ΑΝΑΛΥΣΗ

Δεν είναι το πνεύμα Σολτς που θα δώσει πνοή στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη

Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να ξαναγίνει μεγάλο; Σταύρος Λυγερός

Οι 270.000/206.000 ψηφοφόροι που έσπευσαν στις κάλπες για την ανάδειξη της νέας προεδρίας του ΚΙΝΑΛ, επιβεβαίωσαν την ύπαρξη μιας υπόγειας πραγματικότητας στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, σε εκείνο που ιστορικά στην Ελλάδα ονομάστηκε “δημοκρατική παράταξη”: Ότι ο ευρύτερος χώρος του ΠΑΣΟΚ, μολονότι βρίσκεται στο κοίλον της άμεσης πολιτικής του επιρροής, βρίσκεται κοινωνικά εγγύτερα στη βάση των ψηφοφόρων της παράταξης αυτής από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ότι η παντοδυναμία του τελευταίου στον χώρο της Κεντροαριστεράς αποδείχθηκε εν τέλει προσωρινού χαρακτήρα, υπήρξε προϊόν της προηγούμενης δεκαετίας των μνημονίων και ότι πλέον διανύει την αντίστροφη μέτρησή της.

Την ίδια στιγμή, όμως, η ατζέντα που κυριάρχησε κατά τον δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών καταδεικνύει πως το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, παρά την ανάταση που βίωσε λόγω της μαζικής προσέλευσης στον πρώτο και τον δεύτερο γύρο, συνεχίζει να διακατέχεται από ένα πρόβλημα “πολιτικής μετάφρασης” της δυναμικής και των δυνατοτήτων που οι ίδιες του οι διαδικασίες ανέδειξαν. Και αυτό, δεν είναι παρά η έκφανση ενός βαθύτερου προβλήματος, που είναι πρόβλημα ταυτότητας και φυσιογνωμίας της πολύφερνης νύφης, που ο Νίκος Ανδρουλάκης αρέσκεται να αποκαλεί «σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία».

O Μιχάλης Τσιντσίνης, στο εβδομαδιαίο σχόλιό του στην “Καθημερινή της Κυριακής”, περιέγραψε εύστοχα πώς τίθεται το πρόβλημα ταυτότητας και φυσιογνωμίας για το ρεύμα που αντιπροσωπεύει ο Νίκος Ανδρουλάκης: οι σαραντάρηδες του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ σφυρηλάτησαν την πολιτική τους νοοτροπία στην ΠΑΣΠ της σημιτικής περιόδου, ωστόσο η πολιτική καταβύθιση που ξεκίνησε για την παράταξη, μετά το διάγγελμα του Γιώργου Παπανδρέου στο Καστελόριζο, τους έστρεψε σε μια νοσταλγία του Ανδρέα και της “Αλλαγής”.

Το πηλίκο αυτού του ιδεολογικού εκκρεμούς, σήμερα, βρίσκεται στο μηδέν. Το εκσυγχρονιστικό ιδεώδες υπονομεύτηκε από τα εγγενή του παρασιτικά και εθνομηδενιστικά χαρακτηριστικά, ενώ η ανδρεϊκή αλλαγή απαξιώθηκε ολοκληρωτικά από την τυχοδιωκτική και καταστροφική απόπειρα αναβίωσής της από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε ένα επίπεδο βαθύτερο από τα παραπάνω, αδυνάτισε ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστράφηκαν τα πασοκικά αφηγήματα της ανδρεϊκής και σημιτικής περιόδου, η Μεταπολίτευση.

Το στοίχημα για τον Ανδρουλάκη

Σήμερα, έπειτα από μια δεκαετία μνημονιακής καταβύθισης και μέσα σε μια συγκυρία επικαιροποιημένων γεωπολιτικών απειλών (τουρκικός επεκτατισμός) και κρίσιμων εθνικών προβλήματων (μεταναστευτικό, δημογραφικό), καμία από τις βασικές ιδέες της αλλαγής ή του εκσυγχρονισμού δεν είναι χρήσιμη ή επίκαιρη. Ούτε η υπέρβαση του “κράτους της δεξιάς” και το κρατικό-κομματικό σπονσοράρισμα των μη προνομιούχων, ούτε η αμεριμνησία μιας Ελλάδας ενταγμένης στο “ευρωπαϊκό χωριό”, απαλλαγμένης από εθνικές ευθύνες και γεωπολιτικά διακυβεύματα που ζει το “τέλος της ιστορίας”, αυξάνοντας διαρκώς την κατά κεφαλήν της κατανάλωση.

Έχει αναλυθεί πολλάκις πως ο συνδυασμός της γεωπολιτικής, οικονομικής, και κοινωνικής κρίσης, που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει η Ελλάδα, την έβγαλε από τον ομφαλοσκοπικό λήθαργο στον οποίο είχε βυθιστεί κατά την ύστερη Μεταπολίτευση και την επανάφερε στην τροχιά αντιμετώπισης των μεγάλων, ιστορικών της ζητημάτων. Υπό το βάρος αυτής της μετατόπισης, αλλάζει και η προοπτική της ιστορίας, για τις εκάστοτε πολιτικές δυνάμεις.

Έτσι, για τη σημερινή φυσιογνωμία της δημοκρατικής παράταξης, που μας ενδιαφέρει εδώ, περισσότερο επίκαιρο φαντάζει το πολιτικό πρόγραμμα του βενιζελισμού, ένας συνδυασμός δηλαδή εκσυγχρονισμού, ρηξικέλευθων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και διεύρυνσης του γεωπολιτικού αποτυπώματος της χώρας, μέσα από την ισχυροποίηση της άμυνας και της διπλωματίας της.

Το στοίχημα, επομένως, για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, δεν είναι να φέρει τον Όλαφ Σολτς (τον σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό της Γερμανίας) στη Χαριλάου Τρικούπη, όπως υπονοεί η μάλλον βεβιασμένη διαπίστωση που επαναλαμβάνει σε όλες του τις συνεντεύξεις ο κ. Ανδρουλάκης περί επιστροφής της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, αλλά τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου!

Η πολιτική σχιζοφρένεια της Αριστεράς

Οι παρατάξεις, όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα, ταυτίζονται με τα εκάστοτε κόμματα που κατακτούν την ηγεμονία εντός τους, καταφέρνοντας να εκφράσουν την ψυχή τους, μόνο προσωρινώς, στο πλαίσιο του εκάστοτε πολιτικού κύκλου· και ένας τέτοιος υπήρξε και η Μεταπολίτευση. Η συγκρότησή τους, όμως, αφορά στη μεγαλύτερη διάρκεια, γιατί κατά βάθος αποτελούν “ιστορικά μπλοκ” (κατά την διατύπωση του Αντόνιο Γκράμσι, κάποτε προσφιλή στους κύκλους των πολιτικών επιστημόνων): είναι, δηλαδή, συμμαχίες κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων που, με τη δράση τους μέσα στην ιστορία, έχουν καταφέρει να αφήσουν το δικό τους αποτύπωμα στην πορεία του εκάστοτε έθνους.

Έτσι, η δημοκρατική παράταξη αναδύθηκε ως “μεγάλη δύναμη” του ελληνικού πολιτικού παιχνιδιού μέσα στο 20ό αιώνα, γιατί με όχημα τον βενιζελισμό, κατάφερε να προχωρήσει ορισμένα βήματα παραπέρα την εθνική ολοκλήρωση της Ελλάδας, με την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης. Η δε Αριστερά παλινδρομεί ανάμεσα στο πολιτικό ζενίθ και το ναδίρ, γιατί ο εθνικός της ρόλος υπήρξε, περισσότερο από κάθε άλλη δύναμη, επαμφοτερίζων και αλληλοαναιρούμενος.

Ταυτίστηκε με την εναντίωσή της στη μικρασιατική εκστρατεία και την συμμαχία της με τους βασιλικούς και τους επιστράτους, με την κατάρρευση του μετώπου και την Μικρασιατική Καταστροφή, κατάφερε στη συνέχεια να ξεπεράσει το προπατορικό αυτό αμάρτημα με τη ηγεμονική της παρουσία στην Εθνική Αντίσταση ενάντια στην γερμανική Κατοχή, για να αναλώσει αυτήν την καίρια πολιτική κληρονομιά στον εμφύλιο που ακολούθησε.

Η πολιτική σχιζοφρένεια, μεταξύ του εθνικοαπελευθερωτικού και εθνομηδενιστικού ρόλου, θα είναι εν τέλει και ο κυριότερος ανασταλτικός παράγοντας για τον οποίον στη συνέχεια η Αριστερά, ενώ θα κατακτήσει την ιδεολογική ηγεμονία κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, δεν θα καταφέρει να την ολοκληρώσει πολιτικά, παραδίδοντας τη σκυτάλη σε έναν πολιτικό που έρχεται από την παράδοση του Δημοκρατικού Κέντρου ώστε να εκφράσει το ιστορικό αίτημα της “Αλλαγής”.

Ο Λοβέρδος και η “δεξιά παρέκκλιση”

Στην γραπτή ανακοίνωσή του ενόψει του β΄ γύρου των εσωκομματικών εκλογών, όπου έδωσε την υποστήριξή του στον Νίκο Ανδρουλάκη, ο τρίτος στην εκλογική κατάταξη Ανδρέας Λοβέρδος, έγραψε μεταξύ άλλων «κερδίσαμε σε πολλά σημεία της μάχης των ιδεών που δώσαμε». Σε μια συνέντευξή του, εξήγησε ότι η διαπίστωση αφορά, μεταξύ άλλων, στην επανάκαμψη της ονομασίας ΠΑΣΟΚ, στην άποψη ότι οι προεδρικές εκλογές στο ΚΙΝΑΛ μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για μια ευρύτερη αλλαγή των συσχετισμών στο Κέντρο και την Κεντροαριστερά και τέλος, σε μια στρατηγική επανοικειοποίησης της εθνικής ατζέντας και του πατριωτισμού από τη σοσιαλδημοκρατία.

Η διαπίστωση αυτή ισχύει σε μεγάλο βαθμό, γιατί ο συγκεκριμένος υποψήφιος ξεκίνησε πρώτος και πολύ νωρίτερα την προεκλογική κούρσα, κατάφερε να πλασαριστεί σε μια από τις θέσεις των φαβορί και εξανάγκασε, από ένα σημείο και μετά, ένα μεγάλο μέρος των συνυποψηφίων του να ενσωματώσουν τα στοιχεία της δικής του ατζέντας, προκειμένου να αποτρέψουν την εκλογή του.

Η τελευταία, ωστόσο, δεν ευοδώθηκε κυρίως για δυο λόγους: Αφ’ ενός η μακροχρόνια σταδιοδρομία του στην πρώτη γραμμή της παράταξης και μάλιστα σε θέσεις ευθύνης, έχει αποτυπώσει μεγάλη φθορά στο προσωπικό πολιτικό προφίλ του· αφ’ ετέρου, οι ιδεολογικές τομές στις οποίες ο ίδιος καλούσε, ιδίως σε ζητήματα όπως αυτό της μετανάστευσης ή της αυστηροποίησης του ποινικού κώδικα, ήταν πολύ άμεσες και βαθιές για να τις αντέξει ο οργανωμένος κόσμος της παράταξης.

Η ρετσινιά του συντηρητικού και του “κρυπτονεοδημοκράτη” κινητοποίησε αρνητικά τα πασοκικά αντανακλαστικά και ο φόβος μήπως το ΚΙΝΑΛ καταλήξει, υπό την ηγεσία του, ουρά του μητσοτακικού φιλελευθερισμού (με τον ίδιο τρόπο που τα τελευταία χρόνια υπήρξε ουρά του ΣΥΡΙΖΑ,)έστειλε μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων προς τον “κεντριστή” Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος κατάφερε, μέσα από τη διελκυστίνδα Λοβέρδου και ΓΑΠ, να αναδείξει την υποψηφιότητά του ως εγγυήτρια για μια αυτόνομη πορεία του κόμματος.

“Ζωντανή” η ατζέντα Λοβέρδου

Η ήττα της υποψηφιότητας Λοβέρδου, όμως, δεν συνεπάγεται και πολιτική ήττα της ατζέντας του, διότι αυτή πηγάζει από μια ευρύτερη κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα και τις μετατοπίσεις που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στο γενικό εκλογικό σώμα και αναφέρεται σε αυτές. Θέσεις όπως η απόρριψη της μαζικής μετανάστευσης και εκείνης που κρίνει ότι το ζήτημα της ασφάλειας είναι πολύ θεμελιώδες σήμερα για τον βίο των μη προνομιούχων στην Ελλάδα δεν είναι “δεξιές”. Ούτε υπήρξαν στοιχεία οργανικά ως προς την ιδεολογική αφετηρία του μητσοτακικού φιλελευθερισμού που ηγεμονεύει στο πολιτικό σκηνικό από το 2019 και μετά.

Αποτελούν πλειοψηφικά αιτήματα μέσα στην ελληνική κοινωνία, ακριβώς εξαιτίας της διάλυσης που αυτή βίωσε τα τελευταία χρόνια. Η δε ανάδειξη της Νέας Δημοκρατίας σε κεντρικό πόλο της παρούσας πολιτικής συγκυρίας συνέβη γιατί, μέσα από τη βάσανο της διακυβέρνησης, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να τα ενσωματώσει στην ατζέντα της, την ίδια στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ επέμενε σε αυτά τα πεδία να ασκεί ισοπεδωτική αντιπολίτευση από σκοπιά που δεν αρνούνταν μόνον την πολιτική της ΝΔ, αλλά την ίδια τη σημασία των ζητημάτων για τη χώρα και την κοινωνία.

Και ευρύτερα, όμως, η κεντρικότητα της Νέας Δημοκρατίας επετεύχθη γιατί το αφήγημα της διακυβέρνησής της επικεντρώθηκε κυρίως στο συμμάζεμα της εντροπίας με την οποία ταυτίστηκε, όχι μόνον η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και όλος ο προηγούμενος πολιτικός βίος της χώρας. Εξ’ ου και η δημοφιλία του Πιερρακάκη (συμμαζεύει το κράτος) ή του Χρυσοχοΐδη όταν ήταν Υπουργός Προστασίας του Πολίτη (οργανώνει την τάξη), πέραν του Δένδια ή και του ίδιου του Μητσοτάκη.

Η δυνατότητά της να ελκύει ψηφοφόρους που ανήκαν στο Κέντρο ή την Κεντροαριστερά, να διευρύνει δηλαδή την επιρροή της πέραν της δικής της παραδοσιακής εκλογικής βάσης, στηρίζεται ακριβώς στα ιδεολογικά εκείνα στοιχεία που πρόταξε η υποψηφιότητα Λοβέρδου για την αυριανή φυσιογνωμία του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ: Δηλαδή, ως προς το ερώτημα του πώς πρέπει να κινηθεί το κόμμα, ώστε να σπάσει τα στεγανά του μικρού κόμματος-χρήσιμου εταίρου και να γίνει ξανά κόμμα εξουσίας.

Καθεύδει η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ

Πέραν της εσωκομματικής εκλογής, το πολιτικό παιχνίδι είναι ένα, το κεντρικό. Η δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ καθεύδει, γιατί η ελληνική κοινωνία έχει ήδη αλλάξει σελίδα και έχει απομακρυνθεί πολύ μακριά από το δικό του αφήγημα, αντιδεξιά εχθροπάθεια/εθνομηδενισμός/άκρατος δικαιωματισμός. Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος για τον οποίον η ήττα του ΓΑΠ υπήρξε τόσο σφοδρή στο δεύτερο γύρο, καθώς η δική του υποψηφιότητα καλούσε το ΠΑΣΟΚ επί της ουσίας να υποκαταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στον ρόλο που ήδη αυτός παίζει. Η φυσιογνωμία, όμως, αυτή δεν απελευθερώνει καμία πολιτική δυναμική προς αμφισβήτηση της νεοδημοκρατικής ηγεμονίας.

Την επαύριον των εσωκομματικών εκλογών και προκειμένου να διευρύνει την πολιτική δυναμική που ξεπήδησε μέσα από τη διαδικασία τους, το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να διαγκωνιστεί με τη ΝΔ ως το ποιος θα εκφράσει το μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό ακροατήριο του δημοκρατικού πατριωτισμού, έτσι όπως αυτό εκτείνεται πολιτικά από τις παρυφές της Kεντροδεξιάς μέχρι την Kεντροαριστερά. Όχι με τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί η βάση του τελευταίου συρρικνώνεται ούτως ή άλλως. Για να διαγκωνιστεί με τη Νέα Δημοκρατία, πρέπει να πείσει ότι πάει εξίσου καλά στα πεδία εκείνα που η τελευταία συγκεντρώνει την αποδοχή της ελληνικής κοινωνίας και βέβαια να πείσει επίσης ότι διαθέτει απαντήσεις στα ζητήματα όπου η τωρινή κυβέρνηση χωλαίνει.

Προφανώς, τα πεδία του κοινωνικού κράτους, της ενεργειακής μετάβασης, της ανασυγκρότησης του παραγωγικού ιστού, της πράσινης πολιτικής είναι στοιχεία που βρίσκονται πιο κοντά στο ιδεολογικό προφίλ της σοσιαλδημοκρατίας που ευαγγελίζεται το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ. Όμως, από μόνα τους αυτά δεν αρκούν, γιατί, λόγω της συγκυρίας που βιώνει η Ελλάδα, η προοπτική διακυβέρνησης κρίνεται κατ’ εξοχήν στο επίπεδο της εθνικής υπευθυνότητας που κομίζει η κάθε παράταξη, δηλαδή, από το πόσο επιτυχημένα αποστασιοποιείται από τον εθνομηδενισμό του παρελθόντος.

Με λίγα λόγια ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να κέρδισε στις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, ωστόσο, το δίλημμα που έθεσαν οι εκ διαμέτρου αντίθετες ατζέντες των Γιώργου Παπανδρέου και Ανδρέα Λοβέρδου, θα ξανατεθεί, αυτή τη φορά με στρατηγικούς όρους στον ίδιον. Από την απάντηση που θα δώσει σε αυτό το στρατηγικό δίλημμα θα κριθεί εάν το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ θα μπορέσει να διαμορφώσει ένα εθνικό αφήγημα ανταγωνιστικό ως προς της ΝΔ, ώστε το πολιτικό σκηνικό να ανακτήσει χαρακτηριστικά διπολικά.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι