Η γεωπολιτική σε συνθήκες ψηφιακής και πράσινης οικονομίας
27/05/2024Σε προηγούμενο άρθρο εξετάστηκε το πλαίσιο της σύνδεσης των υπερεθνικών στοχεύσεων των κυρίαρχων πολιτικών ανάπτυξης με τις εθνικές προτεραιότητες κάθε χώρας, στη βάση της αρχιτεκτονικής του νέου παραγωγικού μοντέλου της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας. Υπηρετείται από μια τέτοια σύνδεση η βιωσιμότητα της ανάπτυξης και ποια η σχέση της με τις εξελισσόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις;
Η ψηφιακή και πράσινη οικονομία, λόγω της τεχνογνωσίας και του μεγάλου μεγέθους των κεφαλαίων που απαιτούνται για τις επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας και των υφιστάμενων μονοπωλιακών νομικών ρυθμίσεων για τη διάχυση της γνώσης, εμφανίζεται μέχρι σήμερα διεθνώς σε κάθε κλάδο, ως ένας περιθωριακός θύλακας πρωτοπορίας στις παρυφές της συμβατικής (βιομηχανικής) οικονομίας. Σε αντιδιαστολή, η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων και των εργαζομένων παραμένει αποκλεισμένη από τη συμμετοχή στο γίγνεσθαι και τους καρπούς της.
Η ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμη, δεδομένου ότι η καθήλωση της νέας οικονομίας σε απομονωμένους εσωστρεφείς θύλακες των τοπικών οικονομιών, υπό τον έλεγχο επιχειρηματικών, τεχνολογικών και χρηματοπιστωτικών ελίτ (λίγων μεγάλων παγκόσμιων επιχειρήσεων και μερικών start ups στην περιφέρειά τους) θεωρείται πηγή της οικονομικής στασιμότητας και της επιδείνωσης της οικονομικής ανισότητας στις ΗΠΑ και στις χώρες του ΟΟΣΑ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και η εμφάνιση της “βραζιλιανοποίησης” στη Δύση: ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού ελέγχει ένα πολύ μεγάλο μέρος του ΑΕΠ.
Επιπρόσθετα, η συγκέντρωση τεράστιων τεχνολογικών δυνατοτήτων και μέσων της βιομηχανίας του θεάματος και της ενημέρωσης στα χέρια αυτής της υπερεθνικής ελίτ, έχει επιτρέψει τη χειραγώγηση της δημόσιας σφαίρας και την κατασκευή της συναίνεσης. Όχημα, η καταγγελία της ρύθμισης σαν ανελευθερία, ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου (πολιτική ορθότητα) και ο δικαιωματισμός, θέτοντας σε κίνδυνο τη δημοκρατία και τους θεσμούς της.
Οι ελίτ αυτές (big tech, big pharma κλπ) είναι σήμερα περισσότερο διασυνδεδεμένες υπερεθνικά μεταξύ τους, παρά με τις τοπικές οικονομίες, στις οποίες δραστηριοποιούνται. Διαθέτουν απεριόριστη πρόσβαση στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, αλλά και ασκούν έλεγχο σε κρίσιμους κρατικούς θεσμούς, οργανισμούς και πολιτικές. Όλα αυτά συνιστούν σήμερα μια αφανή εξουσία σε υπερεθνικό επίπεδο.
Γεωπολιτικές ανακατατάξεις
Από γεωπολιτική άποψη, η νέα ιεράρχηση της σημασίας των παραγωγικών δυνάμεων, όπως αποτυπώνεται στο νέο παραγωγικό μοντέλο, αλλάζει τη σημασία των γεωγραφικών παραγόντων και τη φύση των στρατηγικών συμφερόντων των χωρών που απορρέουν από αυτούς. Υποβαθμίζεται η οικονομική σημασία των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πόρων μιας χώρας, όπως π.χ. το απόθεμά της σε μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους, έναντι της τεχνολογίας. Αντίστοιχη είναι η υποβάθμιση της εργασίας (π.χ. το απόθεμά της σε φτηνή εργασία) έναντι του κεφαλαίου (δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων) στις οποίες στηρίζονταν το συγκριτικό οικονομικό πλεονέκτημα των αναπτυσσόμενων χωρών. Αμφότερα πλήττουν την ανταγωνιστική τους θέση στη διεθνή οικονομία και τις υποβαθμίζει έναντι των αναπτυγμένων.
Ιδιαίτερα η πολιτική της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά και το γεγονός ότι η νέα οικονομία απαιτεί περισσότερη ενέργεια από τη βιομηχανική, καθιστά την ενέργεια σπάνιο παραγωγικό πόρο, όπως εύγλωττα υποδηλώνει η έκρηξη των τιμών στις διεθνείς ενεργειακές αγορές. Με την έννοια αυτή η παραγωγή και η εξόρυξη ενέργειας που θεωρείται πράσινη (κατά την ΕΕ και η πυρηνική και το φυσικό αέριο) αλλά και ο έλεγχος της διέλευσής της από αγωγούς μέσω των χωρών, αποκτά μια αναβαθμισμένη σημασία για την ενεργειακή τους ασφάλεια και είναι κρίσιμη για τη θέση τους στο υπό διαμόρφωση νέο διεθνές οικονομικό σύστημα
Συνεπώς, οι παρατηρούμενες σήμερα διεθνώς τάσεις αναθεωρητισμού των μεταπολεμικών συνθηκών και συνόρων έχουν κατά κύριο λόγο ως υπόβαθρο τις γεωγραφικές συνέπειες που επιφέρει η ριζοσπαστική ενεργειακή αναδιάταξη σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή υπαγορεύει το νέο παραγωγικό μοντέλο. Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να αναζητηθεί η θεμελιώδης αιτία των υπό εξέλιξη περιφερειακών πολέμων, κυρίως της σύγκρουσης Ρωσίας-Δύσης. Ειδικότερα πρέπει να αναζητηθεί στη διαφοροποίηση των στρατηγικών συμφερόντων των δύο πλευρών, στις νέες συνθήκες: Στη Ρωσία επιβάλλει τον αναθεωρητισμό της (όπως και στην περίπτωση της Τουρκίας). Στη Δύση επιβάλει τη στρατιωτική ακόμη και γεωγραφική αναζωογόνηση του ΝΑΤΟ.
Υπάρχει εναλλακτική πολιτική;
Ανάμεσα στις σειρήνες του μεταεθνικού αστερισμού και στις κραυγές της εθνικιστικής υστερίας, ο Οδυσσέας κλονίζεται, αλλά δεν χάνει την εμπιστοσύνη του στην πρόοδο, ως κοινό (κοινωνικό) αγαθό που συμβαδίζει με τη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Τι σημαίνει άραγε αυτό το πρόταγμα για την επιδίωξη της ειρήνης και της βιώσιμης ανάπτυξης σήμερα;
Όπως έχει γίνει σαφές, η εισαγωγή και η κυριαρχία μιας υπερεθνικής διάστασης στην ανάπτυξη, όπως αποτυπώνεται στο νέο παραγωγικό μοντέλο, δεν υπαγορεύεται από μια διεθνιστική, οικολογικά ευαίσθητη προσέγγιση στο ζήτημα της παραγωγικότητας και της κλιματικής κρίσης. Υπαγορεύεται από τη συσσώρευση τεράστιου ιδιωτικού πλούτου και δύναμης στα χέρια μιας υπερεθνικής ελίτ, που δεν ελέγχεται από καμία δημοκρατική εξουσία και την ανάγκη προβολής, στη βάση αυτή, μιας νέας στρατηγικής ηγεμονίας από τις ΗΠΑ.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις στην πορεία της μετάβασης υποδηλώνουν, όμως, ότι το νέο παραγωγικό μοντέλο εγείρει απειλές, τόσο στο πεδίο της ασφάλειας-ειρήνης όσο και στο πεδίο της οικονομίας, για την περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα της ανάπτυξης. Απαιτείται επομένως η ρύθμισή του. Μια τέτοια ρύθμιση πρέπει να αφορά κυρίως τον έλεγχο της επιθετικότητας, με την οποία έχει σχεδιαστεί να επιβληθεί η ηγεμονία του κεφαλαίου, μέσω της αποκλειστικής προσφυγής στην τεχνολογία για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, τόσο στις οικονομίες της Δύσης όσο και έναντι αυτών του Νότου.
Αναβάθμιση του κεφαλαίου
Υπάρχουν και πολιτικές έντασης εργασίας που υπηρετούν άριστα τον ίδιο στόχο, οι οποίες έχουν αγνοηθεί και μπορούν να αναχαιτίσουν τις υπό εξέλιξη κρίσεις. Επίσης υπάρχουν πολιτικές που διευκολύνουν τη μαζική πρόσβαση εργαζομένων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε επιχειρηματικά κεφάλαια για την παραγωγή καινοτομίας, αλλά και για την ευρεία διάχυση της γνώσης. Όλες αυτές, όμως, είναι εκτός των κυρίαρχων θεωρήσεων.
Από την άλλη η βίαιη μετάβαση στο νέο παραγωγικό μοντέλο –όπως υπογραμμίζεται από τις πολιτικές του “μεγάλου μετασχηματισμού”, του εναγκαλισμού του κράτους από τις μεγάλες επιχειρήσεις και την πτώση της εργασίας και της μεσαίας τάξης– οδηγεί σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τις δυνάμεις της εργασίας και με τις παλιές βιομηχανικές οικονομικές δυνάμεις όπως π.χ. τις εταιρίες πετρελαίου, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις ΗΠΑ. Η σύγκρουση Τραμπ-Μπάιντεν που μαίνεται στα όρια του εμφυλίου πολέμου, αντανακλά τη σύγκρουση μεταξύ των μέχρι σήμερα χαμένων και των κερδισμένων της μετάβασης, των παλιών και των νέων παραγωγικών δυνάμεων. Σηματοδοτεί μάλιστα ένα πολιτικό αδιέξοδο στο εσωτερικό των ΗΠΑ που δεν θα ξεπεραστεί, ανεξάρτητα από την έκβαση της εκλογικής μάχης.
Η ηγεμονική αναβάθμιση του ρόλου του κεφαλαίου, όπως επιχειρείται με το νέο παραγωγικό μοντέλο, υπηρετεί την ανάγκη άσκησης της ηγεμονίας των ΗΠΑ έναντι των ανταγωνιστών της στο Νότο στις σύγχρονες συνθήκες. Οι μέχρι σήμερα εξελίξεις υποδηλώνουν ότι η ατζέντα αυτή, αναθεωρώντας στρατηγικά τόσο τις ισορροπίες στο εσωτερικό των χωρών, όσο και στις διεθνείς σχέσεις, δεν υπηρετεί, εν τέλει, ούτε τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Δύσης.
Το διακύβευμα των ευρωεκλογών
Η συμπόρευση του Δημοκρατικού Κόμματος (ΗΠΑ), της Σοσιαλδημοκρατίας, της Νέας Αριστεράς και των Οικολόγων με τον επιθετικά αναθεωρητικό χαρακτήρα αυτής της ατζέντας, γίνεται στο όνομα της προόδου, αλλά έχει ως αποτέλεσμα την θεαματική άνοδο της Ακροδεξιάς. Ταυτόχρονα, όμως, οδηγεί και σε αναζήτηση νέων πολιτικών δημοκρατικής διεξόδου, στην κατεύθυνση της ρύθμισης του νέου παραγωγικού μοντέλου.
Ξεχωρίζει η υποψηφιότητα του Robert Kennedy Jr για την Προεδρία των ΗΠΑ, αλλά και η ίδρυση του Κόμματος “Λογική και Δικαιοσύνη” (BSW), ως διάσπαση του Die Linke, στη Γερμανία. Ο πρώτος προτείνει μια ατζέντα που συμπεριλαμβάνει την εγκατάλειψη των πολέμων, την ανόρθωση της μεσαίας τάξης, την αντιμετώπιση της διαφθοράς των κρατικών οργανισμών από τις μεγάλες επιχειρήσεις, την κατάργηση του Κράτους Επιτήρησης, την αποκατάσταση της ελευθερίας του λόγου κλπ. Το δεύτερο, δηλώνει συντηρητικό πολιτισμικά (αποστασιοποιείται από τον δικαιωματισμό) και προοδευτικό οικονομικά, εμπνεόμενο από τις προσεγγίσεις της Μ. Mazzucato για αυξημένο ρυθμιστικό ρόλο του Κράτους στην ανάπτυξη και επαγγέλλεται τη στροφή στην εθνική κυριαρχία. Βρίσκεται δηλαδή προγραμματικά στον αντίποδα της λεγόμενης νέας Αριστεράς.
Στο σημείο καμπής στο οποίο φαίνεται να βρίσκεται σήμερα η μετάβαση στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία, εντείνονται απειλές για την ειρήνη και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Για την Ελλάδα η διαπίστωση αυτή, επιτάσσει την κατά προτεραιότητα άσκηση πολιτικών θωράκισης της κυριαρχίας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της οικονομίας της, αλλά και της Κύπρου, έστω στο πλαίσιο των υπερεθνικών της δεσμεύσεων.
Επιτάσσει επίσης τον έλεγχο των ανισορροπιών και στρεβλώσεων που εισάγει το νέο παραγωγικό μοντέλο – εμμονή στο κράτος δικαίου και στην κοινωνική συνοχή. Τέλος, επιτάσσει την ενεργή συμβολή της χώρας στις διεθνείς διεργασίες που αποσκοπούν στη ρύθμιση του νέου παραγωγικού μοντέλου, έτσι ώστε η ολιγαρχική ψηφιακή και πράσινη οικονομία να γίνει συμμετοχική. Εδώ έγκειται και το μείζον διακύβευμα των ευρωεκλογών.