εθνικό σχέδιο. Η ελίτ αυτή διαμορφώθηκε στη φωτιά του πολέμου της ανεξαρτησίας της Τουρκίας, είναι αυτή η οποία έχτισε το εθνικό κράτος της χώρας, τα σύνορα του οποίου εξ’ αρχής θεωρούσε ως προσωρινά και ως προϊόν μιας ατυχούς συγκυρίας, την οποία έθεσε ως ιδρυτικό της στόχο να ανατρέψει.
Γι’ αυτόν τον επιθετικό προσανατολισμό δεν φταίει το “κακό”, “βάρβαρο” ή “μογγολικό” DNA των Τούρκων. Δεν φταίει ούτε η “καθυστέρηση”, ο “ανατολισμός” και η “απουσία Διαφωτισμού”, όπως πιστεύουν ακόμα οι ιδεοληπτικοί της υποτιθέμενης δυτικής πολιτισμικής ανωτερότητας. Ούτε βεβαίως φταίει μια “ανορθολογική” εθνικιστική νοοτροπία, από την οποία η Τουρκία υποτίθεται πως θα χειραφετηθεί εφόσον γίνει δεκτή στον “φωτισμένο”, “πολιτισμένο” και “φιλειρηνικό” αστερισμό της ΕΕ, όπως φαντάζονται κάποιοι σε κάποια Αριστερά. Ας μην ελπίζουμε λοιπόν σε κάποιον Τούρκο Πέτρο Κωστόπουλο που θα “ξεβλαχέψει” τους Τούρκους και θα τους μετατρέψει σε Ολλανδούς!
Πάγια η τουρκική στρατηγική
Αντίθετα, πρόκειται για σταθερή στρατηγική ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους, το οποίο έχει συνέχεια και συνέπεια και κυρίως σαφή και σταθερό εθνικό σχεδιασμό. Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το εθνικό τουρκικό κράτος που τη διαδέχθηκε, αφού πρώτα διασφάλισε την κυριαρχία του επί της όποιας επικράτειας κατόρθωσε ενόπλως να διασφαλίσει, οργάνωσε την ανοικοδόμηση και τον εκσυγχρονισμό της και στήριξε τη συγκρότηση μιας δυναμικής εθνικής αστικής τάξης.
Ένα πολιτικό σύστημα με βάση πατριωτικές δυνάμεις με εθνική στρατηγική και μια οικονομική ελίτ, της οποίας πλέον η ανάγκη για “ζωτικό χώρο” παρέχει υλικό υποστήριγμα στον στρατηγικό σχεδιασμό που είχε από της ιδρύσεώς του το πολιτικό σύστημα, όταν η Τουρκία ήταν ακόμα μια αγροτική, φτωχή και ανίσχυρη χώρα. Όπως φαίνεται καθαρά από την άσκηση αυτής της “επιθετικής ουδετερότητας” κατά την εξεταζόμενη περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η πολιτική ηγεσία της μετα-οθωμανικής Τουρκίας είχε από νωρίς ιεραρχήσει τις στοχευμένες περιοχές που αποσπάστηκαν από την Αυτοκρατορία, σε μια σειρά επάλληλων κύκλων επιρροής:
- Πρώτον, χώρες, στις οποίες αξιώνει την “προστασία” και εργαλειοποίηση των μουσουλμανικών μειονοτήτων (μουσουλμανικές σοβιετικές δημοκρατίες, Βουλγαρία, Θράκη).
- Δεύτερον, χώρες, των οποίων τμήματα επιδιώκει να αποσπάσει (Αλεξανδρέττα, Κριμαία, Δωδεκάνησα, Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος, Θράκη).
- Τρίτον, χώρες, των οποίων επιδιώκει τη δορυφοροποίηση (Συρία, Ιράκ, Αίγυπτος τότε, Ελλάδα σήμερα).
- Τέταρτον, χώρες, τις οποίες θέλει να εξαφανίσει από τον χάρτη (Κουρδιστάν και Κύπρος).
Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου…
Τα όρια των κύκλων δεν είναι ρευστά και η μετάβαση από τον ένα στον άλλον καθορίζεται από τους συσχετισμούς ισχύος και τις ευκαιρίες των ευρύτερων συγκυριών. Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, ποια είναι η ποιότητα των αρχουσών ελίτ και του πολιτικού συστήματος; Πόσα μπορεί να αλλάξει κανείς από τις διαπιστώσεις του επικεφαλής της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής στη μεταπολεμική Ελλάδα, Paul Porter, διαπιστώσεις που έκανε ήδη από την πρώτη ημέρα της άφιξής του στην Αθήνα;
«…η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε κατ’ ουσίαν άλλη πολιτική εκτός από το να εκλιπαρεί για ξένη βοήθεια ώστε να διατηρήσει την εξουσία, απαριθμώντας θορυβωδώς τις θυσίες της Ελλάδας κατά τον πόλεμο και επικαλούμενη τον ίδιο της τον τεραστίων διαστάσεων αντικομμουνισμό ως επιχειρήματα για την παροχή ξένης βοήθειας σε απεριόριστες ποσότητες. Στόχος της, κατά την προσωπική μου κρίση, είναι να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση των προνομίων μιας μικρής κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους που αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα» (Paul A. Porter, “Ζητείται ένα θαύμα για την Ελλάδα”, 223).
Τι έχει αλλάξει από τότε; Έχει αλλάξει η οικονομική και στρατιωτική ισχύς της Τουρκίας, που παρέχει άλλη βαρύτητα στο στρατηγικό σχέδιο που μένει σταθερό και διαρκώς εμπλουτιζόμενο.
Το σχέδιο έχει κάνει πλέον σημαντικά βήματα. Η μισή Κύπρος είναι υπό στρατιωτική κατοχή και εποικισμό, το υπόλοιπο του κυπριακού κράτους, δεχθήκαμε να περιγράφεται απλώς ως συντεταγμένες, τα στενά ονομάστηκαν «τουρκικά στενά», τουρκική επιρροή και στρατιωτική παρουσία έχει εδραιωθεί στο Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη, το Αζερμπαϊτζάν, τη Σομαλία, την Υποσαχάρια Αφρική, η Τουρκία έχει κατορθώσει να κρατήσει μια ενεργά ουδέτερη στάση στον πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας, στο Αιγαίο φαίνεται να πετυχαίνει τον αφοπλισμό των ελληνικών νησιών και τη συζήτηση επί διεκδικήσεων κυριαρχικών δικαιωμάτων και κυριαρχίας της Ελλάδας, στην προοπτική του στόχου να το θέσει πλήρως υπό έλεγχο στο πλαίσιο της “Γαλάζιας Πατρίδας”, στην Θράκη το προξενείο της αποτελεί ήδη κράτος εν κράτει κοκ. Και όλα αυτά χωρίς κηρυγμένο πόλεμο, σε μια υποδειγματική εφαρμογή του δόγματος του Σουν Τζου, «η μεγαλύτερη τέχνη στον πόλεμο είναι να υποτάξεις τον εχθρό χωρίς μάχη».
Από την άλλη πλευρά, ποιος θα μπορούσε να δει στην Ελλάδα κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από αυτό που είδε ο Porter; Ίσως μόνον, ότι στο πολιτικό σύστημα έχει προστεθεί και μια ομάδα χρήσιμων ηλιθίων που επικαλύπτουν με “ιδεολογική” χρυσόσκονη στην υποτέλεια και εθελοδουλεία των ελίτ. Θα εξακολουθήσει ο ελληνικός λαός να δίνει τη συναίνεσή του σε αυτή τη γραμμή; Παραμένει ζητούμενο το πλήθος των εξατομικευμένων καταναλωτών να συγκροτηθεί σε πολιτικό υποκείμενο με γενική θέληση.
Τί έγραφε ο Θάνος Βερέμης…
Το κερασάκι του σημαντικού και επίκαιρου βιβλίου του Frank Weber “Ο επιτήδειος ουδέτερος” είναι η εισαγωγή στην ελληνική έκδοση. Εκεί ο Έλληνας συγγραφέας της εισαγωγής ασκεί κριτική στον έτερο μελετητή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής της ίδιας περιόδου, E. Weisdband, κατά τον οποίο, κύριο μέλημα της τουρκικής διπλωματίας ήταν να μείνει απλώς αλώβητη η χώρα τους και να επιβιώσει χωρίς ζημιές στην καταιγίδα της παγκόσμιας σύρραξης. Θέση την οποία καταρρίπτει ο Frank Weber.
Ο συγγραφέας της εισαγωγής παραθέτει κατά λέξη το συμπέρασμα του τελευταίου: «Καθόλη την διάρκεια του πολέμου, η τουρκική διπλωματία υπήρξε ένα λαμπρό παράδειγμα, με όλα τα μέτρα εκτός εκείνων της εντιμότητας και της ηθικής ακεραιότητας. Τριάντα χρόνια αργότερα όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο απέδειξαν ότι παρόλα αυτά δεν ήταν ικανοποιημένοι από τα κέρδη που τους είχε αποφέρει η διπλωματία τους».
Και συμπληρώνει εύστοχα ο Έλληνας συγγραφέας της εισαγωγής: «Αν η παρηγοριά των θυμάτων είναι κάποτε ηθική δικαίωση, τότε φοβούμαι ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική της περιόδου δεν θα πρέπει να υπολογίζει σε καμμιά παρηγοριά. Η σύγκριση της ευέλικτης τουρκικής διπλωματίας (που προϋπέθετε σημαντική εθνική αυτονομία) με την αντίστοιχη ελληνική, μόνο σε μελαγχολικά συμπεράσματα είναι δυνατόν να μας οδηγήσει».
Την εισαγωγή υπογράφει ο Δρ. Θάνος Βερέμης, τότε λέκτωρ της Ιστορίας στην Πάντειο ΑΣΠΕ.
Δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε περισσότερο με τον λέκτορα Θάνο Βερέμη. Το βέβαιο πάντως είναι ότι οι εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις του ιδίου, ομότιμου πλέον καθηγητή και κορυφαίου παράγοντα του ΕΛΙΑΜΕΠ, δεν οφείλονται ασφαλώς σε άγνοια της ιστορίας….
Η μεγαλύτερη τέχνη στον πόλεμο είναι να υποτάξεις τον εχθρό χωρίς μάχη (Σουν Τζου)