“Έχιδνα”: Το αεροσκάφος-πύραυλος που σχεδίασαν οι Ναζί

"Έχιδνα": Το αεροσκάφος-πύραυλος που σχεδίασαν οι Ναζί, Παντελής Καρύκας

Οι απέλπιδες καταστάσεις αντιμετωπίζονται με απέλπιδα μέτρα. Αυτή ήταν η φιλοσοφία των Γερμανών σχεδιαστών αεροσκαφών στα τέλη του 1944. Εκείνη την περίοδο ο πόλεμος έκλινε οριστικώς κατά της Γερμανίας, οι πόλεις και οι βιομηχανίες της οποίας δέχονταν καθημερινά τα συντριπτικά πλήγματα της βρετανικής RAF και της αμερικανικής Αεροπορίας. Προκειμένου να επιτευχθεί η όποια δυνατή ανασυγκρότηση ήταν απαραίτητο να περιοριστούν, τουλάχιστον, οι εχθρικές αεροπορικές επιδρομές. Αυτός ήταν και ο λόγος σχεδιάσεως του Νatter ή “Έχιδνα”, ενός μικρού πυραυλοκίνητου αναχαιτιστικού.

Από τις αρχές του 1944 οι συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές είχαν καταστεί ουσιαστικά μη αντιμετωπίσιμες από τους πιλότους μαχητικών της Luftwaffe. Για να αναστρέψει την κατάσταση το Υπουργείο Αεροπορίας ζήτησε, τον Φεβρουάριο 1944, από τις εταιρείες κατασκευής αεροσκαφών της Γερμανίας, να του υποβάλουν προτάσεις για ένα μικρό και ταχύ μαχητικό, η κατασκευή του οποίου θα απαιτούσε τη διάθεση ελαχίστων πρώτων υλών.

Ανάμεσα στους παραλήπτες των επιστολών ήταν και ο Δρ. Έριχ Μπάχεμ, ο κάποτε τεχνικός διευθυντής της εταιρείας Fieseler, ο οποίος απασχολείτο τότε στο Μπαντ Βάλντζεε, νότια της Ούλμ, ως σύμβουλος και προμηθευτής της αεροπορικής βιομηχανίας. Ο Μπάχεμ ήταν ένας έμπειρος χειριστής ανεμοπτέρου. Ήταν επίσης γνώστης της τεχνολογίας των κινητήρων αεριώθησης και των πυραυλοκινητήρων. Αμέσως μόλις έλαβε την επιστολή, λοιπόν, ο Μπάχεμ σχεδίασε ένα φθηνό, μικρό αεροσκάφος το οποίο, εφοδιασμένο με πυραυλοκινητήρα, θα εκτοξευόταν ως πύραυλος.

Τα μαχητικά αυτά θα ήταν “υπεράσπισης σημείου” και θα εγκαθίσταντο, όπως οι σύγχρονες συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων, επί των κυρίων αξόνων προσέγγισης των εχθρικών βομβαρδιστικών. Θα ήταν επανδρωμένο, αν και ο χειριστής του δεν θα ήταν σε θέση να το ελέγξει, στα πρώτα δευτερόλεπτα της πτήσης, τουλάχιστον. Ο βαθμός ανόδου θα ελέγχονταν από τον αυτόματο πιλότο του σκάφους.

“Έχιδνα”, ο επανδρωμένος πύραυλος

Όταν θα έφτανε σε επιχειρησιακό ύψος, περίπου στις 30.000 πόδια, ο κινητήρας θα είχε εξαντλήσει τα καύσιμα του και ο χειριστής, που θα είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του, θα έθετε εκτός λειτουργίας τον αυτόματο πιλότο και θα ανεμοπορούσε με σκοπό να συναντήσει τα εχθρικά βομβαρδιστικά, εναντίον των οποίων είχε εκτοξευθεί. Μόλις βρισκόταν ανάμεσα τους θα εξαπέλυε εναντίον τους τις ρουκέτες που μετέφερε και θα απομακρυνόταν με κατεύθυνση τη βάση του.

 

Μόλις πλησίαζε εκεί θα εγκατέλειπε το αεροσκάφος του με τη χρήση του αλεξιπτώτου πριν το αεροσκάφος του συντριβεί. Ήλπιζαν ότι αρκετά παρελκόμενα από τις συντετριμμένες στο έδαφος πτητικές μηχανές θα ήταν σε θέση να επαναχρησιμοποιηθούν στις επόμενες. Η όλη υπόθεση, από τη στιγμή της εκτόξευσης ως την εγκατάλειψη του σκάφους, δεν θα διαρκούσε περισσότερο από 3 λεπτά και θα λάμβανε χώρα κοντά στη βάση εκτόξευσης.

Η ιδέα δεν ήταν καινούργια. Ήδη μετά την κατασκευή του V 1 υπήρξε πρόταση δημιουργίας και επανδρωμένου υποδείγματος της ιπτάμενης βόμβας. Ήταν όμως εντελώς διαφορετικό να χειριστεί ένας πιλότος μια ιπτάμενη βόμβα με μέγιστη ταχύτητα 650-700 χλμ/ώρα και εντελώς διαφορετικό να χειριστεί έναν επανδρωμένο πύραυλο! Η Luftwaffe είχε όμως ήδη εντάξει σε υπηρεσία ένα πυραυλοκίνητο αεροσκάφος, το Messrschmitt 163 Komet. Ο “Κομήτης” όμως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί συμβατικό αεροσκάφος, η “Έχιδνα” όμως όχι.

Σχέδια και υλοποίηση

Ο Μπάχεμ επεξεργάστηκε το σχέδιο BΡ 20 και τον Αύγουστο 1944 το κατέθεσε στο Υπουργείο Αεροπορίας. Το σχέδιο του ενθουσίασε τα SS και τον Χίμλερ, από τον οποίο ο Μπάχεμ έλαβε σοβαρή υποστήριξη. Ανέκαθεν οι ανταγωνισμοί μεταξύ των διαφόρων “εξαρτημάτων” της ναζιστικής μηχανής ήταν έντονοι. Τον Σεπτέμβριο 1944 το Βa 349, όπως μετονομάστηκε, ανταποκρινόμενο στην κωδική του ονομασία Natter, κατέστη το πρώτο σε προτεραιότητα χρηματοδότησης πρόγραμμα των SS. Το πρόγραμμα ήταν άκρως απόρρητο. Μόνο οι σχεδιαστές και οι απασχολούμενοι με την υλοποίηση γνώριζαν κι αυτοί τα μέρη του προγράμματος, με τα οποία ο καθένας ασχολείτο.

Το πρώτο Νatter κατασκευάσθηκε τον Οκτώβριο 1944. Ήταν ένα μικρό μεσοπτέρυγο μονοπλάνο, με μήκος 5,7 μέτρα και εκπέτασμα 3,2 μέτρων. Ήταν κατασκευασμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου από ξύλο. Τα ξύλινα μέρη του ήταν εύκολο να κατασκευαστούν σε οποιοδήποτε ξυλουργείο, έτσι ώστε να μην διαταραχθεί το πρόγραμμα παραγωγής των λοιπών αεροσκαφών.

Το αεροσκάφος διέθετε διπλό προωθητικό σύστημα. Ο κύριος πυραυλοκινητήρας ήταν ένας Walter 109-509 A-2 και αργότερα C 1, τροφοδοτούμενος με μεικτό καύσιμο υπεροξείδιου του υδρογόνου και μείγματος σε αναλογία 50-50 ένυδρης υδραζίνης και μεθανόλης. Περίπου 1.320 λιβρών καυσίμου μεταφέρονταν, η καύση των οποίων προσέδιδε στον κινητήρα ώση 3.700 λιβρών (4.400 λιβρών με τον C 1) για 80 δευτερόλεπτα. Η αρχική ώθηση για την απογείωση του προερχόταν από δύο ή τέσσερις πυραύλους στερεών καυσίμων, ο καθένας εκ των οποίων του προσέδιδε ώση 2.200 λιβρών (500 κιλών) για 12 δευτερόλεπτα, αφού κατά τα πρώτα δευτερόλεπτα της εκτόξευσης, ο κύριος πυραυλοκινητήρας δεν απέδιδε τη μέγιστη ώθηση.

 

Το Natter θα εκτοξευόταν σχεδόν κάθετα από μια απλή εγκατάσταση, η οποία αρχικά αποτελείτο από δύο κάθετα τοποθετημένους στο έδαφος ξύλινους στύλους, ύψους 15 μέτρων. Ειδικές λαβές στις πτέρυγες του Natter συνδέονταν με οδηγούς στους στύλους. Αργότερα υιοθετήθηκε μια πιο μόνιμη εγκατάσταση, ένας πύργος εκτόξευσης επί σκυρόδετης βάσης. Ολόκληρη η βάση εκτόξευσης μπορούσε να στραφεί, ώστε το αεροσκάφος να μπορεί να εκτοξευθεί προς κάθε σημείο του ορίζοντα. Ένας απλός μηχανισμός βαρούλκου ανύψωσης χρησιμοποιούνταν για την τοποθέτηση του σκάφους στον εκτοξευτήρα.

Ρουκέτες ή πυροβόλα

Η “Έχιδνα” άφηνε τον εκτοξευτήρα και επιτάχυνε στα 2,2 g και οι βοηθητικοί πύραυλοι απογείωσης λειτουργούσαν για 12 δευτερόλεπτα. Ως τότε το σκάφος είχε ανέλθει σε ύψος 1.000 περίπου μέτρων. Τότε ο κύριος πυραυλοκινητήρας απέδιδε πια την πλήρη του ισχύ. Οι κενοί καυσίμων βοηθητικοί πύραυλοι αποκολλούνταν από το σκάφος και το Νatter συνέχιζε να ανεβαίνει, με ρυθμό επιτάχυνσης 0,7 g, μέχρις ότου ανέπτυσσε ταχύτητα 800 χλμ/ώρα.

Ο χειριστής αναλάμβανε τότε, ρύθμιζε τη λειτουργία του κινητήρα στο χαμηλότερο σημείο και συνέχιζε την άνοδο ώσπου το σκάφος να ανέλθει στο προγραμματισμένο ύψος πτήσης (μέγιστο ύψος ανόδου τα 12.000 μέτρα). Όταν το αεροσκάφος βρισκόταν σε επιχειρησιακό ύψος πτήσης, ο χειριστής διατηρούσε ταχύτητα 730-750 χλμ/ώρα. Ως τότε τα καύσιμα είχαν σχεδόν εξαντληθεί.

Η “Έχιδνα” ήταν εφοδιασμένη με 24 ή 33 ρουκέτες σε κάλαθο στο ρύγχος. Οι μη κατευθυνόμενες αυτές ρουκέτες εκτοξεύονταν από απόσταση 50-100 μέτρων από τον στόχο. Το αεροσκάφος μπορούσε επίσης να φέρει αντί για ρουκέτες δύο πυροβόλα των 30 χλστ. με 30 βλήματα το καθένα. Μετά την εκτόξευση των ρουκετών ο χειριστής άρχιζε τους ελιγμούς διαφυγής προς τη βάση του. Όταν έφτανε σε ύψος μέτρων απέρριπτε το ρύγχος του σκάφους, απελευθέρωνε τους ιμάντες ασφαλείας, και δίπλωνε τα χειριστήρια μπροστά. Η ενέργεια του αυτή απελευθέρωνε ένα αλεξίπτωτο, που βρισκόταν στο πίσω μέρος του αεροσκάφους.

Το άνοιγμά του μείωνε απότομα την ταχύτητα του σκάφους και κυριολεκτικά πετούσε έξω , από το ανοιχτό ρύγχος, τον χειριστή, ο οποίος με τη χρήση του δικού του αλεξιπτώτου προσγειωνόταν με ασφάλεια. Αρχικά είχε υπολογιστεί ότι το αλεξίπτωτο του σκάφους θα του επέτρεπε να κατέλθει σχετικά ομαλά στο έδαφος, με χαμηλή ταχύτητα πτώσης, έτσι ώστε να διασώζεται ο πυραυλοκινητήρας του και να μπορεί, επισκευαζόμενος, να ξαναχρησιμοποιηθεί. Ύστερα όμως από δοκιμές κατέστη προφανές ότι οι ζημιές στον κινητήρα τον έκαναν μη επισκευάσιμο.

https://www.youtube.com/watch?v=Df-50yROvFs

 

Η απειλή των 1.000 χλμ/ώρα

Η υψηλή ταχύτητα του Natter, ποy σε μεγάλα ύψη ξεπερνούσε τα 1.000 χλμ/ώρα το καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολα αναχαιτίσιμο. Όλα αυτά όμως στα σχέδια. Πειραματικά αεροσκάφη κατασκευάστηκαν από τον Μπάχεμ στο Βάλντζεε και μοντέλα υπό κλίμακα δοκιμάστηκαν σε αεροσύραγγες στο Βερολίνο και στο Μπράουνσβαϊγκ. Η μυστικότητα ήταν τέτοια που ακόμα και η εταιρεία δεν παρακολούθησε τις δοκιμές. Πληροφορήθηκαν μόνο ότι το σκάφος θα είχε ικανοποιητική πτητική συμπεριφορά σε ταχύτητες άνω των 1.000 χλμ/ώρα.

Οι πτητικές δοκιμές άρχισαν με την ολοκλήρωση της κατασκευής του πρώτου αεροσκάφους, το Νοέμβριο 1944. Το πρόγραμμα πτητικών δοκιμών περιλάμβανε εκτοξεύσεις μη επανδρωμένων σκαφών, καθοδηγούμενων, σε ορισμένες περιπτώσεις από τον αυτόματο πιλότο, δοκιμές αιώρησης, πτήσεις σε μεγάλα ύψη και τελικά επανδρωμένες εκτοξεύσεις. Αρχικά οι εκτοξεύσεις ελάμβαναν χώρα από το Άουμπεργκ, με τη χρήση και βοηθητικών πυραύλων – προστέθηκαν άλλοι δύο ως συμπλήρωμα ισχύος του πυραυλοκινητήρα Walter.

Οι δοκιμές αιώρησης έγιναν για να διαπιστωθεί η ευστάθεια του σκάφους. Κατά τις δοκιμές το Νatter ρυμουλκείτο ή κρεμιόταν κάτω από ένα βομβαρδιστικό He 111. Όταν ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές στις αεροσύραγγες, άρχισε, από τα μέσα Οκτωβρίου 1944, η κατασκευή υποδειγμάτων σε φυσικό μέγεθος. Πραγματοποιήθηκαν εκτοξεύσεις μη επανδρωμένων από κάθετη θέση και προστέθηκε το αλεξίπτωτο στο σκάφος για να επαναφέρει το δοκιμαζόμενο σκάφος στο έδαφος, όσο το δυνατό σε κοντινή απόσταση από τη βάση εκτόξευσης.

Πτητικές δοκιμές

Κάθε εκτόξευση έδειχνε και κάτι νέο στους σχεδιαστές και από τα 15 Νatter, υποδείγματος 1 που κατασκευάστηκαν, στο καθένα είχαν ενσωματωθεί διάφορες βελτιώσεις. Στο υπόδειγμα 2, η άτρακτος ήταν κατά 30 εκατ. μακρύτερη. Τρία ή τέσσερα από αυτά κατασκευάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σε δοκιμές. Τον Φεβρουάριο 1945 η ηγεσία των SS διαπίστωσε ότι το πρόγραμμα δεν εξελισσόταν με ταχύ ρυθμό και σε μια προσπάθεια επίσπευσής του, διέταξε την πραγματοποίηση εκτοξεύσεων επανδρωμένων αεροσκαφών, με τη χρήση του πυραυλοκινητήρα και των βοηθητικών πυραύλων, αν και το πρόγραμμα δοκιμών δεν είχε φτάσει ακόμα σε αυτή τη φάση.

Ο υποσμηναγός Λόθαρ Ζίεμπερτ, έλαβε θέση στο αεροσκάφος, οι πύραυλοι πυροδοτήθηκαν και το Νatter άρχισε να ανεβαίνει . Όταν όμως έφτασε σε ύψος 100 μέτρων, η καλύπτρα ξεκόλλησε από το σκάφος. Η “Έχιδνα” γύρισε ανάποδα και συνέχισε να ανεβαίνει ώσπου έφτασε τα 450 μέτρα. Τότε γύρισε με το ρύγχος προς το έδαφος και καρφώθηκε, με τους κινητήρες σε πλήρη ισχύ στη γη, σκοτώνοντας τον Ζίεμπερτ.

Η αρχική εκτίμηση για την καταστροφή αποδόθηκε σε βλάβη της καλύπτρας, στην οποία στηριζόταν και το προστατευτικό κάλυμμα της κεφαλής του χειριστή. Η απότομη αποκόλληση της καλύπτρας κατά τη φάση της αρχικής επιτάχυνσης, είχε ως αποτέλεσμα να κτυπήσει το κεφάλι του χειριστή στην άτρακτο, αφήνοντας τον αναίσθητο. Αυτό όμως σήμαινε ότι και ο αυτόματος πιλότος είτε δεν λειτούργησε λόγω βλάβης, είτε δεν είχε καν τεθεί σε λειτουργία.

Μια νέα εξέταση απέδωσε το δυστύχημα στην κακή λειτουργία του πηδαλίου, η οποία προκάλεσε απότομη αλλαγή στην κατεύθυνση πτήσης του σκάφους, ή στην λανθασμένη τοποθέτηση των βοηθητικών πυραύλων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την μη ευθυγραμμισμένη, ως προς τον άξονα πτήσης του σκάφους, κατεύθυνση της ώσης τους. Ακολούθησαν και νέες δοκιμές μη επανδρωμένων σκαφών και η εξέλιξη συνεχίστηκε. Μία νέα “Έχιδνα”, το υπόδειγμα 3, σχεδιάστηκε με διαφορά από τα προηγούμενα την δυνατότητα απόσπασης των πτερύγων για την ευκολότερη μεταφορά του σκάφους. Περίπου 30 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν στο Βάλντζεε, από τα οποία τα 15 ήταν υποδείγματος 1 και τα υπόλοιπα υποδείγματος 2.

Από αυτά τα 18 “καταναλώθηκαν” σε μη επανδρωμένες δοκιμές, ένα καταστράφηκε κατά τη διάρκεια δοκιμών αιώρησης και ένα καταστράφηκε σε επανδρωμένη πτήση. Λίγο πριν το Βάλντζεε καταληφθεί από τα αμερικανικά στρατεύματα μέρος της ομάδας του Μπάχεμ μεταφέρθηκε στο Μπαντ Βερντερσχόφεν και ύστερα από μικρή παραμονή, κάποιοι μεταστάθμευσαν στο κοντινό χωριό Άγιος Λεονάρδος, έχοντας μαζί τους τέσσερα Νatter 2 και διάφορα υλικά, τα οποία και έπεσαν τελικά στα χέρια των Συμμάχων. Έξι αεροσκάφη πυρπολήθηκαν για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών όταν η ομάδα Μπάχεμ εγκατέλειψε το Βάλντζεε. Η πυραυλοκίνητη “Έχιδνα” της Luftwaffe δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε μάχη.

Άδοξο τέλος

Η όλη φιλοσοφία σχεδίασης του Natter έγινε υπό την δαμόκλειο σπάθη της έλλειψης χρόνου. Η Γερμανία βρισκόταν στα πρόθυρα της ήττας κι όλοι το γνώριζαν. Συνέπεια της βιαστικής σχεδίασης και κατασκευής, το αεροσκάφος παρουσίασε πολλά μειονεκτήματα. Κατ’ αρχήν, η ακτίνα δράσης του περιοριζόταν σε μικρή απόσταση από το χώρο εκτόξευσης και η υψηλή του ταχύτητα περιόριζε την ευελιξία του.

Το σημαντικότερο όμως μειονέκτημα ήταν ότι η κάθε “‘Εχιδνα” μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο μια φορά για να βάλει μια μόνο ομοβροντία μη κατευθυνόμενων ρουκετών με όποια αποτελέσματα. Η σχέση τιμής-απόδοσης ήταν συνεπώς αρνητική, καθιστώντας το Natter ένα ακριβό όπλο. Τέλος, υπήρχαν δύο ακόμα σοβαροί περιορισμοί, σε σχέση με τον ανθρώπινο παράγοντα. Πρώτον έπρεπε να εξασφαλιστούν ασφαλείς συνθήκες για την εκπαίδευση των χειριστών, για τους οποίους η πτήση με πυραυλοκίνητα αεροσκάφη απαιτούσε σειρά εκπαιδευτικών μαθημάτων. Δεύτερον έπρεπε να αντιμετωπιστεί η ισχυρή καταπόνηση του χειριστή από τις μεγάλες επιταχύνσεις.

Ωστόσο η “Έχιδνα” θα μπορούσε να είχε τελειοποιηθεί, εάν υπήρχε χρόνος. Έστω και έτσι όμως η κατασκευή του άνοιξε νέους δρόμους στην αεροπορική τεχνολογία, εφόσον η “Έχιδνα” είναι το πρώτο αεροσκάφος καθέτου απογειώσεως. Η κατασκευή του Νatter οδήγησε στην κατασκευή του Julia, ενός επίσης επανδρωμένου πυραυλοκίνητου αεροσκάφους, σχεδόν ίδιου τύπου με την “Έχιδνα”, η οποία όμως προβλεπόταν να είναι πιο ανθεκτικό για να αντέχει μερικές εκτοξεύσεις και πτώσεις. Σχεδιάστηκε από την Heinkel με την ονομασία He P-1077 και δύο από αυτά ήταν υπό κατασκευή όταν έληξε ο πόλεμος, οπότε δεν ολοκληρώθηκαν και έτσι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν το σχέδιο ήταν επιτυχές ή όχι.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι