Οι μετεκλογικές ελληνοτουρκικές συνομιλίες θα έχουν και Πάιατ στη σκηνή
07/05/2023Οι βιαστικές και στη λογική των ίσων αποστάσεων του “δόγματος Λουνς” επισημάνσεις του Αμερικανού πρεσβευτή Τζορτζ Τσούνης, στο Delphi Economic Forum, περί αμοιβαίων λαθών Ελλάδας και Τουρκίας και «πολύ σοβαρής προσπάθειας επίλυσης των προβλημάτων μετά τις εκλογές», αποτελούν αφετηρία σημαντικών εξελίξεων. Για τις επικείμενες ελληνοτουρκικές συνομιλίες ουδείς διαφωτίζει τους Eλληνες ψηφοφόρους, μόλις δύο εβδομάδες πριν αποφασίσουν στις κάλπες για το μέλλον τους.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μιλά ασαφώς περί διαφοράς “θαλάσσιων ζωνών” με την Τουρκία. Δεν αποκλείει, δηλαδή, συζητήσεις για το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, αναπαράγοντας το προ 20ετίας σκεπτικό των διερευνητικών επαφών επί κυβέρνησης Σημίτη. Πρόκειται για τα λεγόμενα “αυξομειούμενα χωρικά ύδατα” από 6 ως 12 ναυτικά μίλια ανά περιοχή (ή ύδατα-ακορντεόν), που δεν είχαν αποκλειστεί ως λύση.
Κάποια στιγμή, ωστόσο, η τουρκική πλευρά έθεσε ζήτημα μείωσης και κάτω των 6 μιλίων σε ορισμένα μέρη του Αιγαίου(!), οπότε οι συνομιλίες διακόπηκαν. Από την πλευρά του, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, αν και περιορίζει τις ελληνοτουρκικές συζητήσεις στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, αποφεύγει να γίνει συγκεκριμένος ως προς τα όρια των ξένων μεσολαβήσεων (Ουάσινγκτον και Βερολίνου) που θα αποδεχόταν η Ελλάδα.
Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν μόνον δύο χειροπιαστά στοιχεία για τις ελληνοαμερικανικές συνεννοήσεις. Αφενός, ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν σημείωσε στον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Φεβρουάριο, ότι ο νέος ελληνοτουρκικός διάλογος μπορεί να ξεκινήσει από τα έξι σημεία της άτυπης συμφωνίας των διπλωματικών συμβούλων Μπούρα-Καλίν του Δεκεμβρίου 2022. Με λίγα λόγια, το μήνυμα Μπλίνκεν θα είναι ότι η Ουάσινγκτον δεν επιβάλλει λύσεις στις δύο σύμμαχες χώρες, αλλά διευκολύνει την πρόοδο στις συνεννοήσεις που ήδη έχουν αρχίσει οι ίδιες.
Αφετέρου, όπως ευρέως συζητείται μεταξύ Ελλήνων και ξένων διπλωματών στην Αθήνα, αναμένεται η επίσκεψη ανώτερου Αμερικανού αξιωματούχου στην περιοχή, ανάλογα με τον ακριβή χρόνο παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στη νέα κυβέρνηση. Η θερινή επίσκεψη δεν θα αποτελεί αμιγή μεσολαβητική πρωτοβουλία, αλλά προσπάθεια επιτόπιας αξιολόγησης της κατάστασης με έμφαση –εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία– στη συνοχή της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ και σε ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας.
Στο επίκεντρο ο Πάιατ
Οριστικές αποφάσεις δεν έχουν ληφθεί, αλλά ως πιθανότερος απεσταλμένος εμφανίζεται ο βοηθός υπουργός Εξωτερικών για θέματα Ενεργειακών Πόρων Τζέφρεϊ Πάιατ, ο οποίος συγκεντρώνει τρία πλεονεκτήματα έναντι άλλων Αμερικανών αξιωματούχων. Πρώτα απ’ όλα, έχει πραγματικό αντικείμενο συνομιλιών στην Αθήνα (ενεργειακή συνεργασία του σχήματος “3+1”, σταθμός υγροποιημένου φυσικού αερίου Αλεξανδρούπολης, ηλεκτρική διασύνδεση GREGY με την Αίγυπτο, αποθέματα βαλκανικών χωρών), καθώς και στην Άγκυρα (κοιτάσματα φυσικού αερίου στη Μαύρη Θάλασσα, ροή ποσοτήτων από Ρωσία, Αζερμπαϊτζάν κ.λπ.). Επομένως, οι συνομιλίες του δεν θα αφορούν, αποκλειστικά, τις μελλοντικές ελληνοτουρκικές ισορροπίες, αλλά μια ατζέντα άμεσου ενδιαφέροντος για τις δύο χώρες.
Παράλληλα, ο Τζέφρεϊ Πάιατ, έχοντας υπηρετήσει έξι χρόνια ως πρεσβευτής στην Αθήνα, έχει γνωστούς δεσμούς με πρωταγωνιστικά πρόσωπα της πολιτικής σκηνής που, προφανώς, θα έχουν αυξημένο ρόλο σε ένα νέο σκηνικό κυβερνήσεων συνεργασίας και, πολύ περισσότερο, στο κλίμα επικείμενου ελληνοτουρκικού συμβιβασμού. Ο νυν πρεσβευτής Τζορτζ Τσούνης προσπαθεί να εμβαθύνει στις δικές του σχέσεις, χωρίς τα προσδοκόμενα αποτελέσματα, ενώ μεγάλο μειονέκτημά του παραμένει ότι είναι εξωυπηρεσιακός παράγοντας και δύσκολα αποδεκτός από τη μέση γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Ως τρίτο πλεονέκτημα της ενδεχόμενης δράσης του Τζέφρεϊ Πάιατ αναφέρεται ότι οι υποθέσεις του Γραφείου Ενεργειακών Πόρων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ συγκεντρώνουν διακομματική στήριξη, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων. Επομένως, όποια πρωτοβουλία του στην Ανατολική Μεσόγειο (ίσως περιλαμβάνει την Κύπρο και το Ισραήλ) δεν θα ακυρωθεί από την προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ το 2024. Αν θα υπάρχει, βέβαια, πραγματικό αντικείμενο μεσολαβητικών ενεργειών, αφού τα φιλόδοξα σχέδια μπορεί να έχουν ανατραπεί από μετεκλογική αστάθεια στην Ελλάδα και την Τουρκία.