Κάνουν πως δεν βλέπουν τον ελέφαντα του αμερικανικού χρέους
27/07/2023Η τελευταία μηνιαία αναφορά με θέμα το έλλειμμα του αμερικανικού προϋπολογισμού, πιστοποιεί πως οι δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης τον Ιούνιο, αυξάνονται αιφνιδιαστικά κατά 15% στα $646 δισ., έναντι μόλις $100 δισ. προ δωδεκαμήνου. Από την άλλη πλευρά τα φορολογικά έσοδα μειώνονται κατά 9,2% από τα $461 δισ. στα $418 με τον δωδεκάμηνο κυλιόμενο δείκτη εσόδων (TTM-Trailing Twelve Μonths) να υποχωρεί κατά 7,3%, μέγεθος που αποτελεί την χειρότερη επίδοση από τον Ιούνιο του 2020.
Εκείνη την εποχή η χώρα επιχειρεί να επανέλθει σε ομαλές συνθήκες, εγκαταλείποντας τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα της υγειονομικής κρίσης, πλην όμως η τρέχουσα μεγάλη υποχώρηση των φορολογικών εσόδων, αποτελεί σαφέστατη ένδειξη ύφεσης. Οι απότομες αυξήσεις των δημοσίων δαπανών συνοδεύονται τον Ιούνιο και από απογοητευτική μείωση των φορολογικών εσόδων, με αποτέλεσμα το έλλειμμα του αμερικανικού προϋπολογισμού να τριπλασιασθεί σχεδόν από τα $89 δισ. προ δωδεκαμήνου, στα $228 δισ., μέγεθος δραματικά μεγαλύτερο από την γενική εκτίμηση του οικονομικού επιτελείου για $175 δισ.
Η ανεξήγητη κατά τα άλλα αρνητική διαφορά των 53 δισεκατομμυρίων δολαρίων, οφείλεται στην συνεχή χρηματοδότηση του Κιέβου, με την προσδοκία του Λευκού Οίκου να καταβληθεί επιτέλους η Μόσχα και να αναγκασθεί να υποχωρήσει.
Με το μηνιαίο έλλειμμα να διαμορφώνεται δραματικά υψηλότερα από το αναμενόμενο, αλλά και από το ανάλογο προ δωδεκαμήνου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το σωρευτικό στους πρώτους εννέα μήνες του τρέχοντος οικονομικού έτους συνιστά το τρίτο υψηλότερο που έχει καταγραφεί, με υψηλότερα τα ανάλογα των ετών 2020 και 2021, της περιόδου της υγειονομικής κρίσης. Στα $1,393 τρισεκατομμύρια το νέο έλλειμμα ήδη εμφανίζεται αυξημένο κατά 170%, συγκρινόμενο με το ανάλογο της ίδιας περιόδου του προηγούμενου έτους.
Η εξυπηρέτηση του αμερικανικού χρέους
Αναμφίβολα τα μεγέθη δεν προκαλούν έκπληξη, εφόσον συνδυασθούν με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ακολουθούν μία κατεύθυνση που οδηγεί αναπόφευκτα στον χρηματοοικονομικό θάνατο, με μοναδική λύση την επιστροφή στην πολιτική Πιστωτικής Επέκτασης. Τα χειρότερα εντοπίζονται στην μηνιαία έκθεση του Ιουνίου από το υπουργείο Οικονομικών, όπου στον τρίτο πίνακα εξόδων, καταγράφεται πως οι πρώτοι εννέα μήνες του τρέχοντος οικονομικού έτους, συσσωρεύουν $652 δισ. για τις ανάγκες εξυπηρέτησης του αμερικανικού χρέους. Το μέγεθος κινείται κατά 25% υψηλότερα σε σχέση με την αντίστοιχη συγκρίσιμη περίοδο του προηγουμένου έτους, όταν διαμορφώνεται στα $521 δισ.
Η απότομη άνοδος των επιτοκίων, υπακούει και σε κινήσεις πανικού της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας (FED), μετά την επική της αποτυχία της περιόδου 2020-2021, όταν σε συνδυασμό με τα μηδενικά επιτόκια, προβαίνει και σε τεράστια Πιστωτική Επέκταση τρισεκατομμυρίων. Η συγκεκριμένη νομισματική πολιτική δημιουργεί απίστευτες πλασματικές υπεραξίες στο ενεργητικό πολλών εταιρειών, συνιστώντας τον κύριο μοχλό δημιουργίας των ελλειμμάτων, όταν υποχρεώνεται να αυξήσει τα επιτόκια 10 φορές με τον ταχύτερο ρυθμό από το 1983 σε διάρκεια που μόλις υπερβαίνει το δωδεκάμηνο. Η διαμόρφωσή τους στο 5,25%, αποτελεί την μεγαλύτερη και ταχύτερη αύξηση των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, επηρεάζοντας δραματικά την αγορά ομολόγων.
Το αμερικανικό πενταετές κινείται με επιτόκιο 3,96%, δημιουργώντας μεγάλες υποαξίες στα χαρτοφυλάκια των θεσμικών επενδυτών, έναντι μόλις 1,35% στις αρχές του προηγούμενου έτους. Σε αντιπαραβολή το τελευταίο ελληνικό πενταετές διαμορφώνεται με επιτόκιο 3,3% σε μία μάλλον μικρού ύψους έκδοση της τάξης των €250 εκατομμυρίων, που υπερκαλύπτεται περισσότερες από τέσσερεις φορές.
Με την ωρίμανση των τίτλων χαμηλότερων αποδόσεων και μικρότερης διάρκειας, το υπουργείο Οικονομικών αντιμετωπίζει απότομες αυξήσεις στις αποπληρωμές του αμερικανικού χρέους, ενώ ακόμα και εάν η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED), εισέλθει σε διαδικασία μείωσης των επιτοκίων, η χρονική υστέρηση στο κυλιόμενο λήγον χρέος, θα διατηρήσει τα πραγματικά επιτόκια εξυπηρέτησης υψηλά για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το πρόβλημα με το μέσο επιτόκιο
Το πρόβλημα ανακλάται στο μέσο επιτόκιο για την εξυπηρέτηση του συνολικού χρέους των ΗΠΑ, που στα τέλη του πρώτου εξαμήνου διαμορφώνεται στο 2,76%, το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο του 2012. Σε σχέση με το 1,80% του προηγούμενου έτους, η διαφορά δεν προβληματίζει το υπουργείο Οικονομικών, αλλά η διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα, πρόκειται να το διαμορφώσει στο 4,00% στην λήξη του πρώτου εξαμήνου του 2024.
Αναπόφευκτα η συγκεκριμένη εξέλιξη κρίνεται καταστροφική, από την στιγμή που συνεπάγεται πως το συνολικό χρέος των $32,3 τρισ. (μετά τον νέο δανεισμό για τις αποπληρωμές τοκοχρεωλυσίων του Ιουνίου), θα απαιτήσει σε ένα δωδεκάμηνο $1,3 τρισ. για την εξυπηρέτησή του. Το μέγεθος υπερβαίνει τις δαπάνες της κοινωνικής ασφάλισης και της άμυνας αποτελώντας το μεγαλύτερο έξοδο της κεντρικής κυβέρνησης.
Η έκρηξη του κόστους εξυπηρέτησης του αμερικανικού χρέους, αναμφίβολα πρόκειται να αποτελέσει ένα από τα κύρια θέματα της επερχόμενης προεδρικής προεκλογικής εκστρατείας, από την στιγμή που σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα του St. Louis το κόστος ήδη υπερβαίνει τα $900 δισεκατομμύρια για πρώτη φορά στην οικονομική ιστορία των ΗΠΑ. Στο επόμενο τρίμηνο αναμένεται να υπερβεί το $1 τρισ., αν και η υπουργός Οικονομικών Janet Yellen, επιχειρεί να υποβαθμίσει τον κίνδυνο των υψηλών επιτοκίων και επιμένει πως η σχέση των αποπληρωμών σε σύγκριση με το ΑΕΠ παραμένει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Το πρόβλημα του επιχειρήματος εστιάζεται στο γεγονός ότι το πραγματικό ΑΕΠ (αποπληθωρισμένο) απομειώνεται, με μία ενδεχόμενη σημαντική ύφεση να δημιουργήσει νέα προβλήματα από την στιγμή που το χρέος δεν μειώνεται ούτε σε σχετικά, ούτε σε απόλυτα μεγέθη.
Η New York Times
Το πρόσφατο σημείωμα του εκδότη της γνωστής εφημερίδας με τίτλο “Η Αμερική επιβιώνει με Δάνεια”, παρατηρεί θλιβερά πως κατά την διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων (Congressional Budget Office-CBO), εκτιμά πως τα ελλείματα του προϋπολογισμού θα κινηθούν κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση στα επίπεδα των $2 τρισ. Κατά το 2029 το κόστος εξυπηρέτησης του αμερικανικού χρέους πρόκειται να συνιστά μακράν την μεγαλύτερη δαπάνη της κεντρικής κυβέρνησης και το 2033 οι πληρωμές θα ανέλθουν στο 3,6% του ΑΕΠ.
Η πρόσφατη συμφωνία για την αύξηση του ορίου χρέους δεν συνεισφέρει ιδιαίτερα στην αποτροπή των αρνητικών εξελίξεων, από την στιγμή που πριν από την συναίνεση των δύο πολιτικών παρατάξεων, το ομοσπονδιακό χρέος είχε υπολογισθεί να φθάσει τα $46,7 τρισ. το 2033, για να περιορισθεί ελαφρά με την συμφωνία στα $45,2 τρισ. Αναγνωρίζοντας πως ο τελικός συμβιβασμός δεν έχει να εισφέρει κάτι το ιδιαίτερο, ο εκπρόσωπος της Βουλής και Ρεπουμπλικάνος, Kevin McCarthy, παραδέχεται πως υπάρχει αδήριτη ανάγκη δημιουργίας μίας ειδικής διακομματικής επιτροπής που θα εντοπίζει τις περιττές δαπάνες και θα λαμβάνει ορθολογικές αποφάσεις για την διαχείριση του χρέους.
Το σημείωμα του εκδότη της New York Times καταλήγει στο συμπέρασμα, πως μία βιώσιμη συμφωνία οφείλει να στραφεί στην αύξηση των εσόδων και στον περιορισμό των δαπανών. Τα δύο κόμματα επιβάλλεται να συμβιβασθούν, με τους Ρεπουμπλικάνους να αποδέχονται αυξήσεις φόρων στα υψηλά εισοδήματα, που παραμένουν ασήμαντοι και τους Δημοκρατικούς να υιοθετούν προγράμματα αλλαγών στην κοινωνική ασφάλιση και τις υπηρεσίες υγείας, που επιβαρύνονται με αδικαιολόγητες δαπάνες. Εάν δεν υλοποιηθούν οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, τότε το χρέος θα αποδειχθεί χρηματοοικονομικά μη βιώσιμο.
Το μεγαλύτερο ιστορικά ποσόν δαπανών
Το σημείωμα του εκδότη δεν αναφέρεται πάντως στους ομίλους που λυμαίνονται τους προϋπολογισμούς του υπουργείου Άμυνας, όπως λόγου χάρη της TRANSDIGM, που προμηθεύει ανταλλακτικά στις ένοπλες δυνάμεις, με χρεώσεις τετραπλάσιες σε σχέση με τις τιμές της αγοράς. Το υπουργείο αποτυγχάνει για πέμπτο συνεχές έτος το 2022, να τηρήσει τον προϋπολογισμό του και να δικαιολογήσει δαπάνες που υπερβαίνουν το 50% του συνόλου, δηλαδή για περισσότερα από τρία τρισεκατομμύρια δολάρια στην πενταετία.
Σύμφωνα με μεγάλη έρευνα του τηλεοπτικού δικτύου CBS, οι προμηθευτές του υπουργείου Άμυνας προβαίνουν σε υπερχρεώσεις της τάξης του 40% έως και 50%, ενώ και το Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή του υπουργείου διαπιστώνει υπερχρεώσεις που φθάνουν ακόμα και το 4.000%!
Για το 2024 το υπουργείο απαιτεί $886 δισ., το μεγαλύτερο ιστορικά ποσόν δαπανών, ενώ υπάρχουν και δαπάνες στην ζώνη του λυκόφωτος για την Ουκρανία, πέραν των όσων ανακοινώνονται επίσημα. Από την Διοίκηση Κοινωνικής Ασφάλισης διοχετεύονται $4,5 εκατ. προς την κυβέρνηση του Κιέβου και από την Αμερικανική Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης (United States Agency for International Development-USAID) επιπλέον $4,5 δισ. για την εξυπηρέτηση του ουκρανικού χρέους, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου κατέχει ο γνωστός όμιλος επενδύσεων της BlackRock. Τα ποσά αντιστοιχούν σε χρέωση επιπλέον $30 ανά πολίτη, όταν οι 4 στους 10 Αμερικανούς δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αντιμετωπίσουν έκτακτες ανάγκες της τάξης μόλις των $400.