Η ελληνική επαναστατική σκέψη προπορεύθηκε του Μαρξ
06/11/2023Ένα απόσπασμα από την “Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος”…. που κυκλοφόρησε στα 1806. Απόσπασμα από ένα θαμμένο στην λήθη μανιφέστο προετοιμασίας του 1821…Περί χρήματος, επίπλαστων αναγκών, αντικοινωνικής χρήσης του κεφαλαίου και σαφής αναφορά στην επερχόμενη “οικονομική διεθνοποίηση”. Σημειώνουμε ότι, το κομμουνιστικό μανιφέστο κυκλοφορεί στα γερμανικά (Das Kommunistische Manifest), στις 21/2/1848, και το κεφάλαιο του Μαρξ κυκλοφορεί στα 1867, κάτι που δείχνει πως η ελληνική επαναστατική σκέψη ήταν πρωτοπόρα.
Ο περί χρήματος και επίπλαστων αναγκών προβληματισμός της Νομαρχίας Ανωνύμου του Έλληνος αποτελεί μια από τις σοβαρές τεκμηριώσεις της αλήθειας ότι πριν από το ΄21 υπήρχε στον Ελλαδικό χώρο “ενδογενής πολιτική σκέψη” και πρωτοποριακός προβληματισμός σε θέματα πολιτικής οικονομίας…. Ίσως μπορεί να ξαναϋπάρξει…
….«Τα χρήματα, ω Έλληνες, εις άλλο δεν χρησιμεύουν, ούτε δι’ άλλο τέλος ο εφευρέτης τα εμεταχειρίσθη, παρά μόνον δια σημεία αριθμητικά, ήτοι δια μέτρον γενικόν των πραγμάτων και δηλωτικόν της τιμής των. Ούτως λοιπόν εξ αρχής, δια να διευκολύνουν τα δανείσματα και αλλαγάς των διαφόρων αναγκαίων των πραγμάτων, οι άνθρωποι έκαμαν τόσας μονάδας χρυσάς ή χαλκίνους, δια των οποίων τα εμετρούσαν και τα εμοίραζον ορθώς. Αυτή η εφεύρεσις εις ολίγον καιρόν ευκόλυνεν τας αμοιβαίας αλλαγάς, όχι μόνον από ένα υποκείμενον εις άλλον, αλλά και από πόλιν εις πόλιν, και από γένος εις γένος . Αυξάνοντας λοιπόν κατ’ ολίγον ολίγον αι χρυσαί μονάδες και μην ημπορώντας να αυξήσουν τα αναγκαία πράγματα, εφευρέθησαν τα μη αναγκαία. Και ούτως εγεννήθη η πολυτέλεια εις τους ανθρώπους.
Η πολυτέλεια δε ως γέννημα και αποτέλεσμα σκιώδους και φανταστικής δυνάμεως, καθώς είναι η μεταχείρισις του χρυσού, εφύλαξεν την ιδίαν δύναμιν και αυτή και ούτως με το να επιδέχωνται τα μη αναγκαία είδη τιμήν ιδεαστικήν και αόριστον και αυξάνοντας αι χρυσαί μονάδες από το εν μέρος, και τα διάφορα είδη από τον άλλον, την σήμερον σχεδόν τα τρία τέταρτα των ανθρώπων ενασχολούνται όχι εις άλλο, ει μη εις το να δίδουν σήμερον τιμάς ιδεαστικάς εις εν είδος, διαφορετικάς από εκείνας, όπου είχεν χθες, εις τρόπον όπου, κάθε ημέραν ξεκάμνοντες τα όσα είχον καμωμένα, δεν ευρίσκονται ποτέ αργοί. Αυτό λοιπόν το φτιάσιμον και ξεφτιάσιμον το ονόμασαν εμπόριον.
Τώρα, λοιπόν, όπου απεδείχθη ότι η υπόληψις, όπου την σήμερον ευρίσκεται εις τα χρήματα, είναι θετή και ιδεαστική, πολλά ευκόλως ημπορούσε να εννοηθή, ότι και άχρηστος είναι, μάλλον δε επιζήμιος, ομιλώντας γενικώς, η εφεύρεσις και μεταχείρισίς των. Αλλά δια περισσοτέραν σαφήνειαν, ας υποθέσωμεν δύο, εξ ων ο εις να διαυθεντεύη την εφεύρεσιν του χρυσού και ο άλλος να του είναι εναντίος και ας συγγράψωμεν τους διαλόγους των.
Διάλογος περί χρημάτων
Ο πρώτος λοιπόν, μου φαίνεται ότι, ήθελεν ειπεί: Η εφεύρεσις των χρημάτων ευκόλυνεν τους τρόπους της ζωοτροφίας, έδωσεν εκείνα τα είδη εις εν γένος, όπου δεν τα είχε, ηύξησε τας ιδέας των ανθρώπων, αυξάνοντας τον αριθμόν των πραγμάτων. Εγκαρδίωσεν τους τεχνίτας, τιμώντας και αγοράζοντας τα τεχνουργήματά των, και, τέλος πάντων, ετίμησε την ανθρωπότητα και την κατέστησεν ευγενή και χρηστοηθή.
Ο άλλος, βέβαια, ήθελεν αποκριθή: Η εφεύρεσις των χρημάτων ηθέλησεν κατ’ αρχάς να μετρήση τα προς το ζην αναγκαία πράγματα, έπειτα εμέτρησεν και τα μη αναγκαία, και μετά ταύτα έγινεν ανταμοιβή και μέτρον της αρετής. Αλλ’ αυξάνοντας περισσότερον τα μέτρα από τα μετρητά, εξ ανάγκης και αφ’ εαυτού των τα μετρητά εμέτρησαν τα μέτρα και εξακολούθως την σήμερον τα χρήματα μετρώνται από τα πράγματα και οι ηθικοί ορισμοί κατεστάθησαν μέτρα του χρυσού. Η εφεύρεσις των χρημάτων κατέστησεν τους ανθρώπους εχθρούς της φύσεως και του εαυτού των.
Η εφεύρεσίς των κάμνει να πιστεύουν οι περισσότεροι των ανθρώπων μεγαλείτερον το μικρόν από το μεγάλον. Η εφεύρεσίς των έφθειρε τα ήθη των ανθρώπων με την πολυτέλειαν και τέλος πάντων, τα χρήματα έδωσαν ύπαρξιν άλλων δύο γενών ανάμεσα εις τους ανθρώπους. Όθεν, εκτός του αρσενικού και του θηλυκού, την σήμερον ευρίσκεται το τρίτον γένος, δια να ειπώ ούτως, των πλουσίων και το τέταρτον των πτωχών.
Ποίος έχοντας κρίσιν στοχασμού δεν φρίττει θεωρώντας τους ενενήντα εννέα να μην ζώσι, να μην δουλεύωσι, να μην κοπιάζωσι δι’ άλλο τι, ή δια τον εαυτόν των, παρά μόνον και μόνον δια το καλώς έχειν του ενός; Και ποίος, βλέποντάς το, δεν καταλαμβάνει, ότι η αιτία είναι, όπου όχι μόνον τα φυσικά και ηθικά υποδουλώθησαν εις τα χρήματα, αλλά και οι ίδιοι άνθρωποι καταστάθησαν μέτρα του χρυσού και ότι, όποιος έχει περισσοτέρας μονάδας χρυσίου, ημπορεί να αγοράση περισσοτέρους ανθρώπους; Χειρότερον πράγμα γίνεται από αυτό άραγε; Οι άνθρωποι να ουτιδανωθώσι τόσον, ώστε όπου με άκραν αδιαντροπίαν να ακούη τινάς τον οθωμανόν να λέγη, ομοίως και τον βρεττανόν, “σήμερον αγόρασα δέκα ανθρώπους”!
Πώς ημπορεί, εκείνος όπου τα στοχάζεται, να ζήση, και να ηξεύρη ότι, χωρίς να θέλη να πωληθή ένας, τον αγοράζουν με βίαν, και μάλιστα να είναι αυτός ο ίδιος υποχρεωμένος να αγοράση άλλους και να γίνη κακός, θέλοντας και μη θέλοντας; Οποία είναι η καλωσύνη, όπου μας ήλθεν από την εφεύρεσιν των χρημάτων;
Ίσως όπου μας ευκόλυνεν τας αμοιβαίας διαλλαγάς; Αλλά ποία ανάγκη ήτον δια να μας τας ευκολύνη; Και πώς εζούσαν οι άνθρωποι, πριν να εφεύρουν τους χρυσούς αριθμούς; Οι Αμερικάνοι προ τεσσάρων αιώνων δεν έτρωγον ίσως, δεν ενδύοντο, δεν είχον ίσως όλας τας αρετάς, μην έχοντες κανένα ελάττωμα; Απέθανον από πείναν ίσως οι Λάκωνες, όπου δεν εμεταχειρίζοντο τον χρυσόν; Ή μήπως δεν ηφανίσθη όλη η Ελλάς εξ αιτίας του; Δεν τυραννείται μέχρι της σήμερον από αυτόν; Και τέλος πάντων, το ανθρώπινον γένος δεν ασχημώθη τόσον από αυτόν;
Δεν πωλείται ίσως η δικαιοσύνη δια του χρυσού; Δεν αγοράζονται ίσως οι κριταί δια του χρυσού; Δεν σκεπάζει ίσως ο πλούσιος τας ανομίας του δια του χρυσού; Δεν χάνει ίσως ο πτωχός τα δίκαιά του δια της ελλείψεως του χρυσού; Διατί τάχατες να βλέπωμεν ένα άνθρωπον να ορίζη άλλους ανθρώπους και δέκα άνθρωποι να τρέχουν όπισθεν εις τον ένα, ώσαν να ήτον αυτοί χοίροι και αυτός χοιροβοσκός;
Τί περισσότερον από τους άλλους έχει αυτός, όπου τόσον αυστηρώς και υπερηφάνως κτυπά, υβρίζει και καταφρονεί τους άλλους; Διατί, διατί, ο ένας να ονομάζεται δούλος και ο άλλος κύριος; Διατί ο πλούσιος να τρώγη, να πίνη, να κοιμάται, να ξεφαντώνη, να μην κοπιάζη και να ορίζη, ο δε πτωχός να υπόκειται, να κοπιάζη, να δουλεύη πάντοτε, να κοιμάται κατά γης, να διψή, και να πεινά;
Υπόληψις εις εν μέταλλον
Ποία είναι η αιτία, ω άνθρωποι, παρά η εφεύρεσις του χρυσού; Ποία ανάγκη μας βιάζει, λοιπόν, να τον φυλάττωμεν; Μήπως οι άνθρωποι ζώσι με μέταλλα, ή μήπως δια του χρυσού καλλιεργείται η γη; Και διατί τάχατες δεν ήθελον ημπορέσει να ζήσουν οι άνθρωποι χωρίς τον χρυσόν; Και τί ήθελε γίνει ο χρυσός, αν του έλειπεν από όλους η υπόληψις; Και διατί τοσαύτη υπόληψις εις εν μέταλλον;
Δεν είναι ίσως η πρώτη και η κυρία πρόξενος τόσων φοβερών πλημμελημάτων ο χρυσός; Δεν πωλείται η τιμή ίσως δια του χρυσού; Δεν αγοράζεται ίσως η αξιότης δι’ αυτού; Δεν κλαίει, τέλος πάντων, το ανθρώπινον γένος εξ αιτίας του; Εν ενί λόγω δεν είναι πρόξενος της πολιτικής ανυποφόρου ανομοιότητος και των εξ αυτής προερχομένων μυρίων κακών; Φευ! Βαβαί!…
Τώρα λοιπόν, όπου ετελείωσεν και ο διάλογος του εναντίου, τί μέλλει να ειπή ο αναγνώστης; Ο αναγνώστης ας αποφασίση, όπως του φανή ευλογώτερον. Μία καλή διοίκησις όμως ημπορεί να διορθώση την κατάχρησιν των πλούτων, και αν δεν ημπορέση να εξαλείψη όλα τα ειρημένα κακά, όπου προξενεί η υπόληψις του χρυσού, καν θέλει τα μετριάσει, επειδή, αγαπητοί μου, κάθε δύναμις σκιώδης και ψευδής, όσον περισσοτέραν ενέργειαν έχει εις την αρχήν της, τόσον περισσότερον καταφρονείται εις το τέλος, και αφού γνωρισθή.
Αλλ’ αυτό είναι επιχείρημα μεγάλου ανδρός, διότι ο καλός νομοδότης φέρεται προς τον λαόν, ως άριστος τις ιατρός προς τον άρρωστον. Και καθώς ετούτος, πριν δώση το ιατρικόν, εξετάζει πρώτον την κράσιν του ασθενούντος, ωσάν όπου πολλάκις το ιδίον ιατρικόν, όπου ιατρεύει ένα, ημπορεί να βλάψη άλλον, ούτως και ο νομοδότης, αφού εξετάση τα ήθη και έθη ενός γένους και το κλίμα της κατοικίας του, τότε δίδει αναλόγους τους νόμους, επειδή την σήμερον εις μερικά γένη ο χρυσός είναι αναγκαιότατος, και ενταυτώ εις άλλα, όχι μόνον άχρηστος, αλλά και επιζήμιος».