Το Βελούδινο Φουστάνι
18/02/2024Η μάνα μου είχε τη μαεστρία να κρύβει με επιτυχία τη φτώχια μας. Πανέξυπνη, φύση καλλιτεχνική, ρεαλίστρια, ιδεαλίστρια και πλήθος άλλων χαρακτηρισμών θα μπορούσε να της προσδώσει κανείς σήμερα, όμως τότε, ήταν μια απλή μα περήφανη γυναίκα που έβαζε στη διαπασών όλες τις δυνάμεις και τις αισθήσεις της, να δαμάσει τη φτώχεια και να αναστήσει με αξιοπρέπεια τα έξι παιδιά της.
Στόχευε πάντα στο μέλλον, γιατί θεωρούσε ιερή και μόνο την ιδέα να μπορεί να μοιραστεί μαζί μας τα συναισθήματα της στιγμής, βυθιζόταν σε μια κατάσταση πυρετώδους ενθουσιασμού, «πού έφτασε ο άνθρωπος έλεγε, να μπορεί να τυπώνει σ’ ένα χαρτί τη στιγμή», γι’ αυτό και φρόντισε να έχουμε όλοι, τουλάχιστον μια φωτογραφία από τα δύσκολα παιδικά μας χρόνια. Κρατάω μ’ ευλάβεια στα χέρια μου την ασπρόμαυρη φωτογραφία, αποτέλεσμα της πολυεπίπεδης σκέψης της, για την οποία χαλάλισε αρκετές από τις πενιχρές οικονομίες της.
«Θέλω, έλεγε, να έχετε ενθύμια. Δεν μπορώ να σας προσφέρω περιουσία, δίνω όμως ψυχή, και συμπλήρωνε, δεν θέλω να γυρίσετε να μου πείτε ποτέ, μα πώς ήμουνα βρε μάνα παιδί; Δεν θα φτάνει η δική μου περιγραφή, έστω κι αν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια». Ήταν τόσο σίγουρη γι’ αυτό που έκανε, ώστε ήθελε να έχει αποδείξεις. Τότε δεν καταλάβαινα τι εννοούσε «δίνω ψυχή», τώρα αντιλαμβάνομαι με όλες τις αισθήσεις μου πως αφιερώθηκε ολοκληρωτικά ψυχή και σώμα στο μεγάλωμά μας.
Ένα κουτί ευωδιαστό κουτί από κέδρο το θησαυροφυλάκιο της, οι φωτογραφίες τυλιγμένες μια μια σε πανάκια, να μην τις φάει ο καιρός, θαρρώ πως μυρίζει ακόμα κέδρο ετούτη εδώ που κρατώ στα χέρια μου. Θα ήμουν 8 ή 9 χρονών. Ένα οστέινο, ωστόσο φροντισμένο κοριτσάκι σε στάση προσοχής να λέει το ποίημα του την 25η Μαρτίου. Το ασπρόμαυρο δεν εμποδίζει το μυαλό να ζωντανέψει την εικόνα. Απλώνεται μπροστά μου ολοζώντανη, ολόκληρη η ανάμνηση με χρώματα, ήχους και μυρωδιές, λες και δεν πέρασαν τόσες δεκαετίες φορτωμένες αλλοιώσεις.
Φούστα κόκκινη βελούδινη, με χαμένη την αίγλη του υφάσματος τόπους – τόπους, ιδιαίτερα στις παλιές τσακίσεις, « άαα μην το βλέπεις έτσι, κάνει σαν σχεδιάκι, δεν φαίνεται κι άσχημο», σαν να την ακούω. Έτσι κοιτάζοντας, το μυαλό ξεστράτισε και πάει στον τόπο και το χρόνο της απόκτησης του εν λόγω υφάσματος. Περιεχόμενο ενός από τους τρεις στρατιωτικούς τεράστιους σάκους που κείτονταν στο κέντρο της εκκλησίας μετά τη λειτουργία. Προερχόμενοι από την Αμερική, για τις άπορες οικογένειες του τόπου μας.
Έβαλε, θυμάμαι, ο παπάς σε απόσταση όλες τις γυναίκες του χωριού, τα παιδιά κρεμόμασταν απ’ το γυναικωνίτη, για να μπορεί να ελέγχει την κατάσταση ώστε να πάρουν όλοι ό,τι ταίριαζε στον καθένα. Έσφαξε τον πρώτο χακί σάκο μ’ ένα σουγιαδάκι, προσεκτικά να μη χαλάσει το πολύτιμο περιεχόμενο, η εκκλησία πλημμύρισε κλεισούρα και ναφθαλίνη. Σε συνδυασμό με τα υπολείμματα του λιβανιού που αναδυόταν, μια μυρωδιά που δύσκολα θα ξεχάσω όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Έχωνε μέσα το χέρι τραβώντας ανεξέλεγκτα κάθε τι που έπιανε. Σήκωνε το αντικείμενο ψηλά και τ’ ονομάτιζε. «Φουστάνι τεράστιο», είπε ξαφνικά, κανείς δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον, καθώς δεν υπήρχε χοντρός στο χωριό. Τότε, βγήκε μπροστά η μάνα, «όλα τα μεγάλα να τα δώσεις σε μένα παπά. Εγώ μπορώ να τα μεταποιήσω, έχω μηχανή χειρός, είπε με καμάρι, ξέρω να κουτσοράβω, κάτι θα φτιάξω για τα παιδιά μου. Ας πάρουν οι άλλοι οτιδήποτε είναι στα μέτρα τους».
Το βελούδινο φουστάνι
Το βρήκε δίκαιο ο παπάς, της έδωσε το κόκκινο φουστάνι και κάθε τι άλλο υπερμέγεθες που υπήρχε. Η αλήθεια είναι πως η μάνα βγήκε κερδισμένη, πήρε τα περισσότερα, μας καλοέραψε όλους. Χαλούσε ένα παντελόνι και έβγαζε δύο για τ’ αγόρια, μέχρι και του πατέρα κοστούμι έραψε. Έφτιαξε κι ένα δικό της καλοκαιρινό φουστάνι, το φόντο ήταν άσπρο – μπεζ με κάτι μοβ και γαλάζιες τουλίπες. Πόσο όμορφη ήταν μέσα σ’ αυτό το φόρεμα. Το έβαζε όταν πήγαινε στην εκκλησία κι εγώ την καμάρωνα. Σαν γύριζε, το κρεμούσε μην το λερώσει με τις χοντροδουλειές. Πήγαινα κρυφά και το φορούσα. Γέμιζε το είναι μου από τη μυρωδιά της, πατούσα πάνω στο μπαούλο και προσπαθούσα να δω στον μισοθολωμένο καθρέφτη.
Η κόκκινη φούστα που μου έφτιαξε, απλή με σουρίτσα από λάστιχο, που με κόπο τη συγκρατούσε στην ισχνή μέση μου. Μια μικρή τσέπη ραμμένη λίγο πιο πάνω από το γόνατο, μ’ ένα διακοσμητικό κουμπάκι, ίσα για να κρύβει την ετοιμόρροπη σάρκα του βελούδου σ’ εκείνο το σημείο. Βέβαια δεν σταμάτησε εκεί η μετενσάρκωση του τεράστιου κόκκινου βελούδινου φουστανιού. Εκτός από τη δική μου φούστα, έφτιαξε τέσσερα μαξιλαράκια φιγούρας, όπως τα έλεγε, με τα υπόλοιπα κομμάτια. Στα σημεία που υπέφερε το ύφασμα, κέντησε πεταχτές ασύμμετρες μαργαρίτες με χοντρή κλωστή, για να κρύψει τις τρύπες. Καλλιτέχνημα, γεμάτο φαντασία. Στόλισε τα ντιβάνια, ακουμπώντας τα διαγώνια στον τοίχο, με τρόπο ώστε να φαίνεται καλύτερα το πιο υγιές σημείο του βελούδου.
Η μπλούζα που φορούσα στην εν λόγω φωτογραφία άσπρη, ζεστή παρότι σχετικά λεπτή σίγουρα πολυφορεμένη, καλής ποιότητας, απ’ ότι τώρα μπορώ να καταλάβω, με το κλασικό λουλουδάκι της κάλυψης κεντημένο, εκεί, περίπου στο σημείο της καρδιάς. Απ’ το τεράστιο βελούδινο φουστάνι κατάφερε ακόμα να δημιουργήσει ένα κόκκινο γιακαδάκι ασορτί με τη φούστα και μια κορδέλα για τα μαλλιά από το ρέλι του.
Από πάνω θυμάμαι με κουκούλωνε, λίγο μπόλικη, μια χοντρή ολόμαλλη ζακέτα. Στη φωτογραφία δεν ήταν κουμπωμένη, καθώς με δίδαξε πριν αρχίσει η γιορτή καθοδηγώντας με στην πορεία με τα νεύματά της, να φαίνεται καλά η φούστα και η μπλούζα. Θυμάμαι όλα τα στάδια της δημιουργίας αυτής της ζακέτας. Από τη στιγμή που πήρε το άπλυτο μαλλί από τα πρόβατα της φιλενάδα της, τ’ αντάλλαξαν με πλέξιμο στο βελονάκι, μέχρι που το έγνεθε κατακαλόκαιρο κάτω από τον πλάτανο, όταν καθόμασταν στη δροσιά του.
Έτρεχε ο ιδρώτας της ποτάμι. Τις βάντες τις είχε βάψει στο μεγάλο καζάνι της αυλής, με καρυδότσουφλα να πάρουν αυτήν την γλυκιά απόχρωση του καφέ, αυτήν που έχει η σοκολάτα γάλακτος. Μετά, την έπλεκε για πολύ καιρό. Ήταν χοντρό το μαλλί και δυσκολευόταν με τις βελόνες. Όχι όμως, δεν έβαλε χονδρές να φύγει γρήγορα το πλεκτό, έβαλε σχετικά λεπτές, να γίνει κρουστό, να μην περνά το κρύο κι ας ήταν δύσκολο το πλέξιμο.
Οι κάλτσες ροζ – τριανταφυλλί μέχρι το γόνατο κι αυτές εξ Αμερικής, αλλά με μια αυτοσχέδια ραφή στο πίσω μέρος, να ενώνονται τα σχέδια εκεί που πρέπει, πατέντα να μην μου πέφτουν τώρα που ήταν μεγάλες, με προοπτική να ξηλωθεί η ραφή στην πορεία όταν θα μεγάλωνα. Εξάλλου για καλές τις είχα, πόσες φορές θα τις φορούσα;
Ξεκίνησα από το σπίτι με τις γαλότσες μου από μαύρο καουτσούκ, όλα τα παιδιά τέτοιες είχαμε. Κάποτε η νονά μου έστειλε κάτι παπούτσια, αυτά τα έφερε η μάνα στο σχολείο να τα βάλω μόνο εκείνη την ώρα, για να πω το ποίημα, κι ας μου ήταν σίγουρα δυο νούμερα πιο μικρά, κι ας μαζευόταν το πόδι μου κουβάρι. Δεν ήθελε να πω το ποίημα με τις γαλότσες που φορούσα κάθε μέρα, αλλά με τα καλά μου. Όταν τα έστειλε εκείνη ήταν μπόλικα, γιατί καθώς είπε το πόδι στα παιδιά μεγαλώνει γρήγορα, όσες φορές τα έβαλα τότε, τα φορούσα με πανιά στις μύτες να μην μου βγαίνουν, χειμώνα καλοκαίρι σε όλες τις γιορτές, ελάχιστες φορές μου ήταν κανονικά, ποτέ μου δεν τα χάρηκα, όσο κι αν την παρακαλούσα τα φύλαγε πάντα για καλά.
Δύο σταθερές κοτσίδες πάνω από τ’ αυτιά, στολισμένες με κορδέλες κόκκινες, απομεινάρια του κόκκινου βελούδου.
Η σχολική γιορτή
Στεκόμουν στο κέντρο της αυτοσχέδιας σκηνής. Φτιαγμένης με θρανία ενωμένα μεταξύ τους, από πάνω στρωμένο ολοπλούμιστο χράμι κεντημένο στον αργαλειό. Μπροστά, στο κάτω μέρος, ένα ύφασμα έκρυβε τα πόδια των θρανίων. Ο τοίχος πίσω μου στολισμένος με αφίσες, «21η Απριλίου, ζήτω η Ελλάς» και κάποιες για την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Χαρτονένια σπαθιά, κουμπούρια και σημαίες μικρές χάρτινες απλωμένες απ’ άκρη σ’ άκρη, λες και ήθελαν να επιβεβαιώσουν κάτι που ήταν υπό αμφισβήτηση.
Αφού κατευχαριστήθηκε η μάνα με τις υποκριτικές μου ικανότητες και τον κατάλληλο στόμφο που είχα αποκτήσει με τις πολλές πρόβες του δάσκαλου, γιατί το ποίημα ήταν μεγάλο, μου αποκάλυψε ενθουσιασμένη, πως, είχε πει στον φωτογράφο να με βγάλει φωτογραφία, να την βάλουμε στην άδεια κορνίζα που είχε κρυμμένη. Ο φωτογράφος, εκτελούσε και χρέη οδοντίατρου, κυκλοφορούσε με περισπούδαστο ύφος κουβαλώντας ένα βαλιτσάκι, ξεδοντιάζοντας νέους και γέρους της περιοχής, είχε μάθει, λέει, την τέχνη στον στρατό.
Αναλογίζομαι σαν τώρα τα μάτια της, φωτεινά, γεμάτα πληρότητα κι ευδαιμονία. Πόσο είχε γεμίσει η μικρή κι άγουρη ψυχή μου, που μπόρεσα να την δω χαρούμενη. Παρότι γενικά, ήταν χαμογελαστός άνθρωπος, τα μάτια της πρόδιναν πολλές φορές πόνο κι απογοήτευση.
Αφού τελείωσε η γιορτή, ο δάσκαλος έβαλε εμάς τα πιο μικρά παιδιά να μαζέψουμε τις σημαιούλες ρολό μια – μια και να τις βάλουμε σε ένα χαρτόκουτο, μαζί με τα χάρτινα σπαθιά και τα ψεύτικα κουμπούρια, για του χρόνου και προσοχή, τα μάτια μας δεκατέσσερα μην χαλάσει τίποτα, γιατί αυτός θα έβρισκε τον μπελά του από τον επιθεωρητή. Τα αγόρια της έκτης τοποθετούσαν τα θρανία στη θέση τους, ενώ τα κορίτσια σκούπιζαν την αίθουσα, ώστε να είναι όλα έτοιμα για το μάθημα της επόμενης μέρας.
Ο ήχος της καμπάνας
Εκεί που κοντεύαμε να τελειώσουμε, ώστε, να προλάβουμε να παίξουμε για λίγο στο προαύλιο, άρχισε να χτυπάει δυνατά η καμπάνα της εκκλησίας, σε ένα ρυθμό που δεν μου θύμιζε τίποτα γνωστό. Τον πένθιμο ήχο τον ήξερα, τον ήχο για την προσέλευση στην εκκλησία κι αυτόν τον ήξερα, τώρα ήταν κάτι άλλο, δήλωνε κίνδυνο. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τα έξω να μάθουμε τι συμβαίνει, μαζί και ο δάσκαλος.
Οι άντρες πετάχτηκαν από τα καφενεία, ανταλλάσσοντας κουβέντες μεταξύ τους κατευθυνόμενοι γρήγορα προς τα σπίτια. «Τι είναι, τι συμβαίνει»; Ρώτησε ο δάσκαλος τον παπά, καθώς η εκκλησία ήταν δίπλα στο σχολείο. «Κοπάδια άγρια άλογα κυνηγημένα από λύκους δάσκαλε, έπεσαν στην κορυφή του χωριού, αφηνιασμένα κι επικίνδυνα. Παρασέρνουν ό,τι βρουν μπροστά τους, φράχτες, κήπους, ακόμα και καλύβια. Είναι πολλά και αγριεμένα. Στείλε γρήγορα τα παιδιά στα σπίτια τους. Ακούγεται η βοή τους, τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα. Όσα απ’ αυτά μένουν μακριά κράτησε τα μέσα στο σχολείο. Οι άνδρες πάνε να πάρουν τις καραμπίνες, θα γίνουν ομάδες ν’ αναχαιτίσουν την πορεία τους». Ο συγκεκριμένος ήχος απ’ τη σφυρίχτρα του δάσκαλου ακούστηκε έντονος και αυστηρός.
«Όλοι στα σπίτια σας. Κανείς δεν θα κυκλοφορήσει έξω χωρίς λόγο. Είναι επικίνδυνο, τα αγριάλογα είναι αφηνιασμένα και μπορεί να σας ποδοπατήσουν αν βρεθείτε στο δρόμο τους». Ευτυχώς, οι γαλότσες που αντικατέστησαν τα καλά μου παπούτσια, μου επέτρεψαν να τρέξω γρήγορα. Μπήκα στο σπίτι κλεινοντας πίσω μου δυνατά την πόρτα, οσμίστηκα την ύπαρξη της μάνας, το αχνιστό ψωμί που μόλις είχε ξεφουρνίσει κι ένοιωσα ασφαλής.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον ήχο απ’ τον καλπασμό δεκάδων άγριων αλόγων στα σοκάκια του χωριού, να ξεφυσούν αφηνιασμένα, να σηκώνονται στα πίσω πόδια, να κλωτσούν στον αέρα. Το αίμα μου είχε παγώσει καθώς τα παρατηρούσα μέσα από το τζάμι σκαρφαλωμένη πάνω στο ντιβάνι. Έβγαζα απ’ το πλάι του τοίχου το ένα μάτι μόνο, να δω, φοβόμουν μήπως με αντιληφθούν, ορμίσουν μέσα και με λειώσουν. Στη βάση του χωριού ακούστηκαν πυροβολισμοί στον αέρα. Ήταν οι άνδρες, που ανέκοπταν την πορεία των αλόγων.
Παρακολουθούσαν καλυμμένοι και μόλις τα άλογα έφτασαν στο σημείο που είχαν δρόμο ανοιχτό να φύγουν αριστερά άρχιζαν να ρίχνουν. Έτσι τ’ ανάγκασαν να κινηθούν κυκλικά, για να πάρουν ξανά το δρόμο της επιστροφής για το βουνό. Πυροβολούσαν ρυθμικά πετυχαίνοντας την αναχαίτιση όσο ακόμα αυτά βρίσκονταν στο μονοπάτι, αφού, τ’ άλογα πιο αφηνιασμένα πήραν τον σωστό δρόμο πηδώντας τη ρεματιά και χάθηκαν ξανά προς το βουνό.
Με τον άγριο καλπασμό ακόμα στ’ αυτιά μου, γύρισα στην πραγματικότητα, χάιδεψα κι έσφιξα στο μέρος της καρδιάς τη μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία.