ΔΙΗΓΗΜΑ

Ψυχή από πηλό

Ψυχή από πηλό, Πόπη Αρωνιάδα

Εύπιστο πράμα είναι η ψυχή, κάποιος της είπε ότι είναι από πηλό κι εκείνη το ’χαψε.

-Τί έχεις Μαρία; Γιατί βογκάς;
-Άτιμο, άτιμο άχ μμμμ.
-Να σε βοηθήσω θέλω, πες μου τι έχεις;
Ζάρωσε την ξεραμένη βρώμικη μούρη της και με το χέρι έδειξε την κοιλιά.
-Σε πονάει η κοιλιά σου έ; Έφαγες τίποτα απ’ τα σκουπίδια; Δεν σου είπα κι άλλη φορά, να πηγαίνεις στο συσσίτιο της εκκλησίας να τρως;
-Φύγε άτιμο, άτιμο, φύγε σου λέω, αχχχ.
-Κοίταξέ με, δείξε μου με το χέρι, πού ακριβώς πονάς;

Είχε απωλέσει το άγριο βλέμμα από τα μάτια της. Μ’ εκείνο πορευόταν χρόνια τώρα, χειμώνα καλοκαίρι, αναμαλλιασμένη, με κάμποσα ρούχα φορεμένα το ένα πάνω στο άλλο, γεμάτα χρόνιους λεκέδες, ποτισμένα κάτουρο, περνούσε από τις γειτονιές και φώναζε τ’ όνομα της Κατερίνας της κόρης της που πέθανε από ανεύρυσμα στο κεφάλι. Όσο ζούσε, η μάνα της τη φρόντιζε, την έκανε καλά, τώρα, περιφέρεται σκιάχτρο στους δρόμους, ακίνδυνη, αλλά με όψη φοβιστική. Εκείνη τη στιγμή όμως την είχε κατακλείσει φόβος, πόνος, απόγνωση. Ξαπλωμένη στο παγκάκι του μικρού πάρκου βογκούσε εξουθενωμένη.

-Μαρία μου, να σε βοηθήσω θέλω, της είπα όσο πιο ήρεμα γινόταν, πρέπει να μ’ εμπιστευτείς, δείξε μου καλή μου με το χέρι σου πού πονάς;
-Κατερίνα, Κατερίνα, φώναξε με σβησμένη φωνή. Άτιμο, άτιμο αχχχ, μμμμ.
Και χωρίς να το περιμένω γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Ένα βλέμμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Φόβος, απόγνωση, πόνος σε γκριζοπράσινο υγρό φόντο.
-Έτσι, καλή μου. Δείξε μου τώρα με το χέρι σου πού πονάς;

Σήκωσε τα ρούχα της απότομα. Παρότι πολύ αδύνατη, η κοιλιά της ήταν πρησμένη. Άπλωσα το χέρι μου ήρεμα και την ακούμπησα απαλά, με το άλλο χέρι της χάιδεψα το κεφάλι. Σαν να ηρέμισε λίγο. Η κοιλιά της ήταν πέτρα.
-Άτιμο, άτιμο άρχισε πάλι να ουρλιάζει άχ, μμμμμ.
Έσπρωξε με δύναμη το χέρι μου μακριά και άρχισε να κοπανάει την κοιλιά της.
-Όχι, όχι Μαρία μου, της είπα ήρεμα, μην το κάνεις αυτό. Μην φοβάσαι, θα καλέσω κάποιον να σε βοηθήσει, εμπιστεύσου με, δεν θα σου κάνω κακό, τόσα χρόνια σου μιλάω.

Δοκίμασα να βγάλω απ’ την τσάντα μου το κινητό να καλέσω ασθενοφόρο, όμως εκείνη μου άρπαξε το χέρι και το έβαλε στην κοιλιά της. Καθώς άπλωσα την παλάμη μου και την ακούμπησα προσεκτικά, ένοιωσα κάτι να κουνιέται, τρόμαξα και πήγα να το τραβήξω απότομα, όμως εκείνη δεν το άφηνε.

Η απόγνωση της Μαρίας

-Γαμώτο, άτιμο, άτιμο φώναζε. Θα πεθάνεις, θα πεθάνεις αχ, μμμμ και ξανάρχισε να κοπανάει την κοιλιά της.
Τα μάτια και το στόμα μου έμειναν γι’ αρκετό χρόνο ορθάνοιχτα. Χριστέ μου, αναφώνησα, είναι έγκυος και μάλιστα ετοιμόγεννη;
-Μαρία μου, πονάς παντού; Πονάς κι από κάτω; Μη φοβάσαι, μόνο να δω, της είπα και σήκωσα με το άλλο χέρι τις βρώμικες μακριές φούστες που φορούσε. Τα πάντα ήταν βρεγμένα από υγρά με αίμα.

Πρέπει να καλέσω ασθενοφόρο, σκέφτηκα, όμως μου είχε γραπώσει το χέρι τόσο δυνατά, που σταματούσε η κυκλοφορία του αίματος. Σε παρακαλώ, είπα σ’ έναν νεαρό που περνούσε, κάλεσε ένα ασθενοφόρο και πες ότι υπάρχει μια άρρωστη γυναίκα που γεννάει στο παγκάκι. Όντως, το παλικάρι σαστισμένο από την φοβερή εικόνα, υπάκουσε δίνοντας οδό και αριθμό. Σε λίγο, μαζεύτηκαν κι άλλοι τριγύρω. Παρακάλεσα έναν κύριο να με βοηθήσει να της ανοίξουμε το χέρι, ν’ απεγκλωβιστώ, γιατί πονούσα. Μόλις τα καταφέραμε, άρχισε πάλι να ουρλιάζει

-Κατερίνααααα μη μ’ αφήνεις, φοβάμαιιιι..
-Όχι καλή μου δεν θα φύγω, εδώ είμαι.
Σε λίγο έφτασε το ασθενοφόρο. Έτρεξα κοντά.
-Ελάτε σας παρακαλώ, είναι μια γυναίκα ψυχικά άρρωστη, νομίζω ότι γεννάει, τους είπα.
-Είστε συγγενής; με ρώτησε ανόρεκτα ο νεαρός που κατέβηκε.
-Όχι, του απάντησα, την είδα που σφάδαζε και προσφέρθηκα να τη βοηθήσω, χωρίς να ξέρω τι έχει. Είναι χρόνια στην γειτονιά, το μόνο που ξέρω ότι τη λένε Μαρία και δεν έχει κανέναν.
-Κατερίνααα, Κατερίναα, άτιμο, άτιμο ούρλιαζε η Μαρία καθώς της έκαναν μια ένεση στο μπράτσο και την έχωσαν με το φορείο στο ασθενοφόρο.
-Που θα την πάτε, ρώτησα; Στο “Αλεξάνδρα” μου είπε εκείνος, το ίδιο ανόρεκτος και ασυγκίνητος.

Αφού έφυγε το ασθενοφόρο, έμεινα πίσω προσπαθώντας να διαχειριστώ το θυμό και τη θλίψη μου. Από το βάθος της ψυχής βγήκε αβίαστα ένας βαρύς αναθεματισμός, χωρίς καμιά τύψη, για το άθλιο αρσενικό που έβγαλε τα ζωώδη ένστικτά του στο άμοιρο τούτο πλάσμα. Την επόμενη μέρα αποφάσισα να την επισκεφτώ, να της προσφέρω δυο πραγματάκια απ’ το υστέρημά μου, να νοιώσει πως υπάρχει ένας άνθρωπος που τη σκέφτεται, κι ας μην καταλάβαινε τίποτα απ’ όλα αυτά που εγώ νόμιζα και ας ήταν μόνο δική μου ανάγκη.

-Σας παρακαλώ, είπα στον κύριο που ήταν στις πληροφορίες, χθες το μεσημέρι έφεραν μια ψυχικά άρρωστη γυναίκα, για να γεννήσει. Τη λένε Μαρία, μήπως μπορείτε να δείτε που την έχουν.
-Τι Μαρία κυρία μου, επώνυμο δεν έχει.
-Δεν γνωρίζω το επώνυμό της, είναι ένα πλάσμα εγκαταλειμμένο στους δρόμους, κάντε σας παρακαλώ μια προσπάθεια να δείτε αν αναφέρεται κάτι σχετικό στις χτεσινές εισαγωγές.
-Δεν βλέπω τίποτα εδώ, πηγαίνετε στον δεύτερο στην προϊσταμένη. Ότι νάναι ζητάει ο καθ’ ένας συμπλήρωσε.
Έφυγα χωρίς να σχολιάσω και έφτασα ρωτώντας στην προϊσταμένη του ορόφου.
-Καλημέρα, της είπα. Έφεραν χθες για να γεννήσει μια ψυχικά άρρωστη γυναίκα. Μπορώ να μάθω αν γέννησε, αν είναι καλά; Επίσης θα ήθελα να τη δω για λίγο αν είναι εφικτό.
-Είστε συγγενής; Με ρώτησε κι αυτή.
-Όχι, ξέρετε…

Μην κουράζεστε, πληροφορίες δίνουμε μόνο σε συγγενείς πρώτου βαθμού.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι