Γιατί έπρεπε να ψηφιστεί το νομοσχέδιο για τα μη κρατικά ΑΕΙ
14/03/2024Η πρόσφατη υπερψήφιση του κυβερνητικού νομοσχεδίου για την λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων σηματοδοτεί ιστορική καμπή στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία τροφοδότησε σκληρές αντιδράσεις από την αντιπολίτευση, μαζί με διαδηλώσεις από φοιτητικές παρατάξεις και άλλων παραγόντων, οι οποίοι δεν βλέπουν με καλό μάτι ότι στο εξής θα πρέπει να “μοιραστούν” ένα χώρο που μέχρι πρότινος διαφέντευαν κατ’ αποκλειστικότητα. Παράλληλα, όσοι αντιτίθενται στην λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων επικαλούνται το άρθρο 16 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να είναι δημόσια.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα αποφάσισε να ανοίξει τις πόρτες της στα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ με μεγάλη καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να μείνει αρκετά πίσω από τις εξελίξεις και να χάσει πολύτιμες ευκαιρίες να αναδειχθεί σε διεθνές κέντρο σπουδών, αξιοποιώντας το πλούσιο πολιτιστικό κεφάλαιο και την ιστορία που διαθέτει. Οι λόγοι για την καθυστέρηση αυτή ποικίλουν και έχουν να κάνουν τόσο με μια εμμονή σε ιδεολογικά στερεότυπα, όσο και σε μια ατολμία για ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις οι οποίες ίσως να θίγουν συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων και να διαταράσσουν πελατειακές σχέσεις.
Από αυτή την άποψη, η συγκεκριμένη πρωτοβουλία της κυβέρνησης κρίνεται αναγκαία ώστε να εναρμονιστεί η Ελλάδα με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ και να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της σε έναν τομέα όπου θα έπρεπε να πρωτοστατεί λόγω των τεραστίων πλεονεκτημάτων που κατέχει.
Βέβαια, οι διατάξεις του άρθρου 16 αποτελούσαν διαχρονική τροχοπέδη και ανέτρεπαν παρόμοιες προσπάθειες στο παρελθόν. Έτσι και τώρα, δεδομένου ότι δεν υπήρχε η απαραίτητη αυξημένη πλειοψηφία για να τροποποιηθεί το εν λόγω άρθρο του Συντάγματος, η κυβέρνηση στήριξε τα νομοθετικά της επιχειρήματα επάνω στο ευρωπαϊκό δίκαιο και όχι το ελληνικό. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ο νέος νόμος αφορά στην λειτουργία παραρτημάτων μη κρατικών ΑΕΙ της αλλοδαπής που θα ιδρυθούν στην Ελλάδα ως Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και όχι σε “αυτοφυή” ελληνικά ιδιωτικά πανεπιστήμια. Δεν είναι βέβαιο κατά πόσον η νομοθετική αυτή προσέγγιση θα καλύψει το υπάρχον κενό και εάν οι όποιες ατέλειές της θα επιτρέψουν το εγχείρημα αυτό να στεφθεί με επιτυχία.
Τι υπολογίζει η Ελλάδα
Αφ’ ενός, η υποχρέωση των ξένων ΑΕΙ να υπαχθούν σε καθεστώς ΝΠΠΕ ενδέχεται να δημιουργήσει γραφειοκρατικές επιβαρύνσεις και έναν κρατικό παρεμβατισμό που ίσως λειτουργήσουν αποτρεπτικά στην προσέλκυση κορυφαίων πανεπιστημίων του εξωτερικού. Επίσης, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να γίνει προσφυγή σε κάποιο ευρωπαϊκό δικαστήριο εναντίον της ελληνικής νομοθεσίας, δημιουργώντας ένα ακόμη αρνητικό προηγούμενο για την παρέμβαση των Βρυξελλών σε εγχώρια θέματα. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να αποφευχθεί με μια πιο νομικά ξεκάθαρη ρύθμιση του θέματος. Τέλος, η ισχύουσα διάκριση κατά της ίδρυσης μη κρατικών ελληνικών ΑΕΙ στέλνει ένα μήνυμα δυσπιστίας ως προς τις πρωτοβουλίες και προθέσεις που αναλαμβάνονται στην ημεδαπή και δίνει την εντύπωση ότι για άλλη μια φορά, η Ελλάδα υπολογίζει το οθνείο περισσότερο από το εντόπιο.
Από την άλλη, η μεγάλη καθυστέρηση της Ελλάδας να προσαρμοστεί στα διεθνή ακαδημαϊκά δεδομένα της έχει στοιχίσει. Στις δεκαετίες που πέρασαν, ενώ τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ διαμόρφωναν το κατάλληλο πλαίσιο για την συνύπαρξη των ιδιωτικών ΑΕΙ με τα κρατικά, η Ελλάδα επέλεγε να παραμείνει ταμπουρωμένη πίσω από έναν κρατισμό που εξήγγειλε πολλά και πρόσφερε λίγα, χάνοντας ευκαιρίες να αναβαθμιστεί σε ένα διεθνές κέντρο σπουδών που θα μπορούσε να προσελκύσει επιστήμονες και ερευνητές παγκοσμίου βεληνεκούς.
Η εισροή του ποιοτικού αυτού ανθρώπινου δυναμικού θα συνοδευόταν από επενδύσεις που θα είχαν έναν ευρύτερο αντίκτυπο, ενισχύοντας την οικονομία, την εγχώρια έρευνα και ανάπτυξη και φυσικά το διπλωματικό αποτύπωμα της χώρας μέσα από την καλλιέργεια της λεγόμενης “ήπιας ισχύος”. Παράλληλα, θα προσέφερε συμφέρουσες λύσεις σε πολλούς Έλληνες φοιτητές, οι οποίοι θα μπορούσαν να αποφύγουν τα έξοδα και την ταλαιπωρία των σπουδών στο εξωτερικό μέσα από τις αυξημένες επιλογές και ευκαιρίες που θα προσέφεραν εγχώρια μη κρατικά ΑΕΙ.
Η κυβέρνηση ενδεχομένως να ελπίζει ότι μετά την υπερψήφιση του νομοσχεδίου με απλή πλειοψηφία, οι όποιες ατέλειες και δυσλειτουργίες θα μπορούσαν να βελτιωθούν εν τέλει όταν επιτέλους τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλάξουν στάση και συμφωνήσουν σε κάποια σχετική συνταγματική μεταρρύθμιση. Κάτι παρόμοιο συνέβη το περασμένο καλοκαίρι, με την απλοποίηση της διαδικασίας ψήφου για τους Έλληνες του εξωτερικού, όταν κόμματα της αντιπολίτευσης συναίνεσαν στην κατάργηση των παράλογων μέτρων που είχαν θεσπιστεί μερικά χρόνια νωρίτερα και απέκλειαν τους περισσότερους κατοίκους εξωτερικού από την διαδικασία.
Θα πεισθούν ποιοτικά Ιδρύματα;
Φυσικά, στην περίπτωση των πανεπιστημίων, τα όποια παράλογα μέτρα και υπερβολική γραφειοκρατία που θα επιβληθούν από το ελληνικό κράτος θα απευθύνονται σε διεθνές κοινό, το οποίο πιθανότητα δεν θα δείξει την συγκαταβατικότητα και υπομονή των Ελλήνων πολιτών, μιας και δεν υπάρχουν συναισθηματικοί δεσμοί και ζητήματα πατριωτισμού. Οπότε, ας ελπίσουμε ότι το δέλεαρ και τα φυσικά πλεονεκτήματα της προοπτικής να λειτουργήσουν ΑΕΙ στην Ελλάδα χάριν του πολιτιστικού κεφαλαίου, της ιστορίας και των ευκαιριών προβολής που προσφέρει η χώρα θα αρκέσουν για να πειστούν ποιοτικά ακαδημαϊκά ιδρύματα να επιδείξουν υπομονή μέχρι να ξεπεραστούν τυχόν αρχικές δυσλειτουργικότητες.
Παρά τα στραβοπατήματά της, με την ψήφιση και του νόμου αυτού, η κυβέρνηση πιστώνεται με την επίτευξη δύο ορόσημων, που συμπίπτουν συμβολικά με την συμπλήρωση 50 ετών από την μεταπολίτευση – την εξασφάλιση του δικαιώματος ψήφου για τους Έλληνες πολίτες που ζουν στο εξωτερικό και της λειτουργίας μη κρατικών ΑΕΙ. Πρόκειται για δύο αξιόλογες μεταρρυθμίσεις που έχουν την δυνατότητα να επηρεάσουν την ελληνική κοινωνία για τις επόμενες δεκαετίες.
Τέλος, εν όψει των αναπόφευκτων νομοτεχνικών βελτιώσεων (ή καλύτερα, των συνταγματικών αλλαγών) που θα χρειαστούν μελλοντικά για να γίνει ο παρόν νόμος πιο λειτουργικός, αξίζει να τονιστεί ότι η προνομιακή θέση που παρείχε η μέχρι τώρα νομοθεσία στην δημόσια παιδεία μέσα από τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις δεν πέτυχε τους στόχους που έθεσε ο νομοθέτης. Για παράδειγμα, παρά την εμφανή πρόθεση να προστατευθούν οι φοιτητές από την μέγγενη των διδάκτρων που αναπόφευκτα δημιουργούν ταξικές διακρίσεις και ανισότητες, το μονοπώλιο που προέκυψε με τον αποκλεισμό των μη κρατικών πανεπιστημίων γέννησε το γνωστό σύστημα της παραπαιδείας, όπου υποχρεώνεται σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια να καταφύγει σε φροντιστήρια για να έχουν τα παιδιά τους πιθανότητες να μπουν στο πανεπιστήμιο που θέλουν.
Παράλληλο τερατούργημα του ισχύοντος εκπαιδευτικού συστήματος είναι και ο στρεβλός τρόπος εισαγωγής στα εγχώρια πανεπιστήμια, που βασίζεται στην άψυχη αποστήθιση της διδακτέας ύλης, χωρίς να προσφέρει κάτι στην διαπαιδαγώγηση των μαθητών. Πρόκειται για ένα σύστημα που αποδοκιμάζεται από τους περισσότερους εκπαιδευτικούς και μαθητές.
Έπειτα, όσοι είχαν την τύχη να πετύχουν στις πανελλαδικές και να μπουν στο πανεπιστήμιο της προτίμησής τους κλήθηκαν άμα της εισαγωγή τους να αναμετρηθούν με διάφορα καθεστωτικά συμφέροντα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται θορυβώδεις και ενίοτε βίαιες φοιτητικές (και μη) παρατάξεις που ασκούν δυσανάλογη επιρροή στην διοίκηση των σχολών. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά και ορατά δια γυμνού οφθαλμού – συστηματική καταστροφή των κτιρίων και του εξοπλισμού των πανεπιστημίων, τακτική διακοπή μαθημάτων λόγω καταλήψεων και διαδηλώσεων, φαινόμενα εκφοβισμού των διδασκόντων και διδασκομένων, περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης και ανταλλαγής απόψεων, κτλ.
Η λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων και η ανάπτυξη μιας ευγενούς άμιλλας με τα κρατικά ΑΕΙ ίσως τελικά λειτουργήσει και προς το συμφέρον των τελευταίων, ελευθερώνοντάς τα από την παρερμηνεία και την μη εφαρμογή αυτών τούτων των νόμων που σχεδιάστηκαν αρχικά για να τα προστατεύσουν αλλά στην πορεία χρησιμοποιήθηκαν για να τα χαντακώσουν.