Τί έγραφε ο Άγιος Παΐσιος για τον Αρσένιο τον Καππαδόκη
10/11/2024Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης ο ονομαστός ασκητής και παρηγορητής της Παναγούδας άφησε κληρονομιά στους σύγχρονους απαρηγόρητους Έλληνες, αλλά και στους απανταχού Ορθοδόξους σειρά έργων πολύ σημαντικών.
Πρώτα το συναξάρι: «Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, το βιογραφικό “ο Γέρων Χατζη-Γεώργης ο Αθωνίτης”, το ερευνητικό «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα” και το πρωτότυπο και ψυχωφέλιμο επιστολάς. Πλάϊ σε αυτά σειρά πέντε τόμων υπό τον τίτλο «Λόγοι Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου».
Ο πρώτος τόμος φέρει τον τίτλο «Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο», ο δεύτερος τόμος ονομάζεται «Πνευματική Αφύπνιση». Ακολουθεί ο τρίτος με τίτλο «Πνευματικός αγώνας». Ο τέταρτος τόμος «Οικογενειακή ζωή» είναι ιδιαιτέρως ωφέλιμος και πολύτιμος για τη σύγχρονη οικογένεια. Συγκλονιστικός και ο πέμπτος τόμος «περί προσευχής» με τη σε βάθος μύηση στην όντως προσευχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Από όλα αυτά τα σοφά και με πνευματικό βάθος συγγράμματα ξεχωρίσαμε και σας παρουσιάζουμε το ξεχωριστής γραφής συναξάρι «Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» του οποίου η μνήμη τιμάτε από την Εκκλησία μας στις 10 Νοεμβρίου ημέρα κατά την οποία εκοιμήθη το 1924 στη νήσο Κέρκυρα. Μόλις σαράντα μέρες από την άφιξη του στην Ελλάδα στην τραγική εκείνη ανταλλαγή του Ποντιακού Ελληνισμού.
Τί γράφει ο Γέροντας Παΐσιος
Γράφει ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης στην εισαγωγή του βιβλίου του: «Μεγάλη υποχρέωση αισθάνομαι στον Πατέρα Αρσένιο, τόσο για τ΄όνομα του που μούδωσε μαζί με τις άγιες του ευχές στην κολυμβήθρα, όσο και αργότερα, μικρός που θήλαζα στα λίγα του βιβλία, που διέσωζε ο γέρο- Πρόδρομος ο Κορτσινόγλου (του Χατητσινή).
Το σπουδαιότερο δε βιβλίο του για μένα ήταν ο ίδιος ο Πρόδρομος, ο οποίος ήταν και το ζωντανό βιβλίο του Πατρός Αρσενίου, διότι αυτός διέσωζε στην καθαρή του μνήμη όλη την αγία ζωή του Πατρός. Είχε την μεγάλη ευλογία το Γεροντάκι αυτό – σαν ψάλτης του και ακόλουθος του παντού – να γνωρίζει πολλά, διότι, εκτός από αυτά που έβλεπε, άκουγε και πολλά επάνω σε συζητήσεις τους από όσο του διηγόταν ο Πατήρ, διάφορα δηλαδή περιστατικά από την ζωή του.
Όποτε λοιπόν πήγαινα στο σπίτι του Προδρόμου, που έμενε στην γειτονιά μου, όλο και κάτι θα μου διηγόταν για τον Πατέρα Αρσένιο, και εγώ συνέχεια με την παιδική μου περιέργεια τον ρωτούσα. Ήμουν φυσικά μικρός τότε, και γι΄αυτό είχαν χαραχθεί με ευκολία μεγάλη τα λόγια στην τότε απαλή καρδιά μου, η οποία δεν είχε πιάσει ακόμη πουρί. Όταν αργότερα οικονόμησε ο Θεός και βρέθηκα ξανά, ως μοναχός πιά, στην Κόνιτσα στην Ιερά Μονή Στομίου, το 1958, το ενδιαφέρον μου για τον Πατέρα Αρσένιο είχε μεγαλώσει και πάλι περνούσα από τον γέρο-Πρόδρομο, για να μάθω περισσότερα παρόλο που ήταν ενενήντα ετών, ήταν πρόθυμο και ακούραστο το ευλαβέστατο Γεροντάκι να μου διηγείται πάντοτε.
Θα γνώριζα φυσικά περισσότερα και με πιο πολλές λεπτομέρειες, αλλά τότε δεν μου πέρασε από τον λογισμό να μαζέψω στοιχεία για τον βίο του. Πού να ήξερα ότι ο Πατήρ Αρσένιος και μετά την κοίμηση του θα παρουσίαζε αυτά τα σημεία – θαύματα και εμφανίσεις – που παρουσιάζουν οι Άγιοι! Ο Πατήρ τότε ακόμη, το 1958, ήταν στο Κοιμητήρι της Κέρκυρας, με την πλάκα επάνω στον τάφο του που έγραφε το όνομα του.
«Ο Πατήρ έκανε το θαύμα του»…
Πολλοί συγχωριανοί μας είχαν την εντύπωση μετά ότι το Λείψανο του Πατρός Αρσενίου (Χατζηεφέντη) θα είναι ολόκληρο, όπως και πολλών Αγίων, και από ευλάβεια δεν τολμούσαν να του κάνουν την εκταφή του – ούτε και ήταν δυνατόν πάλι να συγκεντρωθούν όλοι μαζί, για να σκεφθούν από κοινού το θέμα της εκταφής του, διότι το χωριό μας, τα Φάρασα, είχε σπαρθεί σε πολλά μέρη της Ελλάδος κατά την προφητεία του. Έλεγε ο Πατήρ, πρίν ακόμη γίνει η Ανταλλαγή: «Όταν θα πάμε στην Ελλάδα, το χωριό μας θα σπαρεί σε πολλά μέρη της, θα γίνει γαρμάν – τσορμάν (φύρδην-μίγδην)». Όπως επίσης έλεγε και για τον εαυτό του: «Εγώ θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες στην Ελλάδα και θα πεθάνω σ΄ένα Νησί». Πράγματι, έτσι έγιναν όλα και το χωριό μας έκανε τέτοιο σκόρπισμα, που πολλοί συγγενείς ακόμα ούτε γνωρίζονται ούτε και ξέρουν ο ένας για τον άλλον, εάν ζη η συγχωρέθηκε.
Έχοντας λοιπόν όλα αυτά υπ’ όψιν μου, αποφάσισα να πάω μόνος μου στην Κέρκυρα, για να κάνω την εκταφή και ανακομιδή του. Δεν γνωρίζω όμως εάν η ευλάβειά μου ήταν περισσότερη ή η αναίδεια μου. Σε όλο μου το ταξίδι είχα και λογισμούς: «Σε περίπτωση που βρω το Λείψανο του ολόκληρο, τι να κάνω;» – διότι αδύνατο τότε να μ’ αφήσουν οι Κερκυραίοι να το πάρω. Το ότι θα το εύρισκα ήμουν σίγουρος, διότι το 1945 είχαν βρει τον τάφο του Πατρός τα αδέλφια μου και μου έστειλαν χώμα από τον τάφο του, το οποίο ρίξαμε επάνω σ’ έναν συγχωριανό μας, που είχε βγη άλιωτος, και μετά έλειωσε. (Μου είχε πει ο Πρόδρομος να το κάνω αυτό, καθώς και την αιτία που δεν είχε λειώσει προηγουμένως ο συγχωριανός μας).
Φθάνω λοιπόν στην Κέρκυρα τον Οκτώβριο του 1958, και εκεί συνέχεια βροχές. Ο Ιερεύς του Κοιμητηρίου μου είπε ή να πάω ξανά άλλη εποχή ή να παραμείνω μέχρι να σταματήσουν οι βροχές. Του είπα: «Θα έρθω αύριο το πρωί στο Κοιμητήρι και ο Πατήρ θα βοηθήσει». Την επομένη το πρωί ξεκίνησα με κατακλυσμό, αλλά, μόλις έφθασα στο Κοιμητήρι, έπαψε αμέσως η δυνατή βροχή και βγήκε και ο ήλιος. Έγινε με καλοσύνη η εκταφή του, διάβασε και το Τρισάγιο ο Ιερεύς και φεύγοντας με τα Λείψανα, άρχισε πάλι η δυνατή βροχή να συνεχίζει. Ο Ιερεύς τότε μου είπε: «Ο Πατήρ έκανε το θαύμα του»…».
Σημείωμα δεύτερον
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στα 1840 στα Φάρασα της Καππαδοκίας. Γονείς του ήταν ο Ελευθέριος Άννητσαληχος και η μητέρα του λεγόταν Βαρβάρα (το γένος Φράγκου). Αυτός και ο αδελφός του έμειναν ορφανοί από μικροί. Πρώτα απεβίωσε ο πατέρας και κατόπιν η μητέρα τους.
Τους μεγάλωσε μια θεία τους στα Φάρασα η οποία κατόπιν απέστειλε το Θεόδωρο στη Νίγδη για να μορφωθεί κοντά στην αδελφή του πατέρα του που ήταν δασκάλα. Αφού περάτωσε τις σπουδές του στη Νίγδη η θεία του βλέποντας την εξυπνάδα και την προκοπή του τον απέστειλε σε συγγενείς στη Σμύρνη για συμπλήρωση σπουδών σε ανώτερο επίπεδο. Οι σπουδές του ήταν ζηλευτές για την εποχή.
«Ελληνικά και εκκλησιαστικά γράμματα» καθώς εντρύφηση στην Αρμενική και Τούρκικη γλώσσα καθώς και μια εισαγωγική στη Γαλλική.
Με το τέλος των σπουδών του αποχαιτέρησε τις δύο του θείες και προσήλθε στην Καισάρεια και «κοινοβίασε στην Ιερά Μονή Φλαβιανών Τιμίου Προδρόμου». Στην κουρά του έλαβε το όνομα Αρσένιος. Μετά από λίγο καιρό ο ονομαστός Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β’ τον χειροτόνησε διάκονο και του ανέθεσε χρέη δασκάλου στα Φάρασα.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο βιογράφος του Γέρων Παϊσιος ο Αγιορείτης: «Έρχεται λοιπόν στην Πατρίδα του ο Διακο-Αρσένιος και αρχίζει με θείο ζήλο το έργο του: για να διώξει το σκοτάδι της αγραμματοσύνης. Αιτία του σκοταδιού ήταν φυσικά οι Τούρκοι, διότι τα έξι εκείνα Χριστιανικά χωριά των Φαράσων, που αποτελούσαν ένα μικρό Ελληνικό κομμάτι, τα έβλεπαν πάντοτε με κακό μάτι. Γι΄αυτό προχωρούσε αθόρυβα το έργο του με διάκριση μεγάλη, παρόλο που ήταν νέος. Είχε ετοιμάσει αίθουσα για Σχολείο και αντί για θρανία δέρματα από κατσίκες ή από πρόβατα με το τρίχωμα τους, και επάνω στα δέρματα γονατισμένα τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα. Με αυτόν τον σοφό τρόπο δεν ερέθιζε τους Τούρκους και όταν ακόμη τύχαινε να τα βλέπουν τα παιδιά, διότι νόμιζαν πώς προσεύχονταν.
Τις περισσότερες δε φορές συγκέντρωνε ο Πατήρ τα παιδιά στο Εξωκλήσι της Παναγίας (σό Κάντσι), που ήταν ψηλά στον Βράχο μέσα σε σπηλιά και το είχε για κρυφό Σχολείο. Το τυπικό αυτό το εξακολουθούσε και αργότερα να φυλάγεται δηλαδή από τους Τούρκους παρόλο που είχε δοθεί μια σχετική ελευθερία στους Χριστιανούς διότι είχε πιέσει τότε τους Τούρκους η Ορθόδοξη Ρωσία. Αλλά στα Φάρασα ήταν πάντα ο ίδιος φόβος, επειδή ήταν ξεκομμένα στα βάθη της Καππαδοκίας».
Άγρυπνος φύλακας
Στα τριάντα του έτη χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, έλαβε τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη «και την ευλογία ως Πνευματικός. Αφού ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στα Φάρασα και συνέχισε το πνευματικό, διδακτικό και θαυματουργικό του έργο μέχρι την τραγική ημέρα του ξεριζωμού το έτος 1924.
Για περισσότερο από μισόν αιώνα αγωνίστηκε να προστατέψει το απομονωμένο αυτό κομμάτι του Ελληνισμού. Με υπερφυσικούς πνευματικούς αγώνες «που έκανε από αγάπη στο Χριστό καθώς και από τους πολλούς του κόπους για την αγάπη προς το ποίμνιο του, που το ποίμαινε πενήντα πέντε χρόνια σαν καλός Ποιμένας.
Αυτό που είχε κουράσει περισσότερο όλα αυτά τα χρόνια τον ακούραστο καλόν εργάτη Πατέρα Αρσένιο στον Αμπελώνα του Χριστού, δεν ήταν τόσο η δουλειά, όσο το άγρυπνο φύλαγμα του αμπελιού διότι ήταν σε πολύ απόμερο μέρος τα Φάρασα και γύρω – γύρω ήταν άγρια θηρία (οι Τσέτες), που ορμούσαν, για να σπάσουν τους φράκτες και να μπούν να το καταστρέψουν. Βλέποντας όλη αυτή τη μεγάλη αγωνία ο Καλός Θεός, ξερίζωσε τα κλήματα όλα και τα πήρε μαζί με τον Αμπελουργό τα μεν κλήματα να τα μεταφυτέψει στο μεγάλο Του αμπέλι στην Ελλάδα, τον δε Αμπελουργό να πάρει πια κοντά Του, να ξεκουρασθεί».
Άγιος Αρσένιος
Στο βιβλίο «Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ» έκδοση του Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης περιγράφει όλο το βίο, τους αγώνες, τα θαύματα, τις περιπέτειες της πορείας από τα Φάρασσα μέχρι την Νίγδη και κατόπιν στη θάλασσα για τη διαδικασία Ανταλλαγής. Τις πολλές ταλαιπωρίες μέχρι να φτάσει το καράβι στον Άγιο Γεώργιο Πειραιώς.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 έφτασαν στον Άϊ – Γιώργη. Έμειναν «τρεις εβδομάδες στα σύρματα… και εν συνεχεία πήγαν στην Κέρκυρα όπου και τακτοποιήθηκαν προσωρινά στο Κάστρο της Κέρκυρας». Στο βιβλίο ο συγγραφέας περιγράφει και την αρρώστια, τη μεταφορά του Αγίου Αρσενίου του Χατζεφέντη στο Αστικό Νοσοκομείο και το οσιακό τέλος του στις 10 Νοεμβρίου του 1924. Οι Φαρασιώτες και πολλοί ντόπιοι του έκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία. Η ταφή του έγινε στο Κοιμητήριο της Κέρκυρας «μαζί με τους Ιερωμένους νεκρούς. Οι Φαρασιώτες τοποθέτησαν μαρμάρινη πλάκα με χαραγμένα τα παρακάτω: «ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ Ο ΙΕΡΕΥΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΧΑΤΖΗΣ ΕΚ ΧΩΡΙΟΥ ΦΑΡΑΣΑ ΕΠΑΡΧΙΑ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΑΠΟ Β. 10 ΝΟΕΜΒ. 1924 ΕΤΩΝ 83».
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης καθώς και ο βιογράφος του Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης ας είναι βοήθεια και στήριγμα μας στους δύσκολους και χαλεπούς καιρούς που ζούμε.
Ο Γιάννης Πεγειώτης είναι εκπαιδευτικός και ερευνητής.