Η οδύσσεια των ελληνικών πετρελαίων – Ο ρόλος του μυστηριώδους Zaharoff
06/05/2024Κατά την διάρκεια των τελευταίων πέντε δεκαετιών ακούγονται και γράφονται πολλά για τον ελληνικό ορυκτό πλούτο, με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα των πετρελαίων. Συχνά τα σχόλια υιοθετούν επιτιμητικό ύφος για την εκάστοτε στάση των ελληνικών κυβερνήσεων. Αρκετοί μάλιστα φθάνουν ή ακόμα και υπερβαίνουν τα όρια της συνωμοσιολογίας, καταγγέλλοντας πως διάφοροι σκοτεινοί κύκλοι που επιβουλεύονται την Ελλάδα και τον λαό της, ενταφιάζουν τον πλούτο της και υπονομεύουν συστηματικά το μέλλον της, με υποχείριά τους κάποια πολιτικά πρόσωπα.
Το κορυφαίο στοιχείο στις υποθέσεις αυτές, δεν είναι βέβαια άλλο από την υπόθεση της ύπαρξης πετρελαίου και τον πλούτο που έχει να προσφέρει στην χώρα, διασώζοντας τον πληθυσμό της από την ανέχεια και την εξαθλίωση, όπως εκτιμούν πολλοί. Δυστυχώς όμως, η πραγματικότητα είναι καταθλιπτικά τραγική και υπερβαίνει όλες τις ιστορίες πολιτικής φαντασίας που εκτυλίσσονται τις τελευταίες δεκαετίες.
Το χειρότερο που προκύπτει από μία σειρά μάλλον επιμελώς ενταφιασμένων δεδομένων, αφορά την ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να διαχειριστούν τον εθνικό ενεργειακό πλούτο επί έναν αιώνα. Η αφετηρία αυτής της θλιβερής ιστορίας εντοπίζεται κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, όταν ο ελλαδικός χώρος έρχεται για πρώτη φορά στο στόχαστρο των κυνηγών πετρελαίου…
Ο πολεμικός ανταποκριτής και ο Zaharoff
Τον Ιανουάριο του 1911 και μετά την αποτυχία του να επανεκλεγεί, ο βουλευτής των Βρετανών Φιλελευθέρων Ignácz Timothy Trebitsch-Lincoln εμφανίζεται με συνολικά χρέη ύψους £17.118 έναντι των πιστωτών του (περίπου €1.700.000 της εποχής μας), που σύμφωνα με τον ίδιο προέρχονται από άστοχη επένδυση ύψους £20.000 σε πετρελαιοπηγές και αγωγούς πετρελαίου της Γαλικίας, μίας περιοχής (που σήμερα μοιράζεται σε Πολωνία και Ουκρανία) μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Δνείστερου.
Κατά πάσα πιθανότητα παρασύρεται σε αυτή την περιπέτεια ιδρύοντας την Anglo-Austrian Petroleum Ltd, εκτιμώντας πως το έντονο ενδιαφέρον του Βρετανού πολιτικού Lloyd George για τα πετρέλαια της Γαλικίας, του οποίου είναι και ο βασικός σύμβουλος για την συγκεκριμένη υπόθεση, είναι ικανό να εξασφαλίσει χρηματοδότες και την διάσωση της επένδυσης (“Τρίτο Μάτι“, Νο 199, “Τα Μυστήρια του Trebitsch-Lincoln” – ένθετο).
Η πληροφορία είναι σαφέστατα παραπλανητική, καθώς ο Trebitsch μετά την απώλεια της βουλευτικής του έδρας, εμφανίζεται με την ιδιότητα του πολεμικού ανταποκριτή στα Βαλκάνια, καλύπτοντας ειδησεογραφικά τους πολέμους της περιόδου 1912-1913. Ταυτόχρονα προσφέρει με το αζημίωτο τις υπηρεσίες του στους Βουλγάρους και αργότερα και στους Οθωμανούς, με συνέπεια να γίνει αντιληπτός από την βουλγαρική αντικατασκοπεία και να οδηγηθεί στις φυλακές της Σόφιας. Διασώζεται με παρέμβαση του μυστηριώδους Γερμανού συνταγματάρχη Walther Nicolai, γενικού διευθυντή του κλάδου πληροφοριών και αντικατασκοπείας του γερμανικού στρατού, στοιχείο που αποκαλύπτει πως ήδη εργάζεται και για τους Γερμανούς.
Στην πραγματικότητα εργάζεται κυρίως για τον Basil Zaharoff, με πρωταρχικό μέλημα την έρευνα για την ύπαρξη πετρελαίου στα Βαλκάνια. Ο δαιμόνιος Έλληνας χρηματοδοτεί τότε με £20.000 (περίπου €2.000.000 της εποχής μας), σε μηνιαία βάση την ελληνική κυβέρνηση συνεισφέροντας στις πολεμικές δαπάνες, για να εξασφαλίσει την κατοχή της Μακεδονίας από τους Έλληνες, καθώς υποπτεύεται λόγω των ερευνών του Trebitsch την ύπαρξη πλουσίων κοιτασμάτων πετρελαίου. Με την λήξη των πολέμων ο κατάσκοπος ταξιδεύει στην Γαλλία, προσπαθώντας να συγκεντρώσει πληροφορίες για τα πετρέλαια της Βορείου Αφρικής, ενημερώνοντας τον Zaharoff, πως κινείται παράλληλα για λογαριασμό του Lloyd George.
Η εμφάνιση του George L. Tacón
Με την άφιξη του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Θεσσαλονίκη τον Μάϊο του 1916, εμφανίζεται με την ιδιότητα του στρατιωτικού συμβούλου σε θέματα επιμελητείας, ο γεννημένος το 1873 Νεοζηλανδός χρηματιστής και επιχειρηματίας George L. Tacón. O άνθρωπος αυτός έχει μεγάλη εμπειρία στις εξορύξεις και από το 1902 διαχειρίζεται με τον συνεταίρο του μία από τις ταχύτερα ανερχόμενες εταιρείες της Νέας Ζηλανδίας.
Ο Tacón ενημερώνει την Ένωση Αυστραλών Δημοσιογράφων (Australian Press Association) κατά την διάρκεια μίας επαγγελματικής επίσκεψής του στο Λονδίνο, στις αρχές Αυγούστου του 1922, πως κατά την παραμονή του στην δυτική Μακεδονία, έχει διερευνήσει για λογαριασμό της Anglo-Persian Oil Company τις πιθανότητες ύπαρξης κοιτασμάτων πετρελαίου στην περιοχή. Η επίσκεψή του έπεται μίας αποστολής του στην Αργεντινή, όπου διαπραγματεύεται για λογαριασμό της κυβέρνησης της Νέας Ζηλανδίας διμερείς εμπορικές συμφωνίες, στον τομέα των αγροτικών προϊόντων.
Στους δημοσιογράφους εξηγεί πως έχει επιτύχει την παραχώρηση αδειών από την ελληνική κυβέρνηση προς την Anglo-Persian Oil Company για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων πετρελαίου σε περιοχές της Μακεδονίας, όπου έχει εντοπίσει σοβαρές ενδείξεις για την ύπαρξή τους. Έχει αντιμετωπίσει, όπως υποστηρίζει, με επιτυχία τον σφοδρό ανταγωνισμό της αμερικανικής Standard Oil και είναι πεπεισμένος πως η Μακεδονία θα αναδειχθεί σε μία δυναμική και σημαντική πηγή παραγωγής υγρών καυσίμων.
Οι πρώτες προτάσεις το 1919
Τον Ιανουάριο του 1919 υποβάλλονται οι πρώτες ολοκληρωμένες προτάσεις από το Γαλλοελληνικό Συνδικάτο με εκπρόσωπό του τον μηχανικό Albert Armand Pouyanne για την έρευνα και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου στην Ήπειρο, τις νήσους του Ιονίου, την Αιτωλοακαρνανία και την δυτική Πελοπόννησο. Η διάρκεια των ερευνών ορίζεται σε μία δεκαετία και το ελληνικό δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα να παραλαμβάνει ποσότητες πετρελαίου που καλύπτουν την εγχώρια κατανάλωση στην τιμή του κόστους παραγωγής. Στην τιμή αυτή συμπεριλαμβάνεται και τόκος 10% που αφορά το κεφάλαιο το οποίο διατίθεται από το ελληνικό Δημόσιο για τις έρευνες και την εκμετάλλευση.
Ο Albert Armand Pouyanne, εμφανίζεται στην Ήπειρο κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, μαζί με τον επίσης Γάλλο αξιωματικό Jean Bonnier και τον έφεδρο νεαρό αξιωματικό του ελληνικού σώματος μηχανικού Αθανάσιο Παπαθανασίου. Με βάση πάντως τον Νόμο 3768 της 27ης Μαρτίου του 1911, ο Bonnier, είναι ένα από τα 13 μέλη της γαλλικής στρατιωτικής οργανωτικής αποστολής υπό το υποστράτηγο Eydoux, καταχωρημένος με την ιδιότητα του επιμελητή. Το γεγονός αυτό προδίδει πως οι έρευνες για την ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου είναι μυστικές, καθώς οι επίσημες ασχολίες του δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική του αποστολή.
Όμως, μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Bonnier είναι αντιπρόεδρος και εντεταλμένος σύμβουλος στην Τράπεζα Αθηνών, της δεύτερης σε μέγεθος τράπεζας στην Ελλάδα που ελέγχεται από γαλλικά συμφέροντα. Παράλληλα, από το 1920 κατέχει επίσης την ίδια θέση στην Ανατολική Εμπορική Εταιρεία, μία μεγάλη εμποροβιομηχανική επιχείρηση που ιδρύεται εκείνη την εποχή με μετοχικό κεφάλαιο 2.000.000 δραχμών. Στο δωδεκαμελές διοικητικό της συμβούλιο προεδρεύει ο Ιωάννης Κουντουριώτης, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου στην Τράπεζα Αθηνών.
Τον Οκτώβριο του 1919 υποβάλλονται οι αντίστοιχες ολοκληρωμένες προτάσεις για τα κοιτάσματα της ανατολικής και δυτικής Μακεδονίας, όπως και της Θράκης, με οριοθέτηση των δύο περιοχών της Μακεδονίας από τον ποταμό Αξιό. Ο άνθρωπος που υποβάλλει τον σχετικό φάκελο, δεν είναι άλλος από τον επιχειρηματία George L. Tacón, που εκπροσωπεί την Bank of New Zealand. Σύμφωνα με τις προτάσεις, την έρευνα θα αναλάβει η D’ Arcy Exploration Company, μία εταιρεία που ελέγχεται από τον όμιλο της Anglo-Persian Oil Company.
Τον Δεκέμβριο του 1919 o αντιναύαρχος του βρετανικού πολεμικού ναυτικού Sir John Kelly, που υπηρετεί τότε στην Διεύθυνση Επιχειρήσεων του Ναυαρχείου, υποβάλλει για λογαριασμό της κατασκευαστικής εταιρείας S. Pearson & Company προτάσεις για γεωτρήσεις σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, με σκοπό τον εντοπισμό κοιτασμάτων πετρελαίου, εξαιρουμένων των περιοχών για τις οποίες έχουν εκδοθεί τίτλοι οριστικής παραχώρησης.
Χορός εταιρειών και επιχειρηματιών
Η S. Pearson & Company όμως είναι θυγατρική του βασικού μετόχου της ιδρυθείσας το 1919 Societe D’ Etudes, De Recherches Et D’ Exploitation Des Petroles En Algerie. Η εταιρική δομή της εταιρείας αυτής που εκμεταλλεύεται τα πετρέλαια της Αλγερίας περιγράφεται από τον γενικό γραμματέα της Διεθνούς Επιτροπής Πετρελαίου A. Guiselin, που καταλήγει στο συμπέρασμα πως πρόκειται στην πραγματικότητα για μία βρετανική εταιρεία με γαλλικό προσωπείο.
Οι δύο βασικοί της μέτοχοι, ο όμιλος S. Pearson And Sons και ο Sir Basil Zaharoff, συνδέονται με την τράπεζα Banque De L’ Union Parisienne, που εξυπηρετεί την Royal Dutsch-Shell στην Γαλλία, ενώ και ο τρίτος βασικός μέτοχος, η τράπεζα Banque De La Seine, ανήκει στον Zaharoff. Αν και ο Γάλλος πρωθυπουργός Georges Clémenceau πιστεύει πως έχει εξαπατηθεί εκχωρώντας τα πετρέλαια της Αλγερίας σε βρετανικά συμφέροντα, στην πραγματικότητα το εταιρικό σχήμα εξυπηρετεί τις κινήσεις της Royal Dutsch-Shell.
Τον Ιούλιο του 1920 όμως, εμφανίζεται ακόμα μία εταιρεία στον υπό διαμόρφωση κόσμο των ελληνικών πετρελαίων. Πρόκειται για την Whitehall Petroleum Corporation, με εκπρόσωπό της τον γνωστό και μη εξαιρετέο Sir Basil Zaharoff, που προβαίνει σε διάβημα προς την ελληνική κυβέρνηση για να επισπεύσει τις διαδικασίες αδειοδότησης και στις 15 Οκτωβρίου με επίσημη επιστολή αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιεί σε ετήσια βάση γεωτρήσεις βάθους 500 μέτρων στις χαρτογραφημένες ζώνες.
Σύμφωνα με το διάβημα του Zaharoff, η S. Pearson & Company είναι απλώς η αντιπρόσωπος της Whitehall Petroleum Corporation, ενός εταιρικού σχήματος με δραστικά μεγαλύτερο ειδικό βάρος. Η εταιρεία αυτή ιδρύεται το 1919 από τον όμιλο S. Pearson And Sons για να αναλάβει όλες τις δραστηριότητες του ομίλου στο τομέα των πετρελαίων, εξαιρουμένων των πετρελαίων του Μεξικού, που εντάσσονται στον τομέα ευθύνης της Aquila Oil Company που έχει ιδρυθεί από τον όμιλο το 1910 ειδικά για το σκοπό αυτό.
Συνδέεται με μία ακόμη εταιρεία επενδυτικού και χρηματοοικονομικού χαρακτήρα του ομίλου, την Whitehall Trust, που ιδρύεται επίσης το 1919 και μέσω του ισχυρού της μειοψηφικού μεριδίου στην εμπορική τράπεζα του Λονδίνου Lazard Brothers & Company, αποτελεί τον χρηματοπιστωτικό της βραχίονα στον τομέα των πετρελαίων, ελέγχοντας και την τράπεζα.
Η συνέχεια στο επόμενο άρθρο