Έρευνα: Τι πιστεύουν οι Ελληνοκύπριοι για το 1974
18/11/2025
Δεν μπορεί να υπάρξει κανονικότητα όσο συνεχίζεται η κατοχή. Την ίδια ώρα, επείγει να μην… ξεχαστεί το “Δεν Ξεχνώ”. Προ ημερών παρουσιάσθηκε μια έρευνα κοινής γνώμης από το ΡΙΚ, το πρώτο μέρος της οποίας αφορούσε «στάσεις και αντιλήψεις της κυπριακής κοινής γνώμης απέναντι στην επέτειο των 50 χρόνων από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974».
Η έρευνα, που διενεργήθηκε από την εταιρεία MRC Cypronetwork, συνιστά χρήσιμο εργαλείο καθώς αποτυπώνει μια κοινωνική πραγματικότητα και μια αντίληψη για το 1974. Θα ήταν χρήσιμο, πάντως, σε μεταγενέστερο χρόνο, να διενεργηθεί μια παράλληλη έρευνα και στην Ελλάδα, για να δείξει και τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι Ελλαδίτες την Κύπρο και το 1974.
Από το πρώτο μέρος της έρευνας, λοιπόν, το οποίο ήταν και το πιο σημαντικό, αναδεικνύεται ότι το τραύμα του 1974 παραμένει ανοικτό για την κοινωνία και αφορά όλες τις γενιές. Όσους βίωσαν τον πόλεμο και τις επιπτώσεις του (νεκροί, αγνοούμενοι, πρόσφυγες), το αισθάνονται προφανώς πιο έντονα.
Από τη συζήτηση, που διεξήχθη στο στούντιο του ΡΙΚ, με τον αναλυτή Γιάννη Μαυρή, τους καθηγητές Πέτρο Παπαπολυβίου, Μιχάλη Κοντό, Χαράλαμπο Χρυσοστόμου και συντονιστή τον Ανδρέα Κημήτρη, έχουν προκύψει πολλά ενδιαφέροντα. Είναι σαφές πως το 1974 απασχολεί την κοινωνία κι αυτό δεν θα μπορούσε προφανώς να ήταν διαφορετικά.
Το τραύμα του 1974 στοιχειώνει την Κύπρο
Προκύπτουν, ωστόσο, μια σειρά από ζητήματα. Το τραύμα «ακολουθεί» μεν τους Ελληνοκύπριους, πλην όμως υπάρχει, όπως αναφέρθηκε, μια θεσμική στέρηση. Οι θύμισες συντηρούνται πρωτίστως από την οικογένεια. Από όσους έζησαν τα γεγονότα. Κάποιοι εξ αυτών πιο έντονα, καθώς είτε είναι πρόσφυγες είτε είχαν απώλειες στην οικογένεια ( νεκρούς, αγνοούμενους). Το σχολείο, που θα έπρεπε να έχει αυτό ρόλο θεσμικά, να ενισχύει τις θύμισες, δεν το πράττει σε μεγάλο βαθμό. Το 1974 δεν διδάσκεται στα σχολεία πλην περιορισμένων αναφορών. Κι αυτό φαίνεται να είναι επιλογή, καθώς θέλουν διαχρονικά στο υπουργείο Παιδείας, να μην αγγίζουν την περίοδο εκείνη. Και ο λόγος είναι πως υπάρχουν έντονες απόψεις για το τι έγινε.
Η ιστορική αλήθεια, ωστόσο, δεν έχει πολλούς πατεράδες. Μία είναι η αλήθεια και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί πως από την έρευνα προκύπτει ότι συντηρείται ο (τότε) διχασμός στην κυπριακή κοινωνία. Κι αυτό καταγράφεται από τον τρόπο που κατανέμονται οι ευθύνες για το 1974. Αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να επηρεάσει για το τι θα πρέπει να πράξει το σχολείο.
Η Ελλάδα έπρεπε να βοηθήσει
Το γεγονός ότι ο βασικός «φορέας» ενημέρωσης για το 1974 είναι οικογένεια, αυτό έχει ημερομηνία λήξης καθώς οι γενιές που έχουν βιώματα σιγά-σιγά φεύγουν από τη ζωή. Ως εκ τούτου το «δεν ξεχνώ» με τα χρόνια θα έχει μόνο επετειακό χαρακτήρα. Όταν δε, στην κοινωνία φθίνει η μνήμη, μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί πόσο θα θυμούνται την τουρκική κατοχή στην Κύπρο οι τρίτοι.
Γι’ αυτό και επείγει να γίνουν μέσα και από τα σχολεία μηχανισμοί που θα συντηρούν τη μνήμη. Φτάνει να μην καταντήσει να έχει η ενημέρωση μουσειακό χαρακτήρα.
Και κάτι ακόμη σημαντικό από τα ευρήματα της έρευνας: Το τι θα έπρεπε να πράξει η Ελλάδα το 1974. Η πλειοψηφία θεωρεί ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο, στη δεύτερη φάση της εισβολής, το 1974. Σίγουρα ναι (να βοηθήσει) 40% και μάλλον ναι 27%. Σίγουρα όχι 8% και μάλλον όχι 6%. Κι αυτά τα ποσοστά, που όπως εξηγήθηκε σε μεγάλο βαθμό εκφράζουν νέους ανθρώπους, απαντούν και στο γνωστό δόγμα «η Κύπρος κείται μακράν». Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί αναφορικά με τις ευθύνες που καταλογίζονται στην Ελλάδα για το 1974 ( 77%), αυτό αφορά τη χούντα κι όχι την ελλαδική κοινωνία.





