Ένας ξεχωριστός λύκος
29/02/2024Κατευθύνθηκα στην άκρη της ταράτσας. Εύκολα καβάλησα τα προστατευτικά κάγκελα φτάνοντας στο τέρμα του πρεβαζιού. Κοίταξα κάτω, τα αυτοκίνητα έμοιαζαν μινιατούρες, οι άνθρωποι μικρά πλέι μομπίλ και το παιχνίδι στημένο για τα καλά. Ο ουρανός καταγάλανος. Μακριά το βλέμμα σκόνταφτε σε πολυκατοικίες, ηλιακούς, κεραίες, βυθιζόταν στην ασχήμια. Άνοιξα τα χέρια διάπλατα εισπνέοντας βαθιά. Δεν φοβόμουν καθόλου. Ήμουν αποφασισμένη να πετάξω. Ένα δύο τρία και βρέθηκα στο κενό…
Έτσι, με τα χέρια ανοικτά, τα πόδια τεντωμένα με τον χρόνο σταματημένο στο μυαλό, ήθελα ν’ απολαύσω, να γευτώ το ηδονικό πέταγμα. Αίσθηση ευφορίας με πλημμύρισε απ’ την ταχύτητα της πτώσης, μέχρι που κάπου προσέκρουσα βίαια, τραντάχτηκα ολόκληρη, άφησα το σώμα στην άσφαλτο, ματωμένο, απαλλαγμένο απ’ τη βαρύτητα. Έπειτα, ήρθε η αληθινή πτήση. Ελισσόμουν ανάλαφρη, υπέροχη αίσθηση να κολυμπάς στο κενό, ιδίως αν διατηρείς τη δυνατότητα να παρατηρείς τον μαζεμένο κόσμο γύρω απ’ το παλιό σου σαρκίο, όμοιο με το ξερό δέρμα του φιδιού που αφήνει την άνοιξη. Ξαφνικά, άνθισε μια αλαζονική βεβαιότητα για την ανακάλυψη της αιώνιας ευτυχίας.
Όμως, δεν τα υπολόγισα καλά. Το άγνωστο για την μετά θάνατον κατάσταση δεν παραμένει τυχαία αιώνια το ζητούμενο μιας ολοκληρωμένης πράξης. Για μια στιγμή πίστεψα πως θα πετάω έτσι ελεύθερη για πάντα, απολαμβάνοντας μόνιμα την επιλογή να αιωρούμαι ξαλαφρωμένη από τα βάρη του σώματος, του μυαλού και της ψυχής. Φυσικά και δεν ήξερα, πώς ήταν δυνατόν να ξέρω;
Ξαφνικά, ένα απότομο φύσημα μ’ έσπρωξε, με ανάγκασε παρασέρνοντας με σαν φύλλο, σαν χαρτί πεταμένο στο δρόμο με στροβίλισε πάνω από ένα πανέμορφο γκρι λευκό σώμα ενός νεαρού λύκου χωρίς ζωή. Ύστερα, μια χοάνη με ρούφηξε εντός του, με απόθεσε στο κενό διαμέρισμα της ψυχής του, ορίζοντας το σώμα του ως καινούρια μου κατοικία. Ένοιωσα ντροπή κι απόγνωση, ήθελα να ικετέψω να επιστρέψω σ’ εκείνο το σώμα που άφησα διάπλατο στο πεζοδρόμιο, ν’ αγωνιστώ να το ξαναστήσω, όμως κανείς δεν φαινόταν διατεθειμένος να μου παραχωρήσει αυτήν τη δυνατότατα. Έπρεπε να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα.
Δυστυχώς, πριν από κάθε πράξη δεν υπολογίζουμε τ’ αποτελέσματά της. Αν το ήξερα αυτό, δεν θα περνούσα ποτέ το προστατευτικό κάγκελο της ταράτσας. Όφειλα τώρα να εξερευνήσω κάθε μόριο του ξένου σώματος, προσαρμοζόμενη στις ανάγκες του, να κάνω οικεία τα ένστικτά του, αφομοιώνοντας τις διαλέκτους και τους κώδικες του ουρλιάσματος, να μάθω να περπατώ με τα τέσσερα, να κατασπαράζω με τα δόντια. Πώς θ’ αναγνώριζα τους φίλους και τους εχθρούς του, ποιο ήταν το ασκέρι και ποιο το λημέρι του;
Δυσφορία με πλημμύρισε, δεν μου έφτανε αέρας. Έπρεπε να θέσω σε λειτουργία το σώμα. Ψηλάφισα την καρδιά, μια ροδαλή νέα καρδιά που αμέσως άνοιξε τις θύρες της για την είσοδό μου. Με υποδέχτηκε με χαρούμενους, ακανόνιστους, λεπτούς χτύπους, που στη συνέχεια έγιναν πιο συμμετρικοί και τακτικοί. Πήραν όλα μπρος, φλέβες, αρτηρίες με υπόκωφους ήχους άρχισαν να στέλνουν το υγειές, κατακόκκινο αίμα σε κάθε απόμακρη γωνιά. Η μηχανή του σώματος είχε ξεκινήσει τη λειτουργία της φωτίζοντας και οξυγονώνοντας και τα δικά μου διαμερίσματα.
Από την πτώση στη βύθιση
Μετά την πλήρη εγκατάστασή μου, ολομόναχη πια σ’ έναν κόσμο άγνωστο, ήταν επιτακτικό να ενσωματωθώ λειτουργώντας με το σώμα του λύκου, ένα σώμα δυνατό, ατίθασο, επιβλητικό. Πρώτο μου μέλημα η κίνηση, στάθηκα σχετικά εύκολα στα τέσσερα πόδια, επιχείρησα να κάνω δειλά βήματα, μπέρδευα χέρια με πόδια. Οι μυρωδιές αλλιώτικες, δυνατές, τόσο που μου έφερναν αναγούλα. Η ακοή βουητό τρισδιάστατο. Αφουγκραζόμουν ήχους παράξενους, μακρινούς, παντελώς άγνωστους. Η όραση απολύτως προβληματική, τα μάτια αλληθώριζαν, το ένα αριστερά και το άλλο δεξιά, αισθανόμουν ανίκανη να τα συντονίσω σε ένα σημείο.
Τι με βρήκε, έλεγα και ξανάλεγα, καλά ήμουν στο σώμα μου, μπορεί να είχα πόνους όμως ήξερα πώς να λειτουργήσω. Είχα τις ανθρώπινες αισθήσεις, τον λόγο, τραγουδούσα, μιλούσα, έβριζα, επικοινωνούσα. Τώρα; Πώς θα τα έβγαζα πέρα; Ολομόναχη, δίχως τ’ αερικά και τις δυνάμεις της λογικής που με καθοδηγούσαν. Εντούτοις, υποσχέθηκα στον εαυτό μου, ότι δεν θα το έβαζα κάτω, θα τα κατάφερνα ακόμα μια φορά. Θα ζήσω λοιπόν σαν λύκος, μονολόγησα. Πρέπει ν’ αγαπήσω το καινούριο μου σαρκίο, να το χειριστώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Σιγά σιγά, έμαθα τα βασικά, άρχισα να κινούμαι, να βλέπω κάπως καλύτερα, να εξοικειώνομαι με τους ήχους και τις μυρωδιές της καινούριας μου ζωής. Βρήκα μια σπηλιά και χώθηκα. Νύχτωνε, ξημέρωνε, για μένα τίποτα δεν άλλαζε. Η πείνα άρχισε να με θερίζει, ωθώντας με να βγω από τη σκοτεινή σπηλιά προς αναζήτηση τροφής. Είχα προσαρμοστεί αρκετά με το καινούριο σώμα. Η τύχη ήταν με το μέρος μου στην πρώτη εφόρμηση, λίγο παραπέρα ένα πουλί τραυματισμένο τρεμόπαιζε τα φτερά του ανάμεσα σε θάμνους. Έτρεξα, το άρπαξα με τα δόντια, όμως απαλά μην το πονέσω.
Η ανάσα μου εντάθηκε, τα σάλια μου άρχισαν να τρέχουν. Ήμουν λύκος. Έσφιξα το στόμα με όλη μου τη δύναμη. Ένα κρακ ακούστηκε, ο λαιμός, τα κόκαλά του έσπασαν και παραδόθηκε νεκρό. Τρομοκρατήθηκα, συνάμα χάρηκα, είχα κερδίσει την πρώτη τροφή. Το απίθωσα ακίνητο πάνω στα χόρτα, πασχίζοντας ν’ αφαιρέσω μερικά απ’ τα φτερά του με τα μπροστινά μου πόδια, αν και στάθηκε αδύνατον. Αναδύθηκε αβίαστα το ένστικτο του ζώου. Η πείνα δεν άφηνε άλλα περιθώρια για αργοπορίες. Το δάγκωσα με ορμή, πετάχτηκε αίμα, το έγλυψα, μου φάνηκε πεντανόστιμο, το μάσησα με τα υγιή, κοφτερά μου δόντια και το κατάπια λαίμαργα. Αναμφίβολα λίγο για να ικανοποιήσει την τεράστια πείνα, ωστόσο ήταν μια καλή αρχή.
Είχε περάσεις αρκετή ώρα, όταν τα ρουθούνια μου ερέθισε μια παράξενη, άγνωρη οσμή, η όσφρηση και τα ένστικτα είχαν αρκούντως πλέον προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Με αργή κίνηση στην αρχή κατευθύνθηκα προς τον πυρήνα της μυρωδιάς, με ένα δυνατό σάλτο τσάκωσα έναν ασβό από τον σβέρκο, τον τίναξα αριστερά δεξιά ώσπου σωριάστηκε άψυχος μπροστά μου. Απερίγραπτη λιχουδιά οι χυμοί από το κεφάλι του που έλιωνε στον οισοφάγο, στο τέλος απέμειναν μόνο λίγο δέρμα και οι άκρες των ποδιών.
«Λύκε λύκε είσαι εδώ»
Αφού ικανοποίησα την πιεστική ανάγκη για τροφή, χώθηκα ξανά στο βάθος της σπηλιάς μου και κοιμήθηκα αρκετά. Με τον καιρό ξεθάρρεψα αρκετά, αφού άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο επιτύγχανα τον κορεσμό του στομάχου μου. Αποφάσισα, καθώς τίποτα δεν με κρατούσε σ’ εκείνο το μέρος, ν’ απομακρυνθώ, να φύγω, να γνωρίσω άλλους τόπους κι όπου με βγάλει. Κατάλοιπο της ανθρώπινης φύσης μου, πάντα με γοήτευε, διακαώς επιθυμούσα να κατακτήσω το άγνωστο.
Βγήκα έξω, εισέπνευσα καθαρό, μυρωδάτο αέρα από το δάσος κι άφησα τη διαίσθησή μου να διαλέξει την κατεύθυνση που θα έπαιρνα, ελεύθερη, χωρίς αποσκευές και εισιτήρια. Αυθόρμητα οδηγήθηκα προς το μέρος που είχε τη μικρότερη ανηφόρα, απομεινάδι μνήμης από το ταλαιπωρημένο ανθρώπινο σώμα. Τραγουδούσα αθόρυβα, κεφάτα, τόσο ανέμελα το παιδικό τραγούδι, «λύκε λύκε είσαι εδώ», διασκέδαζα, γελούσα, χοροπηδούσα μαζεύοντας με το στόμα μου έντομα, ευχάριστο σνακ για τη λιγούρα, ενσωματωμένη απολύτως στη νέα φύση μου.
Καθώς προχωρούσα, κάτι γαργάλησε την μύτη μου. Οσμή ανάμεικτη από μπαρούτι, φωτιά, αίμα, ψοφίμι, απεχθές κράμα. Ακολούθησα τον αέρα. Όσο πλησίαζα, άκουγα ισχυρούς θορύβους από όπλα, κραυγές, καλπασμούς. Αγνοούσα πού με οδηγούσε το ανεξέλεγκτο ένστικτό μου, χρειάστηκε να διανύσω αρκετό χρόνο και δρόμο μέχρι ν’ αρχίσω ν’ ακούω ανθρώπινες φωνές, που ξεμάκραιναν, σαν να γινόταν υποχώρηση από μάχη. Προστατευμένη πίσω από πυκνούς θάμνους, έμεινα άναυδη με όσα αντίκρισα θωρώντας με τα πελώρια γκρίζα μάτια του λύκου. Ένα πλήθος νεκρά ανθρώπινα κορμιά κείτονταν σπαρμένα ολόγυρα, ανθρώπινο αίμα σκορπούσε παντού την αλμύρα του.
Ο εφιάλτης του εφιάλτη
Με κόπο συγκρατούσα τα σάλια μου, καθώς είχαν περάσει πολλές ώρες από το τελευταίο γεύμα. Πλησίασα σιγανά κι είδα κάτι ν’ αναδεύεται. Ένα πανύψηλο παλικάρι, πεσμένο στο χώμα αιμορραγούσε απ’ το κομμένο πόδι. Τα ρούχα του, στο μέρος της κοιλιάς, είχαν ποτιστεί από μια λίμνη αίμα. Σίμωσα αντιπαλεύοντας την πείνα μου και δεν ακούμπησα το έδεσμα. Ήθελα να τον βοηθήσω μα δεν μπορούσα. Εκείνος άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε αντικρίζοντας ένα λύκο πάνω απ’ το κεφάλι του.
- -Κάνε μου τη χάρη, ψιθύρισε με όση δύναμη του απέμεινε, κάνε μου τη χάρη και κόψε μου το λαιμό, δεν αντέχω άλλο, πονάω φριχτά. Τελείωσέ με. Τα έχασα, ήμουν ανήμπορη να το κάνω αυτό σε έναν άνθρωπο, σ’ ένα παλικάρι. Δεν είχα το απαιτούμενο σθένος.
- – Πώς να σε βοηθήσω; Ούρλιαξα με το στόμα του λύκου. Δεν μπορώ να σε σκοτώσω, πώς αλλιώς να σε βοηθήσω;
Τα μάτια του ορθάνοιξαν από έκπληξη, κοίταξε γύρω με δυσκολία να δει ποιος μιλάει. - – Μην ψάχνεις, εγώ σου μιλάω. Είμαι μια γυναίκα εγκλωβισμένη σε σώμα λύκου. Θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι μάνα σου κι εσύ ο γιός μου. Προσπάθησα ν’ απαγκιστρωθώ από τη ζωή που θεωρούσα σκληρή, όμως έμελλε να φυλακιστώ στο σώμα αυτού του λύκου τη στιγμή πού έβγαινε η ψυχή του. Πώς να σε βοηθήσω; Είναι κρίμα να πεθάνεις, είσαι τόσο νέος κι όμορφος. Μην δώσεις στη μάνα σου να πιεί αυτό το ποτήρι.
- – Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά. Μάλλον έχω παραισθήσεις από τον πόνο, έρχεται ο θάνατος αργά κι ακούω ανθρώπινη μιλιά από στόμα λύκου. Δεν αντέχω άλλο, σε παρακαλώ σπάσε το λαιμό μου, είπε κι ανασήκωσε το κεφάλι ουρλιάζοντας.
Τότε έγινε το θαύμα. Κάποιος άκουσε την κραυγή κι έτρεξε προ το μέρος του. Άκουσα βήματα, πρώτα ενός, από πίσω ακολουθούσαν κι άλλοι. Κρύφτηκα καλά να μην με δουν. Τον σήκωσαν τρεις στρατιώτες και τον πήραν. Εκείνος συνέχισε να σφαδάζει από τους πόνους κι άκουσα να λέει μέσα στο παραλήρημά του.
- – Ήταν ένας λύκος που μιλούσε ανθρώπινα, πιστέψτε με. Τον θέλω μαζί μου. Σύντροφοι, είναι μια γυναίκα μέσα σ’ έναν λύκο. Αλήθεια μου είπε. Δεν θα έλεγε ψέματα σ’ έναν ετοιμοθάνατο.
Οι φωνές αντηχούσαν αδιάκοπα, καθώς ξεμάκραιναν κι εγώ έκλαιγα, έκλαιγα πολύ, μέχρι που ξύπνησα πνιγμένη στα δάκρυα.