Ελάφρυνση χρέους με «στενό κορσέ»

Ελάφρυνση χρέους με «στενό κορσέ»

Γεγονός είναι από τα ξημερώματα η επίτευξη συμφωνίας για το ελληνικό ζήτημα με την κυβέρνηση να πανηγυρίζει το τέλος των μνημονίων και σύσσωμη την αντιπολίτευση να επιδίδεται στην αποδόμηση αυτού του «τέλους». Τι όμως ισχύει με την συμφωνία ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την Ελλάδα;

Μια πρώτη ματιά στέκεται στην αναγνώριση ενός εμπροσθοβαρούς πακέτου  χρέους, μιας «κουρεμένης» τελικής δόσης από την ολοκλήρωση του προγράμματος, ενός «στενού κορσέ» για την περίοδο της μεταμνημονιακής εποπτείας και τέλος ενός ΔΝΤ που μένει φεύγοντας.

Χωρίς να απομειώνονται τα υπόλοιπα μέτωπα της διαπραγμάτευσης στο Λουξεμβούργο, το ζήτημα των μέτρων για το χρέος ήταν αυτό που μονοπώλησε το ενδιαφέρον, πριν, κατά την διάρκεια, και μετά την Σύνοδο. Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί, ότι  από την αρχή δεν τέθηκε θέμα ονομαστικής μείωσης, δηλαδή «κουρέματος», αλλά ελάφρυνσης, μέσω του τρόπου αποπληρωμής του χρέους.

Τα μέτρα για το χρέος

Πέραν τούτου  με την επιμήκυνση της μέσης ωρίμανσης των δανείων του EFSF (πρόκειται για τα δάνεια του δεύτερου μνημονίου) κατά 10 χρόνια και την παράταση της περιόδου χάριτος κατά 10 χρόνια, που προβλέπει η συμφωνία, παρέχεται όντως μια «ανάσα», και μάλιστα άμεση, στο ελληνικό κράτος. Και αυτό συμβαίνει γιατί με την δεκαετή περίοδο χάριτος παγώνουν οι πληρωμές κεφαλαίου και τόκων μέχρι το 2032, ενώ με την δεκαετή επιμήκυνση των ωριμάνσεων των ομολόγων (ποσό ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ), ο σταθμισμένος μέσος όρος ωρίμανσης ανεβαίνει από τα 22 στα περίπου 32 χρόνια. Πρακτικά αυτό σημαίνει, ότι η αποπληρωμή αυτών των ομολόγων αντί για το 2023 θα ξεκινήσει το 2033.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι για το συγκεκριμένο θέμα δόθηκε πραγματική «μάχη» προκειμένου να καμφθούν οι ενστάσεις της Γερμανίας, η οποία θωρακισμένη πίσω από την παγίδα που έστησε πριν δύο χρόνια ο Σόιμπλε, συζητούσε το πολύ επιμήκυνση 3 ετών, την ώρα που το ΔΝΤ ήθελε 15.

Σε ό, τι αφορά τα υπόλοιπα μέτρα για το χρέος, δηλαδή την κατάργηση του step up επιτοκίου (προβλεπόμενη αύξηση επιτοκίου του δανείου του EFSF) και την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα που έχουν οι κεντρικές τράπεζες (SMPs και ANFAs), υπάρχει μία ειδική παράμετρος η οποία δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη: Αυτά τα δύο μέτρα συνδέονται άμεσα με την ενισχυμένη μεταμνημονιακή εποπτεία και κάπου εδώ αρχίζει και σφίγγει ο κορσές.

Όπως αναφέρεται στην δήλωση του Eurogroup τα κεφάλαια αυτά «θα μεταφέρονται στην Ελλάδα ισόποσα, σε εξαμηνιαία βάση (Δεκέμβριο και Ιούνιο), αρχής γενομένης από το 2018 μέχρι τον Ιούνιο του 2022 μέσω ξεχωριστού λογαριασμού του ESM και θα χρησιμοποιηθούν για τη μείωση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών ή για τη χρηματοδότηση άλλων συμφωνηθέντων επενδύσεων». Θα χρησιμοποιούνται δηλαδή για συγκεκριμένους σκοπούς, με την σύμφωνη γνώμη των Θεσμών και εφόσον επιτυγχάνονται οι στόχοι και τηρούνται οι δεσμεύσεις που περιέχονται στην απόφαση Eurogroup.

Η κυβέρνηση πάντως, η οποία προφανώς αισιοδοξεί για την επίτευξη των στόχων, βλέπει σε αυτήν την ετήσια επιστροφή 1,2 δισ. ευρώ την δημιουργία πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου, αφού, όπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα παραμένει στο 3,5%, αλλά θα έχουμε ετησίως επιστροφή 1,2 δισ. ευρώ.

Η «κουρεμένη» δόση και το «μαξιλάρι ασφαλείας»

Με την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης το Eurogroup συμφώνησε και για την καταβολή της τελευταίας δόσης του προγράμματος που είναι σε εξέλιξη. Η δόση αυτή κλείδωσε τελικά στα 15 δισ. Ευρώ, αν και η αντιπρόταση ήταν για 21,7 δισ. Έτσι όμως το συνολικό ποσό που λαμβάνει η Ελλάδα από το 3ο δάνειο του ESM φτάνει στα 61,9 δισ. Ευρώ, την ώρα που έχουν εγκριθεί συνολικά 86 δισ. ευρώ. Περίπου 25 δισ. ευρώ δηλαδή παραμένουν αδιάθετα και εδώ οι πληροφορίες αναφέρουν ότι έγινε «τράμπα» με την άρση των γερμανικών αντιρρήσεων για τον χρόνο της επιμήκυνσης.

Τι θα κάνει η Αθήνα με αυτά τα χρήματα; Θα πρέπει να καλύψει τις υποχρεώσεις της και παραλλήλως να κρίνει αν θα προχωρήσει ή όχι σε εξαγορά μέρους του ακριβού δανείου του ΔΝΤ. Από αυτά τα 15 δισ. ευρώ όμως, μιλάμε πάντα για το ποσό της τελευταίας δόσης, μόνο τα 9,6 δισ. θα πάνε, σύμφωνα με τον επικεφαλής του ESM, στο «μαξιλάρι διαθεσίμων» που θα έχει η Ελλάδα κατά την έξοδο από το πρόγραμμα.

Με το ποσό αυτό συν όσα έχει συλλέξει ήδη η Αθήνα από ομόλογα,  repos και πλεονάσματα το «μαξιλάρι διαθεσίμων» διαμορφώνεται στα 24,1 δισ. Ευρώ, «κομπόδεμα» ικανό, όπως ειπώθηκε τουλάχιστον, να καλύψει τις ανάγκες της χώρας χωρίς πρόσβαση στις αγορές. Το ποσό αυτό βέβαια, όπως αναφέρεται στην δήλωση του Eurogroup, «θα χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση του χρέους σε περίπτωση ανάγκης», καθώς για την ίδια περίοδο το υπουργείο Οικονομικών προγραμματίζει τουλάχιστον τέσσερις εξόδους στις αγορές.

Η μεταμνημονιακή εποπτεία και η «καθαρή» έξοδος

Ποιες είναι όμως οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση; Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, αλλά και με βάση του κείμενο της δήλωσης του χθεσινού Eurogroup, «πρώτη και κύρια δέσμευση είναι να επιτυγχάνεται ο στόχος του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος μέχρι το 2022». Ακολουθεί ωστόσο και μια σειρά άλλων δεσμεύσεων οι οποίες «αφορούν την συνέχιση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων των προγραμμάτων, όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, η ανεξαρτησία της ελληνικής στατιστικής αρχής και της αρχής δημοσίων εσόδων».

Η κυβέρνηση διατείνεται ότι πουθενά «δεν υπάρχει δέσμευση για εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα», πέραν της δέσμευσης για πλεόνασμα 3,5%, η μεταμνημονιακή εποπτεία ωστόσο  υπεισέρχεται σχεδόν σε όλους τους τομείς που μέχρι τον Αύγουστο καλύπτονται από το τρίτο πρόγραμμα στήριξης. Το γεγονός μάλιστα ότι μέτρα για το χρέος συνδέονται άμεσα με την τήρηση συγκεκριμένων δεσμεύσεων καθιστά την «καθαρή έξοδο» όχι και τόσο «πεντακάθαρη» όσο διαφημίστηκε. Αυτό βέβαια απέχει αρκετά από το να χαρακτηριστεί μνημόνιο, καθώς σε μεγάλο βαθμό υπάρχει ανάκτηση των προγραμμάτων δράσης και «τα μέσα για την επίτευξη των στόχων αποτελούν πλέον επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης».

Μέσα έξω το ΔΝΤ

Το ΔΝΤ τελικά δεν θα ενεργοποιήσει την χρηματοδοτική του συμμετοχή στο πρόγραμμα που τελειώνει και η Αθήνα δεν θα πάρει το «ακριβό» νέο δάνειό του, αφού το Βερολίνο δεν στάθηκε κατά την άποψη του Ταμείου αρκετά «γενναιόδωρο» στην εμπροσθοβαρή ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.

Επομένως φεύγει από το πρόγραμμα ως χρηματοδότης, μένει όμως στην επιτήρηση της μεταμνημονιακής περιόδου και μάλιστα σε ρόλο κεντρικού επόπτη, λόγω τεχνογνωσίας. Σημειώνεται ότι το Ταμείο τοποθετήθηκε θετικά απέναντι στην απόφαση του Eurogroup, εξέφρασε ωστόσο κάποιες επιφυλάξεις σε ό, τι αφορά την μακροπρόθεσμη προοπτική του ελληνικού χρέους.

Τι θα γίνει όμως με τα δάνεια που ήδη έχει πάρει η Αθήνα από το ΔΝΤ, τα οποία είναι και τα ακριβότερα. Ο υπουργός Οικονομικών είπε ότι δεν έγινε καμία αναφορά από τους Θεσμούς για αποπληρωμή του Ταμείου και πρόσθεσε ότι το θέμα αυτό θα αποφασιστεί αργότερα. Την επόμενη εβδομάδα πάντως το ΔΝΤ θα εξετάσει την Ελλάδα στη βάση του Άρθρου 4 του καταστατικού του, δηλαδή χωρίς χρηματοδοτική συνδρομή, και αναμένεται να εκφραστεί και για τις επιφυλάξεις του σχετικά με την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.

Για αυτήν την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα άλλωστε, η κυβέρνηση έλαβε δέσμευση από το Eurogroup για νέες παρεμβάσεις στο χρέος, το 2023, “αν κριθούν αναγκαίες” και εφόσον η Ελλάδα τηρεί τα συμφωνηθέντα.

Πως κρινουν την συμφωνία οι οικονομολόγοι

Θετική και αναμενόμενη βρίσκουν σε γενικές γραμμές την συμφωνία εξέχοντες οικονομολόγοι με δηλώσεις τους στο ΑΠΕ.

Ο Παναγιώτης Πετράκης, καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών εκτιμά ότι «η συμφωνία λαμβάνει πρόνοια αναφορικά με τις επερχόμενες δυσμενέστερες συνθήκες που πιθανόν να έχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση» και σημειώνει ότι «είναι ένα θετικό βήμα προς την μεταμνημονιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας».

Ο Κώστας Μελάς, καθηγητής Διεθνών Χρηματοοικονομικών και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο χαρακτηρίζει θετικό σημείο την  επιμήκυνση προσθέτει ωστόσο ότι «για να φτάσουμε σε αυτή την κατάληξη επήλθε συμβιβασμός μεταξύ της Γερμανίας, του ΔΝΤ και των υπολοίπων, διότι επί της ουσίας εξαφανίστηκε ο γαλλικός μηχανισμός που θα συνέδεε τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας με την διαχείριση του χρέους».

Ο κ. Μελάς σημειώνει ακόμη ότι έχουμε «μια συμφωνία που δίνει μια ανάσα αλλά έχει τη συνέχιση των υποχρεώσεων, έχει σκληρά πρωτογενή πλεονάσματα και υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Όλα αυτά που αφορούν στην βιωσιμότητα του χρέους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο από τα πρωτογενή πλεονάσματα αλλά και από τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Εάν ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ δεν είναι πάνω κάτω γύρω στο 2% όλα αυτά τα πράγματα θα κινδυνεύσουν. Επομένως έχουμε αρκετή αβεβαιότητα σε όλα αυτά τα πράγματα».

Τέλος ο Θοδωρής Πελαγίδης, καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ερευνητικός εταίρος του Ινστιτούτου Brookings, αναφέρει ότι οι αγορές είχαν προεξοφλήσει προφανώς μια τέτοια απόφαση και σημειώνει ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ είναι καθαρή «αφού η αποπληρωμή των δανείων που έχει κάνει σε εμάς θα είναι περίπου, από τα 10,5 δισ. ευρώ στα 3,3 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 1/3. Άρα το ΔΝΤ εμπλέκεται κανονικά». Τονίζει επίσης ότι «δεν υπάρχει ούτε καθαρή ούτε μη καθαρή έξοδος, αλλά υπάρχει μια συνέχεια, όχι βέβαια με την ένταση ίσως των πρώτων ετών των τριών προγραμμάτων».

 

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι