Τουρκικοί ισχυρισμοί και Διεθνές Δίκαιο – Συμπεράσματα
14/06/2022Στα δύο προηγούμενα άρθρα εξετάσαμε τους τουρκικούς ισχυρισμούς ερωτήματα για τις διεκδικήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και τις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου και των Συνθηκών της Λωζάννης και των Παρισίων. Επίσης, τις διαδικασίες καθορισμού των ΑΟΖ και τα στοιχεία που διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στις σχετικές αποφάσεις. Συνοψίζοντας τα όσα αναφέρθηκαν στο πρώτο και στο δεύτερο άρθρο, που προηγήθηκαν, οδηγούμεθα στα ακόλουθα συμπεράσματα:
Πρώτον, από την ανάλυση που προηγήθηκε, καθίσταται σαφές ότι αποσπασματικά τοπική οριοθέτηση ΑΟΖ μόνο στο Αιγαίο και όχι ανατολικότερα από την Κρήτη, είναι μη αποδεκτή από την Τουρκία. Τούτο διότι ενώ στο Βόρειο και στο Νότιο Αιγαίο υπάρχει πολύ περιορισμένη θαλάσσια περιοχή για καθορισμό τουρκικής ΑΟΖ, με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας εκτιμά ότι θα “αποσπάσει” την μερίδα του λέοντος στην περιοχή μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Σε κάθε περίπτωση οι ακτές του Λασιθίου της Ανατολικής Κρήτης είναι βασικό σημείο αναφοράς για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών, της Ελλάδας, τόσο με την Τουρκία, όσο και με την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Λιβύη.
Δεύτερον, η ελληνο-αιγυπτιακή Συμφωνία σταμάτησε στον Μεσημβρινό που περνά από την Ρόδο, διότι ακριβώς είναι σε αναμονή διευθέτησης θαλάσσιων συνόρων Ελλάδας-Τουρκίας με την εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας στην περιοχή, όπως θεωρείτε αναμενόμενο. Το τουρκολιβυκό Μνημόνιο από την άλλη πλευρά, κατάφορα παραβιάζει τόσο το Διεθνές Δίκαιο και το μονομερές δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα έως 12 μίλια, όσο και την Συμφωνία για την προσωρινή διακυβέρνηση της Λιβύης.
Τρίτον, η δυνατότητα της Ελλάδας να ομαδοποιήσει συστάδες νησιών με τη διαδικασία “carpet”, ώστε να θεωρούνται ως περιοχή ενιαίας ξηράς, χρήζει εξειδικευμένης μελέτης διότι με την ομαδοποίηση αυτή μικραίνει η θεωρητική ακτογραμμή, που δεν θα είναι πλέον αθροιστική των νήσων αλλά περιφερειακή, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται αρνητικά για την Ελλάδα η αρχή της αναλογικότητας του μήκους των ακτών, που ένα Διεθνές Όργανο Κρίσεων λαμβάνει υπόψη για τον καθορισμό ΑΟΖ.
Ο τουρκικός φανατισμός ως μέσο πίεσης
Τέταρτον, η διατήρηση της έντονης πολιτικής ρητορικής από την Τουρκία, με την ταυτόχρονη χρήση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, δημιουργεί φανατισμό στον τουρκικό λαό. Η Άγκυρα, επικαλούμενη στη συνέχεια την μη αποδοχή υποχωρήσεων από την τουρκική κοινή γνώμη, εκτιμά ότι ισχυροποιεί τη θέση της σε μία μελλοντική διεθνή διαμεσολάβηση. Προς την κατεύθυνση αυτή, ήδη σήμερα οι εσωτερικές δημοσκοπήσεις στην Τουρκία καταδεικνύουν ότι πλειοψηφικά η κοινή γνώμη πιστεύει ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από την “Γαλάζια Πατρίδα” πρέπει να διεκδικηθούν ακόμα και με τη χρήση ένοπλης βίας. Συμπερασματικά, όταν ο τουρκικός λαός δεν μπορεί να χορτάσει με ψωμί, τα κόμματα επιχειρούν να τον χορτάσουν με φανατισμό και μεγαλοϊδεατισμό. Η μεθόδευση αυτή με τη δημιουργία εθνικού φανατισμού δεν γίνεται αποδεκτή από ένα Διεθνές Όργανο Κρίσεων.
Πέμπτον, στην προετοιμασία για μία μελλοντική διαμεσολάβηση, όπως διδάσκεται στα πανεπιστήμια, ο εκάστοτε διαμεσολαβητής/κριτής προσπαθεί να αντιληφθεί ποιος από τους αντιπαρατιθέμενους είναι πιθανόν να υποχωρήσει από τις αρχικές θέσεις του, καθώς και την δυνατότητα παραχωρήσεων που κάθε αντιπαρατιθέμενος είναι δυνατόν να αποδεχθεί. Στα πλαίσια αυτά, η Τουρκία, “φορτώνοντας” με απαιτήσεις και αιτιάσεις την ατζέντα της, έχει την ευχέρεια να υποχωρήσει μερικώς, επιδεικνύοντας “μετριοπάθεια”, ενώ με τις παραβιάσεις και τις εντάσεις που προκαλεί, προσπαθεί να πείσει ότι δεν προτίθεται να υποχωρήσει από τις αρχικές θέσεις της, αν δεν ικανοποιηθούν επαρκώς τα αιτήματά της.
Έκτον, η Τουρκία αντιλαμβανόμενη την δυσμενή για αυτήν πραγματικότητα όσον αφορά την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, ειδικά με βάση τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) στον καθορισμό θαλάσσιων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, αρνήθηκε να την υπογράψει. Σε μία προσπάθεια δημιουργίας ερεισμάτων για την ανατροπή των ισχυόντων, επιχειρεί μέσω της διαδικασίας άμεσης ή έμμεσης χρηματοδότησης διεθνών Ιδρυμάτων και Οργανισμών, αλλά και με την προώθηση τοποθέτησης “υποστηρικτών” της σε Ιδρύματα, εκτιμάται ότι επιχειρεί να δημιουργήσει, μέσω διεθνών δημοσιεύσεων και μελετών, την “έξωθεν καλή μαρτυρία” προς υποστήριξη των θέσεων της.
Έβδομον, με την μέχρι σήμερα τουρκική επιθετική πολιτική ειδικά στην περιοχή του Αιγαίου, χωρίς να κερδίσει η Τουρκία, στην ουσία έχασε η Ελλάδα τα νόμιμα δικαιώματά της όπως προαναφέρθηκε. Η Συμφωνία της Βέρνης το 1976 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είχε σκοπό την αποσόβηση του κινδύνου ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ και όχι την εξεύρεση λύσης με βάση το Διεθνές Δίκαιο.
Το δίκαιο της μοιρασιάς a la τούρκα
Όγδοον, στο εγγύς μέλλον, λόγω της μετατόπισης του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η εκμετάλλευση εξωχώριων (offshore) κοιτασμάτων υδρογονανθράκων περιορίζεται δραστικά λόγω κόστους εξόρυξης σε μεγάλα βάθη, αλλά και των χρονικών ορίων που έχουν τεθεί (2030-2050) για την πράσινη ενέργεια. Βέβαια η ανάγκη καθορισμού των ΑΟΖ συνεχίζει να είναι προϋπόθεση για άλλης μορφής εκμετάλλευση, όπως είναι για παράδειγμα οι υδρίτες στον βυθό της θάλασσας, οι πλωτές ανεμογεννήτριες, καθώς και άλλες εκμεταλλεύσεις όπως είναι παραδοσιακά η αλιεία.
Ένατον, η Τουρκία εμμένει στις διμερείς συνομιλίες με την Ελλάδα, αποφεύγοντας την δημοσιοποίηση των διαπραγματεύσεων και προσπαθώντας να αποφύγει τις πολυμερείς συνομιλίες ή την διαμεσολάβηση Διεθνών Οργανισμών, όπου εκεί εξ αντικειμένου θα πρέπει να εφαρμοστεί το Διεθνές Δίκαιο και όχι ο πειθαναγκασμός.
Δέκατον, ο απροκάλυπτος αναθεωρητισμός της Τουρκίας οδήγησε στην υιοθέτηση του χάρτη της “Γαλάζιας Πατρίδας” που αρχικά επέφερε αρνητικά σχόλια ακόμα και από Τούρκους εμπειρογνώμονες. Τούτο διότι, ειδικά στην περιοχή του Αιγαίου η υποδεικνυόμενη στο χάρτη περιοχή στην πραγματικότητα ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικός εθνικός χώρος νήσων και των έξι μιλίων χωρικών υδάτων που η Τουρκία έχει δεσμευτικά αποδεχθεί. Τούτο διότι ακόμα και έμμεσα, με την απειλή του Casus Belli η Τουρκία έχει επίσημα αποδεχθεί εδώ και δεκαετίες τα έξι μίλια χωρικών υδάτων.
Τέλος, το γεγονός αυτό εξανάγκασε την τουρκική κυβέρνηση, για να καλύψει το φιάσκο των αρχικών δηλώσεων περί “Γαλάζιας Πατρίδας”, να επικαλεστεί το ανερμάτιστο θέμα της αποστρατικοποίησης των νήσων, συνδέοντάς το με το έωλο ερώτημα περί μη ισχύος της Συνθήκης της Λωζάννης λόγω παραβίασης των όρων της από την Ελλάδα και άρα αμφισβήτηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Η τουρκική κλιμάκωση είναι δυνατόν να οδηγήσει σε παροξυσμό ενός θερμού επεισοδίου ακόμα και ως αποτέλεσμα ενός ατυχήματος.
Η Τουρκία, όμως, γνωρίζει πολύ καλά ότι οι στόχοι της έχουν πιθανότητες επίτευξης μόνο σε περιόδους που έχει εξασφαλίσει ισχυρές διεθνείς συμμαχίες και υποστήριξη. Στις μέρες μας, η μη πολιτικώς ορθή ρητορική και πρακτική των πολιτικών ελίτ της Τουρκίας, οδήγησε την τουρκική διπλωματία σε τέλμα, με αποτέλεσμα να χάσει κατά κράτος σε αυτό τον τομέα που παραδοσιακά στο παρελθόν είχε επιτυχίες.