Οι καταβολές του τουρκικού διπλωματικού αναθεωρητισμού

Οι καταβολές του τουρκικού διπλωματικού αναθεωρητισμού, Διονύσης Δρόσος

Το βιβλίο του Frank G. Weber “Ο Επιτήδειος Ουδέτερος – Η Τουρκική Πολιτική κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στόχοι: Δωδεκάνησα-Κύπρος- Ανατολικό Αιγαίο-Ιράκ- Συρία- Κριμαία-Καύκασος” (Θετίλη 1983) είναι ένα παλιό και πολυδιαβασμένο βιβλίο, του οποίου ο τίτλος μάλιστα έχει περάσει στην καθημερινή γλώσσα ως κλασικός χαρακτηρισμός της τουρκικής στρατηγικής. Είναι, όμως, και ένα χρήσιμο ανάγνωσμα για τις καταβολές του τουρκικού διπλωματικού αναθεωρητισμού.

Αρχικά, ίσως να υπέθετε κανείς μόνο από τον τίτλο, ότι πρόκειται για μια επιδέξια διπλωματία της Τουρκίας με σκοπό την αποφυγή εμπλοκής στην παγκόσμια σφαγή. Η υπόθεση αυτή έχει υποστηριχθεί από τον E. Weisdband (Turkish Foreign Policy: 1943-1945). Ο Frank Weber αποδεικνύει την πλάνη αυτής της ερμηνείας. Το κλειδί για την κατανόηση της στάσης της Τουρκίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρίσκεται αλλού: σταθερή στρατηγική στόχευσή της είναι η κατά το δυνατόν αναίρεση εν τοις πράγμασι της Συνθήκης της Λωζάνης και η επανάκτηση όσο περισσότερων τμημάτων της απολεσθείσας οθωμανικής επικράτειας με το ελάχιστο, αν όχι με μηδενικό, κόστος.

Αυτή ήταν η επιθετική ουδετερότητα που υιοθετούσαν οι επίγονοι του Κεμάλ Ατατούρκ: μια άγρυπνη, οξυδερκής και ευέλικτη παρακολούθηση και ετοιμότητα εκμετάλλευσης της παραμικρής ρωγμής που παρουσιαζόταν στους ρευστούς και διαρκώς μεταβαλλόμενους συσχετισμούς και σχεδιασμούς των εμπολέμων αντιπάλων δυνάμεων, οι οποίες διαγκωνίζονταν για την εύνοιά της.

Η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης αποτελεί σχεδόν καταστατικό στοιχείο της Τουρκικής Δημοκρατίας από ιδρύσεώς της και ως εκ τούτου, σταθερό προσανατολισμό της πολιτικής ηγεσίας της, τόσο στην εκδοχή του κεμαλικού εκσυγχρονισμού, όσο σε εκείνη του ερντογανικού νεοοθωμανισμού. Ο Weber επισημαίνει και παρακολουθεί με οξυδέρκεια τις κινήσεις της τουρκικής διπλωματίας που δείχνουν την επαγρύπνησή της για εκμετάλλευση ευκαιριών αναθεώρησης, χωρίς πολεμικό κόστος, καθ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Άφθονα τα παραδείγματα…

Τουρκία και Αλεξανδρέττα

Ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Ινονού, Τεφίκ Ρουστή Αράς, εκμεταλλευόμενος την παραβίαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, όταν οι Γερμανοί ανακατέλαβαν τη Ρηνανία, πρόβαλε το επιχείρημα ότι πλέον οι μεγάλες δυνάμεις δεν μπορούσαν να αρνηθούν στην Τουρκία, εφόσον δεν αντέδρασαν σε αυτή τη γερμανική παραβίαση. Οι Βρετανοί, θορυβημένοι από τις προετοιμασίες της Γερμανίας, αναθεώρησαν την πολιτική τους για τα Στενά –εφόσον πλέον δεν ήταν η Ρωσία ο άμεσος κίνδυνος– και οδηγήθηκαν στη Συνθήκη του Μοντρέ (1936), μέσω της οποίας η Τουρκία ανέκτησε τον έλεγχο των Στενών, χωρίς να αναλάβει καμία συγκεκριμένη δέσμευση έναντι της Βρετανίας. Αυτό αποτελούσε μια μερική αναθεώρηση της Σύμβασης της Λωζάνης, η πλήρης αναθεώρηση της οποίας αποτελούσε και αποτελεί ρητά πλέον στόχο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ δίσταζε να στηριχθεί αποφασιστικά στους Άραβες από φόβο μήπως αυτό εμποδίσει την τότε ακολουθούμενη πολιτική της Γερμανίας να διευκολύνει την “μεταφορά” διωγμένων Εβραίων στην Παλαιστίνη, αλλά και για να μην δυσαρεστήσει την Τουρκία που είχε ασύμβατες προς τους Άραβες βλέψεις. Ο δισταγμός του Βερολίνου ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία για τον Αράς να αποσπάσει την Αλεξανδρέττα.

Ο Αράς είχε ήδη προετοιμάσει το έδαφος επιτυγχάνοντας την παραχώρηση ελευθεριών στους Τούρκους της Αλεξανδρέττας και προβάλλοντας το αίτημα να επιτραπεί η κατάληψη της πόλης από τον τουρκικό στρατό, προς διασφάλιση των ελευθεριών αυτών. Έτσι η Τουρκία –χωρίς να έχει δεσμευθεί με καμία υποχρέωση και πατώντας στην άγνοια των Βρετανών εάν είχε υπάρξει συμφωνία και στον φόβο των Γάλλων μήπως επίκειται συμφωνία με τον Άξονα– επέτυχε ο τουρκικός στρατός να εισέλθει στην πόλη στις 5 Ιουλίου 1938, αφού το είχαν επιτρέψει οι Γάλλοι.

Χωρίς να αναλάβει καμία δέσμευση έναντι των συμμάχων, η Τουρκία μέσα σε ένα χρόνο κατάφερε να προσαρτήσει όλη την πόλη και τα περίχωρά της. Για να διαλύσει την παραμικρή παρεξήγηση, ο Αράς δήλωσε ευθαρσώς στον Βρετανό πρέσβη Πέρσυ Λόραιν, σε συνάντησή τους τον Οκτώβριο του 1938, ότι «η Άγκυρα θα πολεμούσε ως σύμμαχος οποιουδήποτε από τους αντιμαχομένους της προσέφερε τα μεγαλύτερα ανταλλάγματα».

Εκδουλεύσεις στους αντιμαχόμενους

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει επίσης η προθυμία της Τουρκίας για προσφορά καλών υπηρεσιών προς αμφότερους τους αντιμαχόμενους. Προτάθηκε, λοιπόν, στους Βρετανούς να αναλάβει ο τουρκικός στρατός τη φύλαξη της Αιγύπτου, σε περίπτωση που εκεί οι σταθμεύουσες βρετανικές δυνάμεις χρειαστεί να αποσυρθούν για να πολεμήσουν εναντίον του Χίτλερ! Πρόταση, η οποία ορθά ερμηνεύτηκε από το Κάϊρο ως προσπάθεια επαναφοράς της τουρκικής δικαιοδοσίας στην Αίγυπτο.

Η σύνδεσή της Τουρκίας με τους Αγγλο-Γάλλους όσον αφορά τα Βαλκάνια στις 12 Μαΐου του 1939, φρόντισαν να είναι όχι στρατιωτική συμμαχία, αλλά απλώς μια “Συνθήκη φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας”, αρνούμενοι βεβαίως να συνδράμουν την Ελλάδα σε περίπτωση επίθεσης από την Ιταλία.

Όταν οι γαλλικές δυνάμεις έπρεπε να συγκεντρωθούν κατά μήκος του Ρήνου, μετά την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τον Χίτλερ, οι Τούρκοι υπέβαλαν προς την Γαλλία το ευγενές αίτημα να αναλάβουν οι ίδιοι την Γαλλική Εντολή στη Συρία, για να “διευκολύνουν” την άμυνα της Γαλλίας. Η κυβέρνηση του Ιράκ προσέφερε την χρησιμοποίηση των στρατευμάτων της στην αγγλογαλλική συμμαχία, υπό τον συνεχή φόβο ότι η τελευταία θα ενέδιδε στη συνεχή πίεση της Άγκυρας για την παραχώρηση της Μοσούλης.

Όμως, η Τουρκία αξίωνε και από τους Γερμανούς να αναγνωριστεί το Ιράκ ως τμήμα της τουρκικής σφαίρας επιρροής. Ο φόβος για την επιστροφή των Τούρκων οδήγησε στην ιρακινή επανάσταση του 1941. Στις δε συζητήσεις για την συμμετοχή της Τουρκίας στο πλευρό των Συμμάχων σε ενδεχόμενο πόλεμο με την Ιταλία στα Βαλκάνια, οι Τούρκοι είχαν θέσει ως προϋπόθεση να κηρύξουν οι Σύμμαχοι πρώτοι τον πόλεμο στην Ιταλία, να εισβάλει κατόπιν ο γαλλικός στόλος στον Τάραντα και συγχρόνως να καταλάβουν οι ίδιοι για λογαριασμό τους τα Δωδεκάνησα!

Προτάσεις για τα Δωδεκάνησα

Οι Γερμανοί είχαν τον πρέσβη τους στην Άγκυρα φον Πάπεν να συνηγορεί υπέρ της επιστροφής στους Τούρκους ενός μέρους των Δωδεκανήσων, τις οποίες η Ιταλία κατείχε από το 1911. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο Καστελλόριζο, το οποίο ο Πάπεν δεν θεωρούσε απαραίτητο για την ασφάλεια της Ιταλίας και του οποίου, «η συνεχιζόμενη κατοχή αποτελούσε ύβρη και πρόκληση για την τουρκική κυριαρχία», κατά τον ίδιο.

Αντίστοιχη πρόταση για παραχώρηση των Δωδεκανήσων είχε υποβάλει και το Φόρεϊν Όφφις προς την κυβέρνηση του Λονδίνου, την τελευταία στιγμή όμως η “προσφορά” ανακλήθηκε (28  Μαΐου 1940), λόγω αδυναμίας της καταρρέουσας Γαλλίας να υποστηρίξει μια τουρκική απόβαση στα Δωδεκάνησα. Με τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, η Άγκυρα αρνήθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους συμμάχους, με τη δικαιολογία ότι η συνθήκη αφορούσε και τους Γάλλους και χωρίς αυτούς, η Τουρκία δεν δεσμευόταν να υποστηρίξει μόνον τους Βρετανούς.

Εξακολουθούσε, ωστόσο, τα παζάρια με τους τελευταίους για την παροχή διευκολύνσεων, θέτοντας συνεχώς αξιώσεις για τον έλεγχο των Δωδεκανήσων, αλλά και της Αλβανίας. Επίσης, μετά την ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, η τουρκική κυβέρνηση αρνήθηκε να βοηθήσει και να τιμήσει έτσι το Βαλκανικό Σύμφωνο, χωρίς τις εξής εδαφικές παραχωρήσεις: Δωδεκάνησα, βουλγαρική Θράκη και Αλβανία και επιπλέον στρατιωτικό έλεγχο της Θεσσαλονίκης!

Μετά την κατάληψη της Ελλάδας, το ενδιαφέρον της Τουρκίας συμπεριέλαβε και την Κύπρο, την οποία κατείχαν οι Βρετανοί από το 1878, υπό την πρόφαση της υποστήριξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την ρωσική απειλή, προϋπόθεση που είχε πλέον εκλείψει. Αν και οι Βρετανοί δεν ενέδωσαν σε αυτή την απαίτηση, ωστόσο, η αποφασιστική επιμονή της Τουρκίας βάρυνε ιδιαίτερα στην αποτροπή της παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα, σε περίπτωση επικράτησης επί του Άξονα. Κατά την γερμανική κατοχή, μάλιστα, η κυβέρνηση Σαράτσογλου στην Άγκυρα πρότεινε στους Γερμανούς να αναλάβει η Τουρκία τη φύλαξη των ελληνικών νήσων Χίου, Σάμου και Λέσβου, ώστε να “εξοικονομηθούν” γερμανικές δυνάμεις!

Σε επόμενο άρθρο θα εξετάσουμε την στάση της Τουρκίας έναντι της γερμανικής εισβολής στην Σοβιετική Ένωση και θα προχωρήσουμε σε μία σύγκριση με την τουρκική αναθεωρητική πολιτική που ακολουθείται μέχρι τις μέρες μας.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι