ΑΦΗΓΗΜΑ

Η τσάντα της νύφης

Η τσάντα της νύφης

Τσούρμο σπουργίτια, αλητάκια, ψάρευαν ψίχουλα απ’ το ψωμί που έτρωγε η Λένη, σκέτο, ούτε τσιμπιά ζάχαρη, ούτε σταγόνα λάδι, συμβιβασμένη απόλυτα, καθώς ήταν πιασμένη γερά στα δίχτυα της πείνας. Τα δέντρα αγριεμένα απ’ τον παγερό αέρα φλέρταραν με τις αδύναμες ακτίνες του ήλιου.

Εμείς, τα υπόλοιπα πιτσιρίκια παίζαμε σκλαβάκια στην πλατεία του χωριού ξορκίζοντας τη μελαγχολία του χειμώνα με τον Γεναριάτικο ήλιο, δίχως να περιμένουμε τη Λένη να τελειώσει το ψωμί της. Λάμψεις πολύτιμες μας χάιδευαν, μυρωμένες απ’ τους γκρίζους καπνούς που έβγαιναν νυχθημερόν από τους λαιμούς των καμινάδων, δεν τις αφήναμε να πάνε χαμένες, τις ρουφούσαμε μέχρι νωρίς το απόγευμα που βασίλευε ο ήλιος κάτω στην Καλάνα.

Εκείνη την Κυριακή είχε λιακάδα με δόντια. Το χιόνι παγωμένο στ’ απάτητα σημεία, στις ρεματιές και στα ζερβά. Τα χέρια ξυλιασμένα, τα πόδια παρδαλά απ’ τις χιονίστρες, η μύξα μόνιμος σύντροφος. Με το τρέξιμο και το παιχνίδι, στις ανάποδες των χεριών και τα μανίκια βρίσκαμε τη λύση. Σκουφιά, τσουράπια και ζακέτες, ολόμαλλα, κατασκευασμένα εξ ολοκλήρου από τα χέρια της μάνας ή της γιαγιάς.

Όταν τη ζωή την κοιτάς κατάματα, σου κάνει βοηθητικά νοήματα, σε καθοδηγεί. Οι άνθρωποι που αγαπούν και ζουν μόνο από τη φύση, εναρμονίζονται απόλυτα μαζί της. Έτσι, η ανταλλακτική οικονομία λειτουργεί αυτόματα, χωρίς κυβερνητικούς προγραμματισμούς και πολιτικές σκοπιμότητες. Το μαλλί για τα ρούχα που φορούσαμε ήταν αποκτημένο προσφέροντας φασόλια, καλαμπόκι ακόμα και μια κότα ή ό,τι άλλο υπήρχε για ανταλλαγή. Μετά άρχιζε το πότισμα με φιλότιμο κόπο. Έπρεπε να πλυθεί στο ρέμα το καλοκαίρι και να στεγνώσει πάνω στις τούφες των πουρναριών και τέλος να λαναριστεί. Το γνέσιμο συνήθως ήταν δουλειά των γιαγιάδων, που τα πόδια δεν τις κρατούσαν πια για άλλες δουλειές, ενώ τα χέρια σταματούσαν να δουλεύουν μαζί με την καρδιά.

Οι μανάδες μετά τον ολοήμερο σκληρό κάματο, καθώς αποκάθονταν το βραδάκι για μια ανάσα και λίγη κουβεντούλα, επιστράτευαν τα τελειώματα της δύναμης κι έπλεκαν κρουστά τα ρούχα της φαμίλιας. Τα παιδιά, ήμασταν αλαβάστρινα και φωτεινά, όμως σκουροντυμένα, επιστρατευμένα στη βαφή του καρυδότσουφλου, με πλαστικές μαύρες γαλότσες χάσκουσες σε ποδαράκια αδύνατα, καφετί και γκρίζα πουλάκια, κοτσύφια γλυκολάλητα, σταματημό δεν είχαμε όλη μέρα.

Ο ερχομός της νύφης… 

Ετούτη η Κυριακή διέφερε, ήταν γεμάτη λαχτάρα, προσμέναμε τη νύφη ή μάλλον το αποτέλεσμα του ερχομού της νύφης, που δεν ήταν άλλο απ’ τα κουφέτα, τα φράγκα και τα δίφραγκα. Η ανάγκη για γλυκό έκανε τα σάλια μας να τρέχουν. Οι γάμοι στον τόπο μου αποτελούσαν σπουδαίο γεγονός, σύσσωμος ο πληθυσμός συμμετείχε στη χαρά, κουλούρες στολισμένες, ψητά και μπακλαβάδες, το βιολί και τα κλαρίνα έπαιζαν για δυο μέρες. Παραμονή στο σπίτι της νύφης και μετά το γάμο, που συνήθως γινόταν το πρωί της Κυριακής μετά τη λειτουργία, το γλέντι μεταφερόταν στο σπίτι του γαμπρού μέχρι το βράδυ.

Όμως ο γάμος ετούτος ήταν αλλιώτικος, φερτός, έτσι λεγόταν όταν το μυστήριο γινόταν σε άλλο χωριό, αλλά λιτός, βουβός, γιατί ο γαμπρός ήταν χήρος και η νύφη μεγαλοκοπέλα. Φρέσκια μητριά για τα τρία αγόρια του Θωμά, τα δυο μεγαλύτερα σταλμένα στο βουνό για να προσέχουν τα ζώα, το μικρότερο το είχαμε μέσα στο παιχνίδι για να φυλάει τη φωλιά καθώς ήταν μικρούλι.

Ό ήχος ενός μοναχικού κλαρίνου που ακούστηκε από μακριά στάθηκε ικανός να σταματήσει το παιχνίδι, κάποιοι άνδρες βγήκαν απ’ το καφενείο κι ελάχιστες γυναίκες άφησαν για λίγο τις ποδιές και τα τσεμπέρια της δουλειάς, να δουν από κοντά τη νύφη. Οι πιο πολλές, αμύνθηκαν τιμώντας τη μνήμη της Αναστασίας, δυο Κυριακές πριν είχαν γίνει τα εξάμηνα. Προτίμησαν να κρυφοκοιτάζουν πίσω από τα κοφτά κουρτινάκια που στόλιζαν τα παράθυρά τους και να χολογιούνται για την καημένη, που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει τα παιδιά της και πέσανε σε χέρια μητριάς.

Ήταν καλή, στοργική, όμορφη, κοντούλα τσουπωτή και προκομμένη, με μαύρα μαλλιά και δέρμα ολόλευκο. Τριάντα έξι χρονών γυναίκα όταν τη χτύπησε το χτικιό και σε μερικούς μήνες την τελείωσε. Οι περισσότερες ανατρίχιαζαν, έφτυναν τον κόρφο τους ή χτυπούσαν ξύλο, καθώς σκέφτονταν ότι θα μπορούσαν να είναι στη θέση της. Σε λίγο έφτασε η μικρή πομπή με τα μουλάρια. Έξι όλα κι όλα. Δύο μπροστά, στο ένα ο Θωμάς, στο άλλο η νύφη, τέσσερα πίσω τους, τα δύο φορτωμένα με προικιά, στο τρίτο επέβαινε ο κλαρινοπαίχτης και στο τελευταίο ο αδερφός της νύφης, για να γυρίσει πίσω τα μουλάρια.

Πρώτος κατέβηκε ο Θωμάς, με τα μάτια χαμηλωμένα και κάτω απ’ το παχύ μουστάκι του σχηματισμένο ένα μικρό χαμόγελο, αδύνατον να το κρύψει, αυτό της προσμονής για την πρώτη νύχτα του γάμου. Η νύφη καθισμένη γυναικεία πάνω στο μουλάρι, ξεκούμπωσε την μάλλινη κάπα σε χρώμα φυσικό του μαλλιού, που είχε στην πλάτη και την ακούμπησε στο σαμάρι κι αφέθηκε στα χέρια του άντρα της να την κατεβάσει. Ξεδίπλωσε τότε το παράστημά της και στάθηκε δίπλα στο Θωμά που τον περνούσε τουλάχιστον μισό κεφάλι, με μάγουλα ροδαλά, μεγάλα καπούλια και γερακίσια μύτη. Χαμογελούσε χαρούμενη για το στεφάνι που έβαλε στα σαράντα της με δόξα και τιμή.

Η εικόνα που κατέκλυσε το παιδικό μυαλό… 

Ο μικρός, είχε αρπάξει τον πατέρα του απ’ το παντζάκι και δεν τον άφηνε με τίποτα. Έσκυψε εκείνη τον φίλησε στο κεφάλι και του έδωσε μια χούφτα καραμέλες. Ξεχάστηκε ο μικρούλης κι άρχισε να τις τρώει λαίμαργα. Ξεκρέμασε τότε η νύφη το λευκό πουγκί από τη σέλα, γεμάτο κουφέτα κι ανάμεσά τους από κανένα κέρμα. Άρχισε να ρίχνει απλόχερα προς όλες τις κατευθύνσεις μέχρι να τελειώσουν όλα απ’ το μικρό πουγκί, ώστε, να μην αδικηθεί κανένα.

Σκοτωμός γίνηκε, πιάναμε μερικά στον αέρα, άλλα τα πολλά τα μαζεύαμε από το χώμα γεμίζοντας τις τσέπες μας. Τα αγόρια μόλις εντόπιζαν δίφραγκο έπεφταν πάνω του μην προλάβει άλλος να το πάρει. Εγώ δεν κατάφερα να πιάσω ούτε ένα, όμως οι τσέπες μου γέμισαν κουφέτα. Δεν τα μασούσα, τα πιπιλούσα μέχρι να σωθεί όλη η γλύκα και να φτάσω στο μύγδαλο, έτσι θα κρατούσε περισσότερο η απόλαυση. Έφυγαν μπροστά τα μουλάρια με τα προικιά, η νύφη αφού ξεπέζεψε, δεν έπρεπε να ξανανέβει στο μουλάρι, το είχαν για κακό. Έπρεπε ν’ ακολουθήσουν το χαντακωμένο απ’ τα νερά του χειμώνα σοκάκι για να πάνε στο σπίτι, ψηλά στο χωριό, στους πρόποδες του βουνού.

Η νύφη στην προσπάθειά της να βολέψει το νάιλον φόρεμά της που στραφτάλιζε σε κάθε ακτίνα του ήλιου μακρύ καθώς ήταν, έδωσε στο παιδί τη μικροσκοπική λουστρίνι τσάντα της, εντελώς αταίριαστη με το μεγαλόσωμο παρουσιαστικό της, με το ένα χέρι έπιασε αγκαζέ τον Θωμά νόμιμη κυρά στο πλευρό του και με το άλλο σήκωνε το νυφικό να μην σέρνεται στη λάσπη. Από πίσω σχεδόν τρέχοντας ακολουθούσε ο πεντάχρονος μικρούλης κρατώντας σφιχτά τη τσάντα με τα ματάκια του γεμάτα απορία για όλα αυτά που συνέβαιναν τρώγοντας που και που καμία καραμέλα.

Πριν έξι μήνες σ’ αυτό το σοκάκι ήταν γαντζωμένος κλαίγοντας στην τριμμένη απ’ το χρόνο βελέντζα που μετέφεραν μισοπεθαμένη τη μάνα του. Όταν την έβαλαν στην καρότσα του αγροτικού, εκείνο ούρλιαζε να πάει μαζί της. Στον δρόμο πέθανε. Την έφεραν σε καρφωμένο σανιδένιο φέρετρο. Τα τρία παιδιά είχαν πέσει πάνω και δεν μπορούσαν να τα ξεκολλήσουν, ποθούσαν να πάρουν την τελευταία μυρωδιά της μάνας τους έστω και πεθαμένη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αυτή την εικόνα κατέκλεισε εκείνη τη στιγμή το παιδικό μυαλό μου καθώς τους έβλεπα να ξεμακραίνουν για το σπίτι τους. Άρχισα τότε να τρέχω όντας μεγαλύτερη, εύκολα πλησίασα τον μικρούλη, του χαμογέλασα και του έχωσα στις τσέπες όλα μου τα κουφέτα, νομίζοντας πως έτσι θα γλύκαινε ο πόνος που τον περίμενε.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι