Διπλάσιους κρυφακούνε τα “αυτιά” της ΕΥΠ…
17/07/2021Προβληματισμό προκαλεί η μεγάλη αύξηση που σημειώνεται διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα ειδικότερα, του αριθμού παρακολουθήσεων των επικοινωνιών πολιτών, με το αιτιολογικό της εθνικής ασφάλειας, όμως και με άλλες αιτιάσεις, αφού άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ζητούν και οικονομικοί εισαγγελείς. Η έκθεση πεπραγμένων της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), που παρουσιάστηκε στη Βουλή, είναι αποκαλυπτική.
Η έκθεση επισημαίνει πως οι περισσότερες παρακολουθήσεις γίνονται με την αόριστη επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, χωρίς να αναφέρεται στο αίτημα το όνομα του παρακολουθούμενου ή ο αριθμός των συσκευών, αριθμών και των μέσων επικοινωνίας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην είναι γνωστός ο πραγματικός αριθμός των συσκευών και των ανθρώπων που παρακολουθούνται. «Επίσης έχει ως αποτέλεσμα ακόμα και όταν δεν αποδεικνύεται εμπλοκή των ατόμων αυτών σε κάποια υπόθεση, να μην ενημερώνονται ποτέ για προσωπικά τους δεδομένα που έχουν καταγραφεί και αποθηκευτεί», αναφέρει η έκθεση πεπραγμένων της Αρχής για το 2019.
Η έκθεση παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής από τον πρόεδρο της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου, κ. Χρήστο Ράμμο. Όπως είπε το απόρρητο αίρεται με συχνότητα πενταπλάσια για λόγους διασυνδεόμενους με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας, σε σχέση με άρσεις που αφορούν τη διακρίβωση άλλων εγκλημάτων. Η έκθεση επισημαίνει πάντως ότι το απόρρητο κινδυνεύει ειδικότερα από τη συνεχή ανάπτυξη των τεχνολογιών παρακολούθησης, αλλά και ηλεκτρονικής πειρατείας που χρησιμοποιούνται, είτε με βάση νόμιμες διαδικασίες, είτε παράνομα και κακόβουλα.
Οι “νομιμοποιημένες” παρακολουθήσεις
Οι ‘νομιμοποιημένες” παρακολουθήσεις αφορούν σε σταθερή ή κινητή τηλεφωνία, καθώς και σε μηνύματα που ανταλλάσσονται με άλλα μέσα και εφαρμογές. Με τον όρο «νόμιμες» όπως αναφέρει η έκθεση, νοούνται οι παρακολουθήσεις που γίνονται «με βάση μια προδιαγεγραμμένη στο νόμο διαδικασία, συνήθως με αίτηση μιας δημόσιας υπηρεσίας και έγκριση της αίτησης από δικαστική αρχή».
Η Αρχή αυτή τονίζει ότι οι αιτίες του φαινομένου είναι πολλές, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης καταπολέμησης της τρομοκρατίας ή της βαριάς εγκληματικότητας (διακίνηση ναρκωτικών, σωματεμπορία, παιδική πορνογραφία) αλλά και για διαδικτυακές επιθέσεις (κυβερνοεπιθέσεις) προσθέτοντας πως δεδομένου ότι πρόκειται για υπαρκτές απειλές και κινδύνους, «η επίκληση των λόγων αυτών από κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών ή διωκτικές αρχές είναι κατ’ αρχήν θεμιτή για την άμυνα κρατών και κοινωνιών». Όμως αιτούνται την άρση του απορρήτου και για άλλους λόγους οι εισαγγελείς.
«Ωστόσο, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της κατάχρησης, όταν αρκεί η αόριστη επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας» σημειώνεται στην έκθεση. Τέτοιου είδους αιτήματα άρσης απορρήτου μάλιστα φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να απορριφθούν «προ της επίκλησης απειλής κατά της εθνικής ασφάλειας και με κίνδυνο να υπάρξει τελικά κάποια διακινδύνευση στον τομέα αυτό».
«Οι συνέπειες ωστόσο αυτής της πρακτικής είναι μείζονος σημασίας καθώς, το αποτέλεσμα είναι ότι μπορεί να υποκλαπούν τηλεφωνικές συνομιλίες προσώπων, για τα οποία εκ των υστέρων δεν αποδείχθηκε τίποτε, ενώ αυτά δεν θα πληροφορηθούν ποτέ ότι προσωπικά τους δεδομένα έχουν καταγραφεί και αποθηκευτεί. Υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος υπέρβασης της δοθείσης δικαστικής έγκρισης ή των χωρικών παρακολουθήσεων», αναφέρει η έκθεση.
«Από αυτές τις μαζικές άρσεις μάλιστα ενδεχομένως ανακύπτουν ζητήματα συμβατότητας της εγχώριας διαδικασίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου», προσθέτουν οι συντάκτες της έκθεσης. Ο πρόεδρος της Αρχής επεσήμανε προφορικά προς τους βουλευτές ότι «η ΑΔΑΕ έχει ένα πολύ δύσκολο έργο, αυτό της στάθμισης δύο εξαιρετικά σημαντικών συνταγματικών αγαθών: της προστασίας της ιδιωτικότητας και του απορρήτου των επικοινωνιών και της προστασίας της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας».
Ζητήματα συμβατότητας με το Σύνταγμα
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης πεπραγμένων, το 2020 αυτές οι άρσεις μειώθηκαν για τεχνικούς λόγους στη διάρκεια της πανδημίας, αλλά η αυξητική τάση σημειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Το 2019 εκδόθηκαν 11.680 διατάξεις που αφορούσαν την άρση απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, έναντι 7.182 το έτος 2017. Ο αριθμός αυτός μπορεί να είναι πολλαπλάσιος, όμως όσον αφορά τον πραγματικό αριθμό τηλεφώνων και αριθμό ατόμων που παρακολουθούνται, καθώς οι 11.113 αποφάσεις αφορούν σε υποθέσεις στις οποίες μπορεί να ζητείται η άρση για πολύ περισσότερους του ενός πολίτες.
Ο πρόεδρος της Αρχής ζήτησε επίσης να στελεχωθεί η υπηρεσία, γιατί παρά τον ολοένα αυξανόμενο όγκο των αιτημάτων άρσης απορρήτου, η ποιοτική επεξεργασία τους γίνεται από μόνον έναν υπάλληλο. Κατά την περίοδο της πανδημίας ήταν πρακτικά αδύνατο να λειτουργήσει η υπηρεσία, γιατί δεν μπορούσαν να διεκπεραιωθούν με τηλε-εργασία τόσο ευαίσθητα δεδομένα, όπως της εθνικής ασφάλειας.
Στη διάρκεια της ακρόασης των μελών της Αρχής συζητήθηκε εκτενώς και η τροπολογία που ψηφίστηκε στα τέλη του 2019 και η οποία δίνει τη δυνατότητα και την αρμοδιότητα στους οικονομικούς εισαγγελείς να ζητούν και εκείνοι την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για «κακουργήματα, τα οποία όμως δεν προσδιορίζονται ούτε εξειδικεύονται περαιτέρω», αναφέρουν οι αρμόδιοι.
Η Αρχή κατήγγειλε προς τους βουλευτές ότι ενώ είναι αρμόδια για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών και είναι Ανεξάρτητη Αρχή, ουδέποτε ενημερώθηκε για τη σχετική νομοθεσία περί οικονομικών κακουργημάτων και αυτό το θέμα «είναι πιθανό να εγείρονται ζητήματα συμβατότητας της διάταξης με το Σύνταγμα, το οποίο περιέχει πολύ αυστηρές ρυθμίσεις σε σχέση με το επίμαχο θέμα καθώς και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου».
«Επιφυλάξεις και σκεπτικισμός»
Τα μέλη της Αρχής τόνισαν επιπλέον ότι είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη η αρχή της αναλογικότητας που προβλέπει σε ποιες περιπτώσεις επιτρέπεται η άρση και απαιτεί να
προσδιορίζονται επακριβώς και εξατομικευμένα τα επιμέρους αδικήματα, για τα οποία επιτρέπεται να επιχειρηθεί αυτή η τόσο σημαντική επέμβαση στον ιδιωτικό βίο του θιγόμενου προσώπου. «Γενικές περιγραφές, ή περιγραφές με βάση «οικογένειες» αδικημάτων δεν πληρούν τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις», αναφέρει η έκθεση.
Η άρση του συνταγματικώς προστατευόμενου απορρήτου μπορεί να αρθεί μόνον με αίτημα εισαγγελέα ή δικαστικού συμβουλίου για λόγους που αφορούν την προστασία της εθνικής ασφάλειας και συγκεκριμένα κακουργήματα. «Η συστηματική άρση του απορρήτου όμως εγείρει επιφυλάξεις και σκεπτικισμό. Ειδικότερα, η παράλειψη αιτιολογίας αποκλείει τον δικαστικό έλεγχο ως προς την τήρηση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και της αρχής της αναλογικότητας, γεγονός που θέτει αυτοτελή ζητήματα σε σχέση με τις αρχές του κράτους δικαίου», αναφέρει η έκθεση.
Στην όλη διαδικασία η ΑΔΑΕ «υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών». Στην Αρχή παραδίδεται, μέσα σε κλειστό φάκελο, όλο το κείμενο της διάταξης που επιβάλλει την άρση του απορρήτου. Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό αρχείο, στο οποίο έχουν πρόσβαση ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ και ένα ακόμη μέλος της, το οποίο είναι ειδικά εξουσιοδοτημένο για αυτό. Ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ ενημερώνει σε κάθε περίπτωση τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και κοινοποιεί τη διάταξη στον Υπουργό Δικαιοσύνης.