Οι ορίζουσες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και το “δώρο” του Ερντογάν

Οι ορίζουσες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και το "δώρο" του Ερντογάν, Ζαχαρίας Μίχας

Επί αιώνες στη γεωστρατηγική οπτική των μεγάλων δυνάμεων ο γεωγραφικός χώρος Ελλάδας και Τουρκίας αντιμετωπιζόταν ενιαία. Η ανθρωπότητα περνούσε σταδιακά στην εποχή του πετρελαίου και η σταδιακή εξαφάνιση της βρετανικής αυτοκρατορίας είχε ως απότοκο την ανάδυση των ΗΠΑ ως αδιαμφισβήτητου “πρώτου” στον πλανήτη. Ο δε αχανής ηπειρωτικός όγκος της Ρωσίας/ΕΣΣΔ την καθιστούσε κορυφαίο γεωπολιτικό ανταγωνιστή και της Μεγάλης Βρετανίας και αργότερα των Αμερικανών.

Η δημιουργία ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821 έπρεπε πάντα να συνάδει με τον βασικό στόχο της δυτικής στρατηγικής: την ανάσχεση καθόδου της Ρωσίας στα “θερμά ύδατα” της Μεσογείου και στην πετρελαιοφόρα περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αυτό είναι το “παιχνίδι” που παιζόταν και εξακολουθεί να παίζεται έως σήμερα. Με Ρωσία, ή ΕΣΣΔ, ή και πάλι με Ρωσία, ο στόχος της αρχιτεκτονικής ασφαλείας του Δυτικού Κόσμου ήταν, είναι και θα παραμείνει στο προβλεπτό μέλλον ο ίδιος.

Με αυτό ως “πυξίδα” πρέπει να προσεγγιστούν και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι αυταπόδεικτο ότι η συζήτηση περί “δικαίων του Ελληνισμού” σε μια τέτοια κυνική ανάλυση των διεθνών σχέσεων δεν έχει θέση. Ασφαλώς πρέπει να ασχολούμαστε με αυτά, αλλά να έχουμε συνείδηση ότι στόχος είναι να παρεμβληθούν κάποια “λογικά εμπόδια” στην ανάπτυξη μη συμβατών με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα πολιτικών από τους ισχυρούς δρώντες.

Διότι και η δική τους πολιτική, όπως πρέπει να ισχύει και για την ελληνική, δεν δομείται με βάση το όποιο δίκαιο, αλλά αποκλειστικά και μόνο με βάση τα δικά τους γεωστρατηγικά συμφέροντα. Αυτό είναι “το παιχνίδι” που παίζουν και τα σύγχρονα κράτη, όπως γινόταν επί αιώνες, τουλάχιστον από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας που ρύθμισε τη συνύπαρξη κυρίαρχων κρατών, μέχρι σήμερα.

Κατά συνέπεια, οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις εξακολουθούν να έχουν πανομοιότυπους στόχους εξωτερικής πολιτικής και στο πλαίσιό της, αντιμετωπίζουν Ελλάδα και Τουρκία υπό το ίδιο πρίσμα. Εάν η Ελλάδα δεν συνυπολογίσει αυτό το δεδομένο, είναι καταδικασμένη να ζήσει νέες τραγωδίες. Το ζητούμενο είναι να συνειδητοποιηθεί από ελληνικής πλευράς όχι μόνο το “αποδεκτό” από τη Δύση πλαίσιο κινήσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και το πώς η Ελλάδα θα κατορθώσει να χρησιμοποιήσει προς όφελός της αυτή τη δυτική ανησυχία.

Ο Βαυαρός βασιλιάς Όθωνας σχεδόν εκδιώχθηκε από την Ελλάδα -λίγα χρόνια μετά- όταν συντάχθηκε με τη Ρωσία στον Πόλεμο της Κριμαίας για να παρατεθεί ένα παράδειγμα. Πιο πρόσφατα, πολλοί συνδέουν την τύχη της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή με την πέραν του “αποδεκτού” ενεργειακή σύμπλευση με τη Ρωσία για τον αγωγό South Stream. Πρόκειται για αποστολή με δύο διαστάσεις. Η πρώτη είναι ο ρόλος που η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει στο πλαίσιο της κυρίαρχης δυτικής οπτικής. Η δεύτερη και σημαντικότερη, είναι η εξασφάλιση μοχλών πίεσης ώστε η προώθηση των στόχων της Δύσης να μην γίνεται κατά τρόπο που θίγει τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Το λάθος Ερντογάν

Στη συνέχεια η ανάλυση θα εστιαστεί στη συσχέτιση της σημερινής κατάστασης στη γεωπολιτική περιφέρεια της Ελλάδας με αυτές τις σταθερές. Ποια είναι τα σενάρια εξελίξεων και ποιες είναι οι παγίδες που μπορεί να αντιμετωπίσει η ελληνική διπλωματία. Τα σενάρια με και χωρίς τον Ερντογάν και οι βασικές κινήσεις στη “σκακιέρα” των μεγάλων δυνάμεων. Και φυσικά, οι κινήσεις που πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να προασπίσει τα συμφέροντά της ασχέτως της τροπής που θα λάβουν τελικά οι εξελίξεις.

Η αμετροέπεια της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν την μετέτρεψε σε μπούμερανγκ. Επιχείρησε να ανεξαρτητοποιήσει την Τουρκία από τα δυτικά της “δεσμά”. Σκοπός του ήταν να αξιοποιήσει την “αναντικατάστατη” γεωπολιτική αξία της Τουρκίας στη δυτική γεωστρατηγική, ώστε διαπραγματευόμενος με όλους να μεγιστοποιήσει τα τουρκικά οφέλη, αξιοποιώντας τον ανταγωνισμό κυρίως ΗΠΑ-Ρωσίας.

Έπεσε όμως θύμα της ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία μπορεί να διαπραγματεύεται ως ίσος προς ίσον με την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα. Η δε σχεδόν φυσική ροπή της Άγκυρας να πιέζει συνεχώς τα όρια, επιχειρώντας να τα διευρύνει, οδήγησε σε σφάλματα (βλέπε S-400) μη αναστρέψιμα, τα οποία έχουν προκαλέσει σοβαρή ζημιά στη διεθνή εικόνα της Τουρκίας, με σοβαρές επιπτώσεις και στο εσωτερικό μέτωπο.

Ο Ερντογάν βρίσκεται σε δύσκολη θέση πιεζόμενος πανταχόθεν, χωρίς επιλογή η οποία να ικανοποιεί τις βασικές επιδιώξεις του. Ίσως η κατάσταση αυτή να ερμηνεύει με ψυχοσωματικούς όρους και την θρυλούμενη επιδείνωση της υγείας του. Η “ανεξάρτητη πολιτική” αποδείχθηκε χίμαιρα. Από τη μία προκάλεσε ρήγμα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και άπό την άλλη εξάρτηση από Ρωσία και Κίνα.

Η Ελλάδα καταβάλει το κόστος

Η Μόσχα εξυπηρετείται από το αδιέξοδο, καθώς συντηρεί τον διχασμό στο αντίπαλο στρατόπεδο (ΝΑΤΟ). Το Πεκίνο που αισθάνεται την πίεση της Δύσης και την πρόθεση να εμποδίστεί η ακώλυτη εμπορική πρόσβασή του στην Ευρώπη, προσφέρει(;) οικονομικές “ανάσες” στο καθεστώς Ερντογάν, ενισχύοντας την παρουσία του στην Τουρκία. Έτσι, επιχειρεί να δημιουργήσει χερσαία εναλλακτική διαδρομή του σύγχρονου “δρόμου του μεταξιού” (One Belt One Road Initiative).

Οι διαβουλεύσεις εξομάλυνσης των σχέσεων του Κατάρ με τις άλλες μοναρχίες του Κόλπου που έχουν ως στόχο και τον περιορισμό της εκεί τουρκικής επιρροής. Εάν αυτό ποτέ συμβεί θα στερήσει δυνητικά τη γενναιόδωρη οικονομική υποστήριξη που το εμιράτο προσφέρει στην Τουρκία. Μία τέτοια εξέλιξη θα μεγιστοποιήσει την οικονομική εξάρτηση της Τουρκίας από την Κίνα.

Στόχος της δυτικής πίεσης προς τον Ερντογάν είναι ή η επί των ημερών του επιστροφή της Τουρκίας στο δυτικό πλαίσιο και η διάρρηξη των δεσμών της με τη Ρωσία, ή η κατάρρευση του καθεστώτος του. Η Δύση, πάντως, επιδιώκει να ελέγχει τον τουρκικό χώρο. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να χειριστεί και τα δυο παραπάνω ενδεχόμενα.

Παραδοσιακά, η Ελλάδα καλείται να καταβάλλει σημαντικό μέρος του κόστους για να διατηρείται ικανοποιημένη η Τουρκία. Τα “ελληνικά δίκαια” δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν από τη Δύση, ασχέτως της έδρασης στο διεθνές δίκαιο και της επιχειρηματολογίας που τα συνόδευε. Κι αυτό, επειδή οι γεωστρατηγικές προτεραιότητες της Δύσης ήταν άλλες. Αυτό θα έπρεπε να μας έχει διδάξει την ανάγκη δημιουργίας μοχλών πίεσης που θα παρεμβάλλονταν, περιορίζοντας τη δυνατότητα των Δυτικών να στέλνουν εμμέσως πλην σαφώς τον λογαριασμό στην Ελλάδα.

Πλήρης ευθυγράμμιση με Βρυξέλλες

Ο Ψυχρός Πόλεμος και η εξάρτηση της Ελλάδας από τη Δύση, ωστόσο, δεν άφηνε πολλά περιθώρια κινήσεων. Εξαίρεση αποτελούν οι κινήσεις της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της κρίσης του Μαρτίου 1987, όταν ενέπλεξε τη Βουλγαρία, μέλος τότε του Συμφώνου της Βαρσοβίας, που δυνητικά ήταν απειλή και για εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης. Η έκβαση της κρίσης ήταν ελληνική επιτυχία, αλλά τακτικού χαρακτήρα.

Η ένταξη της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης ευθυγράμμισε απόλυτα τις επιλογές των ελληνικών ελίτ με τις Βρυξέλλες. Η ανεύθυνη χρήση της υπερβάλλουσας ρευστότητας οδήγησε σε χρεοκοπία, ένταξη σε Μνημόνια και υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας, με αποτέλεσμα η χώρα να απολέσει μέρος της ανεξαρτησίας της. Ή τουλάχιστον περιορίστηκαν σημαντικά τα περιθώρια κινήσεών της.

Ευτυχώς η αποχαλίνωση του τουρκικού αναθεωρητισμού μας βρήκε με νέα δεδομένα στο τραπέζι. Η αμετροέπεια του Ερντογάν, που λόγω του εναγκαλισμού με τον Πούτιν προκάλεσε ρήγμα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, οδήγησε στη μεγιστοποίηση της αξίας του ελληνικού χώρου. Πρώτον, λόγω της διαδικασίας εξεύρεσης νέων πλανητικών ισορροπιών. Δεύτερον, λόγω του ενεργειακού παιγνίου με κέντρο την Ανατολική Μεσόγειο και στόχο πάλι τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Άρα, εκ νέου με αναγωγή στις δυτικές γεωστρατηγικές προτεραιότητες και τον “συνήθη ύποπτο” ως αντίπαλο.

Η Ελλάδα είναι προυπόθεση

Οι αμερικανικές στρατιωτικές επενδύσεις στην Ελλάδα είναι μαζικές, αν και χωρίς κλάσμα έστω των ανταλλαγμάτων που απολαμβάνουν άλλες χώρες της περιοχής, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Ας ελπίσουμε ότι αυτό σύντομα θα αλλάξει. Η αμερικανική παρουσία στην Ελλάδα δεν θα μειωθεί ακόμα και σε περίπτωση επιστροφής της Τουρκίας στο δυτικό πλαίσιο. Η Ουάσιγκτον δείχνει να έχει κατανοήσει ότι η Ελλάδα αποτελεί προϋπόθεση για να αποτραπούν εκ νέου εκβιαστικές πρακτικές από την Τουρκία.

Ωστόσο, η αμερικανική στρατιωτική παρουσία δεν διασφαλίζει την Ελλάδα ότι δεν θα της ασκηθούν ασφυκτικές πιέσεις για “εκπτώσεις” στα ελληνικά (ελλαδικά και κυπριακά) εθνικά συμφέροντα με σκοπό τον κατευνασμό της Τουρκίας. Κατά συνέπεια, στρατηγικές συμμαχίες με Ισραήλ, Αίγυπτο, Εμιράτα και Σαουδική Αραβία, αλλά σταδιακά και με Ινδία, πρέπει να είναι στόχος. Η Ελλάδα μπορεί σ’ αυτό το πλαίσιο να παίξει και το ευρωπαϊκό χαρτί, προσελκύοντας παράλληλα και επενδύσεις.

Οι γεωπολιτικές σταθερές αιώνων δεν έχουν μεταβληθεί. Το ζητούμενο είναι η ελληνική πλευρά να κινηθεί με ρεαλισμό και να είναι προετοιμασμένη για όλα τα πιθανά σενάρια. Κυρίως όμως δίχως ψευδαισθήσεις, καθώς ήδη οι γνωστοί κύκλοι στην Ελλάδα ισχυρίζονται ότι η απομάκρυνση του Ερντογάν από το “κάδρο” θα επιτρέψει το κλείσιμο του ελληνοτουρκικού μετώπου.