Ζωή εικονική – Δείγμα παραληρηματικής γραφής
12/01/2024-Τι θέλετε μωρέ και με τρώγεστε; Τόσα χρόνια δουλεύω να μη σας λείψει τίποτα. Πού τα μάθατε αυτά; Ποιος σας είπε ότι εγώ δεν έχω δικαιώματα, κι εσύ μικρή, ράψε το στόμα σου, σαν πολλά μας τα λες, έλα Αντωνάκο μου, να, πάρε εκατό ευρώ και σύρε να μου πάρεις ένα τάμπλετ, τόσο καιρό τα μαζεύω. Όλες έχουν, μεθαύριο θα πας φαντάρος, να μπορούμε να επικοινωνούμε. Η Χαρίκλεια κάθε μέρα μιλάει με το γιό της εντελώς δωρεάν, μήπως μας περισσεύουν να πετάμε λεφτά σε τηλέφωνα.
Και κοίτα παλικάρι μου να πάρεις ένα καλό, ξέρεις εσύ, και Αντωνάκο μου, μετά θα μου μάθεις και πέντε πράγματα, έτσι δεν είναι αγόρι μου; κι άστην αυτή τη φαρμακόγλωσσα, ίδια ο πατέρας σας, να ξεροκοπανάει ότι οι μανάδες δεν χρειάζονται τάχα μου τάμπλετ και φέισμπουκ, επειδή έτυχε η κυρία να γεννηθεί σε άλλη εποχή, θεωρεί ότι μόνο αυτή τα ξέρει όλα, μόνο αυτή πρέπει να τα ζει όλα.
Άκου τι μου ‘πε προχτές αγόρι μου, τι το θες το φέισμπουκ, να βρεις άντρα, όλες γι’ αυτό το θέλουν, καιρός είναι να μας κουβαλήσεις και γκόμενο τώρα στα γεράματα, και χασκογέλαγε η αχάριστη, γεράματα εξήντα χρονών γυναίκα, λες κι εγώ καίγομαι να βρω άντρα, πρόκοψα με έναν που πήρα, μια χαρά κάνει τη ζωή του αυτός, ας πάει εκεί η κυρία αδερφή σου, γιατί δεν πάει; να κάνει τη δούλα στη μητριά, εδώ ούτε το βρακί της δεν μαζεύει, την έχουμε στα όπα όπα και μας βγάζει και μια γλώσσα να!
Άντε στο καλό αγάπη μου, κοίτα μη χάσεις τα λεφτά, κι όπως είπαμε Αντώνη μου, να βρεις ένα καλό τώρα που έχει εκπτώσεις, άχ παλικάρι μου, τι θα έκανα χωρίς εσένα, Αντώνη, μη μου χτυπάς κι εσύ την πόρτα φεύγοντας, ααα, δεν ήρθε ακόμα το ασανσέρ, πρέπει να βάλουμε και πόρτα ασφαλείας, τι να κάνει μόνο ο σύρτης, δεν ακούς στην τηλεόραση τι γίνεται, θα μας σφάξουν και δεν θα βρουν και τίποτα, αλλά και τους βαφτιστικούς σταυρούς και κάνα δυο δαχτυλίδια που έχω να πάρουν, μας φτάνει, άσε τη λάτρα που θα βγάλουν, άντε γεια σου παιδί μου και μην αργήσεις, ήρθε το ασανσέρ, θέλει επισκευή κι αυτό το είπε ο διαχειριστής, θα δούμε, άντε μην αργήσεις, ώ Χριστέ μου το παιδί έφτασε στο ισόγειο κι εγώ μιλάω ακόμα, μα να μην ακούνε….
Μωρή Χαρίκλεια…
Μωρή Χαρίκλεια, αν έρθει το τυχερό στην ώρα του όλες οι πόρτες ανοίγουν, που λέγαν κι οι παλιοί, πού να τα περίμενα εγώ αυτά, άκου λόγια που μου γράφει, είμαι λέει, η γυναίκα που έψαχνε σ’ όλη του τη ζωή και βάζει κόκκινες καρδούλες δίπλα, τρελαίνομαι σου λέω, μου ‘πε τα πάντα για τη ζωή του τώρα που έμαθα να μιλάμε στο μέσετζερ, είχε κάμποσες, άντρας είναι, έμεινε ανύπαντρος, γιατί δεν υπάρχουν σωστές γυναίκες κι η μακαρίτισσα η μάνα του, ήθελε την καλύτερη για τον γιό της, αρχόντισσα σου λέει, καμία δεν ενέκρινε απ’ αυτές που της είχε πάει.
Αν ζούσε τώρα μόνο εμένα θα ήθελε, μου το είπε ξεκάθαρα, δεν λέει ψέματα, όχι, όχι, φαίνεται ο άνθρωπος, να πιάσει στο στόμα του πεθαμένη γυναίκα, άκου τι άλλο μου ‘πε κι έχει δίκιο, η γυναίκα είναι για το σπίτι της, να φροντίζει τον άντρα σαν μάνα και σαν γκόμενα, καταλαβαίνεις τώρα, με θέλει λέει για όλα αυτά, τα παιδιά μου, καλά μου είπε, ο Αντώνης μου θα πάει φαντάρος όπου να ‘ναι, η μικρή, που δεν είναι πια μικρή, τέλειωσε την κομμωτική και δουλεύει, πρέπει να κοιτάξω κι εγώ τη ζωή μου, σπίτι έχω, μεθαύριο θα βγω στη σύνταξη.
Αυτός τώρα όχι, όχι δεν δουλεύει, η ανεργία μη νομίζεις είναι χειρότερη στην επαρχία, τον παίρνω απ’ τη δουλειά και τον ξυπνάω κατά τις δώδεκα, τι να κάνει να σηκωθεί νωρίς, παιδιά σκυλιά τίποτα, αλλά είχε σου λέει, το μεγαλύτερο καφενείο στην περιοχή, με την κρίση το έκλεισε, δεν έβγαζε πια ούτε το νοίκι, έχει τη σειρά του απ’ ότι κατάλαβα, αλλά αυτό που με κολλάει μωρέ Χαρίκλεια είναι, πως τον περνάω λίγα χρόνια, τώρα τι λίγα, δηλαδή στρογγυλά δέκα, αλλά είπαμε να λέμε πως είμαστε συνομήλικοι, στην κάμερα που με είδε, έλεγε, πως εγώ φαίνομαι τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερή του, και τι σεβασμό, και τι ωραία λόγια, πού τ’ άκουσα μωρέ εγώ αυτά, όλοι με τη φωνή και την απαίτηση, ούτε νιόπαντρη δεν τ’ άκουσα, κι όλο μου το γυροφέρνει για το ερωτικό.
Θα έρθω στην Αθήνα να σε δω, να δούμε αν ταιριάζουμε κι εκεί, είναι σου λένε τώρα οι μοντέρνοι το άλφα και το ωμέγα αυτό, κοίτα να δεις Χαρίκλεια, το καταλαβαίνω και το ασπάζομαι, αυτός είναι νέος άντρας θα θέλει τα τούτα του, τ’ άλλα του, δεν παίζει, θέλει να τον τραβάει η γυναίκα, και μην αλλάξω τίποτα είπε, όπως είμαι με θέλει, άντε μωρέ να γελάσει κι εμένα το χειλάκι μου, τώρα που έρχονται οι γιορτές, μόνο σε σένα θα το πω, λέει θέλει να του κλείσω ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο εγώ που ξέρω τα κατατόπια, συμφέρει λέει καλύτερα με τα γεύματα του πληρωμένα, πιο πολλά λέει θα μας πηγαίνει το φαγητό έξω.
Όχι καλέ, τα λεφτά είπε θα τα βρούμε, πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ μας, είναι, είναι περήφανος ο άνθρωπος, που αν ήταν άλλος θα κοίταζε να εκμεταλλευτεί, δέκα-δεκαπέντε μέρες θα μείνει αρχικά να δούμε αν ταιριάζουμε, κι αν όλα πάνε καλά, έρχεται και στο σπίτι, δεν έχει τίποτα πια να τον κρατάει στον τόπο του, μπα άκου μαρή, μέχρι και για αρραβώνα μίλησε, αλλά εγώ του το ξεκαθάρισα, έχω παιδιά της παντρειάς, δεν χρειάζονται επισημότητες και τέτοια πράγματα.
Αν θέλει ξενοικιάζω την γκαρσονιέρα που έχω, ξέρεις αυτή κοντά στην πλατεία και μένει αυτός προσωρινά, όταν του το είπα χάρηκε, είσαι τίμια γυναίκα μου είπε, δεν θες να με βάλεις απ’ την αρχή στο σπίτι σου, καλύτερα έτσι, το ζευγάρι πρέπει να έχει το χώρο του, και μη σκεφτώ λέει για συμβόλαια και τέτοια, ζευγάρι θα είμαστε και τι λάτρα να έχει ένα άτομο μωρέ Χαρίκλεια, τα ρουχαλάκια του, ένα καθαρισματάκι, τριάντα τετραγωνικά είναι, σιγά το πράγμα κι ένα πιάτο φαΐ παραπάνω δεν χάλασε ο κόσμος, υγεία να έχουμε Χαρίκλεια μου κι έχει ο θεός για όλους….