Τα ελληνοτουρκικά και η δολοφονία του Ρώσου πρέσβη
24/12/2016Σε κατάσταση ελεγχόμενης έντασης παραμένουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, σε μία περίοδο που οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό αναμένεται να εισέλθουν στην τελική φάση τους στη διάσκεψη της 12ης Ιανουαρίου. Η Άγκυρα δεσμεύει εκτεταμένες περιοχές στο Αιγαίο για ασκήσεις και στέλνει αεροσκάφη σε αποστολές εικονικού βομβαρδισμού ελληνικών νησίδων με κύριο στόχο να συντηρεί ζωντανή την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας.
Η Ελληνίδα μόνιμη αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ κατέθεσε δεύτερη επιστολή, με την οποία απορρίπτει ως αντίθετες με το διεθνές δίκαιο την τουρκική θέση ότι τα ελληνικά νησιά δεν έχουν επήρεια στη χάραξη των θαλασσίων ζωνών. Στην πραγματικότητα, η νομική αυτή μάχη διεξάγεται σ’ ένα πολιτικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από την τάση ρευστοποίησης των γεωπολιτικών ισορροπιών. Ο Ερντογάν αμφισβητεί ευθέως τη συνθήκη της Λωζάννης, στέλνοντας το μήνυμα προς τη Δύση ότι εάν τα γεωπολιτικά δεδομένα αλλάξουν στα ανατολικά και νότια σύνορα της Τουρκίας θα αλλάξουν και στα δυτικά, δηλαδή στο ελληνοτουρκικό μέτωπο.
Πολλά θα κριθούν από την εξέλιξη των εργασιών της διάσκεψης για το Κυπριακό. Έχοντας σ’ αυτό το μέτωπο την υποστήριξη και των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, η Άγκυρα επιδιώκει στην επικείμενη διάσκεψη να εξουδετερώσει την άρνηση της Αθήνας όσον αφορά τις εγγυήσεις. Υπενθυμίζουμε ότι η θέση της Ελλάδας ήταν πως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης, δεν έχει ανάγκη από εγγυητές και ότι είναι απαράδεκτο να παραμείνουν τουρκικά στρατεύματα στη Μεγαλόνησο μετά τη λύση.
Η Αθήνα, μάλιστα, είχε θέσει ως όρο για να συμμετάσχει στη διάσκεψη, να έχει προηγηθεί μία συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν. Ήθελε να έχει καταστεί σαφές εάν μπορεί να εξευρεθεί μία συμφωνία στα παραπάνω κρίσιμα ζητήματα. Εάν το χάσμα είναι αγεφύρωτο, όπως φαίνεται, η ελληνική πλευρά δεν ήθελε να πάει σε μία διάσκεψη, όπου θα γινόταν στόχος ασφυκτικών πιέσεων να υποχωρήσει, προκειμένου να μη χρεωθεί το κόστος ότι εμπόδισε τη λύση του Κυπριακού.
Υποτίθεται, άλλωστε, ότι η διάσκεψη θα δρομολογείτο όταν θα είχαν ολοκληρωθεί με συμφωνία οι διαπραγματεύσεις για την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού. Ο Αναστασιάδης, ωστόσο, έφερε προ τετελεσμένου την Αθήνα. Αποδέχθηκε τον ορισμό ημερομηνίας για τη σύγκληση της διάσκεψης, αφενός με ανοικτές τις διαφωνίες για το εδαφικό, αφετέρου χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί η συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν. Με άλλα λόγια, η Αθήνα σύρεται σε μία διαδικασία, την οποία προσπαθούσε να αποφύγει. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, για να τηρηθούν τα προσχήματα, η συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν θα πραγματοποιηθεί μάλλον την παραμονή της διάσκεψης. Εκ των πραγμάτων, όμως, δεν θα έχει τον χαρακτήρα, για τον οποίο είχε τεθεί ως προϋπόθεση.
Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ακιντζί έδωσε το στίγμα, δηλώνοντας ότι δεν πρόκειται να υπάρξει λύση εάν δεν γίνουν αποδεκτές τρεις τουρκικές θέσεις: η εκ περιτροπής προεδρία, η διατήρηση της συνθήκης εγγυήσεων και η παραμονή τουρκικών στρατευμάτων. Σ’ αυτές πρέπει να προστεθεί και η διακηρυγμένη απαίτηση της Άγκυρας η Κυπριακή Δημοκρατία να θεωρηθεί εκλιπούσα! Αυτό σημαίνει ότι οι Ελληνοκύπριοι θα χάσουν το μοναδικό διπλωματικό όπλο τους.
Τόσο τα ελληνοτουρκικά όσο και το Κυπριακό ήταν τα κύρια θέματα του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής που θα συνήλθε χθες. Όπως συμβαίνει πάντα, όμως, το όργανο αυτό λειτουργεί ως φόρουμ για την ανταλλαγή απόψεων και όχι ως μηχανισμός διαμόρφωσης μίας εθνικής γραμμής.
Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, ότι οι διαπραγματεύσεις εισέρχονται στην τελική φάση τους, σε μία στιγμή που μπαίνει στο παιχνίδι της έρευνας για την ανεύρεση κοιτασμάτων στην κυπριακή ΑΟΖ και ο αμερικανικός κολοσσός Exxon Mobil. Ο επικεφαλής της Τεξ Τίλερσον θα είναι ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Τραμπ. Υπενθυμίζουμε ότι στο ενεργειακό αυτό πρόγραμμα συμμετέχουν και οι δύο ακόμα κολοσσοί: η ιταλική ΕΝΙ και η γαλλική Total.
Η μετρημένη τουρκική επεκτατική πίεση στο Αιγαίο και οι διαπραγματευτικές απαιτήσεις της Άγκυρας στο Κυπριακό συμπίπτουν με την ατμόσφαιρα αστάθειας που επικρατεί στα υπόλοιπα μέτωπα της Τουρκίας. Αστάθεια που εντάθηκε μετά τη δολοφονία του Ρώσου πρεσβευτή στην Άγκυρα Καρπόφ.
Για το ποιος όπλισε το χέρι του νεαρού Τούρκου αστυνομικού των ειδικών δυνάμεων μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι από γεωπολιτικής απόψεως η Τουρκία πέφτει ακόμα πιο πολύ στην αγκαλιά της Ρωσίας και μάλιστα από δυσμενέστερη θέση. Η κοινή διακήρυξη που προέκυψε από τη συνάντηση των τριών υπουργών Εξωτερικών στη Μόσχα (Ρώσου, Ιρανού και Τούρκου) την επομένη της δολοφονίας συνιστά αναμφισβήτητη επιτυχία της ρωσικής διπλωματίας και στρατηγική υποχώρηση του Ερντογάν.
Πραγματοποιώντας εντυπωσιακή κωλοτούμπα, η Άγκυρα δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει την ανακατάληψη του Χαλεπίου από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Το σημαντικότερο είναι ότι αποδέχθηκε πως δεν τίθεται θέμα απομάκρυνσης του Άσαντ από την εξουσία μετά τη λήξη του πολέμου στη Συρία. Υπενθυμίζουμε ότι ο Ερντογάν είχε τα τελευταία χρόνια αναλάβει για λογαριασμό της Δύσης την εργολαβία της ένοπλης ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ, προσδοκώντας να εγκαθιδρύσει ένα σουνιτικό καθεστώς, το οποίο ουσιαστικά θα μετέτρεπε τη Συρία σε τουρκικό προτεκτοράτο.
Στο πλαίσιο αυτό, πάντα με την πλούσια χρηματοδότηση της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ και με τη βοήθεια των Αμερικανών και Ευρωπαίων, οι νεοοθωμανοί είχαν αναλάβει την καθοδήγηση και την πολλαπλή υποστήριξη των τζιχαντιστικών οργανώσεων που πολεμούσαν για να ανατρέψουν το καθεστώς Άσαντ. Ενώ αρχικά (το 2011) φαινόταν ότι η ανατροπή θα ήταν υπόθεση μερικών μηνών, το καθεστώς όχι μόνο άντεξε, αλλά και τον τελευταίο καιρό ανακαταλαμβάνει με εδάφη που είχαν περιέλθει στα χέρια των τζιχαντιστών.
Αυτό δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί χωρίς τη βοήθεια του Ιράν και της σιιτικής Χεζμπολά του Λιβάνου. Ο παράγοντας, όμως, που άλλαξε την τροπή του πολέμου στη Συρία ήταν η ρωσική παρέμβαση. Η Μόσχα παρενέβη όχι απλώς για να διασώσει ένα φιλικό προς αυτήν καθεστώς, αλλά για να διασώσει τις βάσεις της στη βορειοδυτική Συρία, οι οποίες της εξασφαλίζουν σημαντική αεροναυτική παρουσία στην ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ο Πούτιν κερδίζει πολλά περισσότερα. Πριν μερικούς μήνες, ήταν έτοιμος να συμβιβαστεί με την Ουάσιγκτον, προκειμένου να επιτευχθεί μία πολιτική λύση στο συριακό πρόβλημα. Όπως, όμως, αποκάλυψε αυτές τις ημέρες ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Κέρι στην εφημερίδα Μπόστον Γκλόουμπ, ο συμβιβασμός τορπιλίσθηκε από τον Αμερικανό υπουργό Άμυνας Κάρτερ. Επιδιώκοντας μία στρατηγική νίκη στη Συρία, τα νεοψυχροπολεμικά γεράκια οδήγησαν τις ΗΠΑ σε μία ευρύτερη στρατηγική ήττα.
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι το καθεστώς Άσαντ ανακτά σταδιακά τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της Συρίας. Είναι και η στροφή της Άγκυρας προς τη Μόσχα. Μπορεί η Τουρκία να παραμένει στο ΝΑΤΟ, αλλά ολοένα και περισσότερο προσδένεται στο ρωσικό άρμα. Μόλις πριν ένα χρόνο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Το βασικό κίνητρο του Ερντογάν συνδέεται με το Κουρδικό. Η εδραίωση του κουρδικού κρατικού μορφώματος στη βόρειο Συρία, που ελέγχεται από το τοπικό παρακλάδι του ΡΚΚ, συνιστά γεωπολιτικό εφιάλτη για την Άγκυρα.
Οι νεοοθωμανοί είχαν ζητήσει από το Ισλαμικό Κράτος, ως αντάλλαγμα για την πολλαπλή υποστήριξη που του παρείχαν, να καταλάβει τα κουρδικά καντόνια, να καταλύσει το πρόπλασμα κράτους και να εξοντώσει την κουρδική στρατιωτική δύναμη. Πράγματι, το 2014 οι τζιχαντιστές είχαν φθάσει πολύ κοντά στην επίτευξη του σκοπού τους. Η ηρωική αντίσταση των Κούρδων στο Κομπάνι, όμως, άλλαξε την τροπή αυτής της σύγκρουσης.
Οι Κούρδοι όχι μόνο απώθησαν το Ισλαμικό κράτος, αλλά και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους μία μεγάλη εδαφική ζώνη στη βόρειο Συρία. Ακολουθώντας μία πολιτική προστασίας και συμμετοχής όλων των τοπικών πληθυσμών, η Ροζάβα (το κρατικό μόρφωμά τους) έχει αναδειχθεί σε νησίδα ασφάλειας, γεγονός που επιτρέπει την ενσωμάτωση και Αράβων και Τουρκομάνων και Γεζίντι.
Έχοντας αποδείξει ότι αποτελούν αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη, οι Κούρδοι συνεργάζονται και με τους Αμερικανούς και με τους Ρώσους, τηρώντας αξιοθαύμαστες ισορροπίες. Στρατηγικός στόχος τους ήταν να ενώσουν την εδαφική ζώνη που ελέγχουν στο ανατολικό τμήμα της βόρειας Συρίας με το κουρδικό καντόνι του Αφρίν που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της βόρειας Συρίας. Αυτό θα τους επέτρεπε να διεκδικήσουν την έξοδό τους στη Μεσόγειο, γεγονός που θα είχε στρατηγική σημασία για το υπό ίδρυση κράτος τους.
Ήταν ακριβώς αυτή η εφιαλτική για τους Τούρκους προοπτική που τους εξώθησε να αντιδράσουν σπασμωδικά. Το Νοέμβριο του 2015, τουρκικό μαχητικό κατέρριψε ρωσικό βομβαρδιστικό. Στόχος εκείνης της τυχοδιωκτικής κίνησης του Ερντογάν ήταν να προκαλέσει μία κρίση με τη Μόσχα, ελπίζοντας ότι θα συμπαρέσυρε τη Δύση σε μία τοπική σύγκρουση με τη Ρωσία. Είναι αληθές ότι υπήρχαν ισχυροί αμερικανικοί κύκλοι που ήθελαν μία τέτοια σύγκρουση, αλλά ο Ομπάμα δεν παρασύρθηκε.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η τουρκική προβοκάτσια να μετατραπεί σε μπούμεραγκ. Η Ρωσία ενέτεινε τη δράση της όχι μόνο υπέρ του Άσαντ, αλλά και υπέρ των Κούρδων. Παραλλήλως, πολλαπλασίασε τα πλήγματα εναντίον των τζιχαντιστικών οργανώσεων που υποστήριζε η Τουρκία. Από την πλευρά τους, οι κουρδικές δυνάμεις πέρασαν τον Ευφράτη προς τα δυτικά και κατέλαβαν την στρατηγικής σημασίας πόλη Μπανμπέτζ (Ιεράπολη).
Ήταν ένα αποφασιστικό βήμα για να ενώσουν εδαφικά τα κουρδικά καντόνια. Η κατάληψη, όμως, αυτής της ζώνης πλάτους μερικών δεκάδων χιλιομέτρων θα είχε ευρύτερη στρατηγική σημασία, επειδή αποτελεί τον διάδρομο (από Βορρά προς Νότο) που συνδέει την Τουρκία με τους τζιχαντιστές που κατείχαν το Χαλέπι, το Ιντλίμπ και τις γύρω περιφέρειες.
Αντιμέτωπη με τον άμεσο κίνδυνο και να αποκοπούν από τη Συρία και να δουν ενωμένο το κουρδικό κρατικό μόρφωμα της Ροζάβα, οι νεοοθωμανοί έκαναν τη μεγάλη κωλοτούμπα. Ο Ερντογάν είχε συνείδηση ότι οι τουρκικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να εισβάλλουν στη βόρειο Συρία για να ελέγξουν αυτόν τον διάδρομο, εάν δεν είχαν εξασφαλίσει το πράσινο φως όχι μόνο από τους Αμερικανούς, αλλά και από τους Ρώσους, οι οποίοι περίμεναν την ευκαιρία για να εκδικηθούν την κατάρριψη του βομβαρδιστικού τους.
Για να εξασφαλίσει το πράσινο φως των Ρώσων, ο Ερντογάν έστειλε τον περασμένο Ιούνιο στον Πούτιν την επιστολή συγγνώμης και άνοιξε τον δρόμο για την εντυπωσιακή προσέγγισή τους. Για τη Μόσχα ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αλλάξει υπέρ της τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή. Για την Ουάσιγκτον, όμως, ήταν ένα πρόσθετο πλήγμα.
Αν και δεν μπορεί να αποδειχθεί, είναι προφανές ότι η στροφή του Ερντογάν προς τη Ρωσία έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την εκδήλωση του πραξικοπήματος τον περασμένο Ιούλιο. Η αποτυχία του πραξικοπήματος με τη σειρά της βάθυνε το χάσμα ανάμεσα στους νεοοθωμανούς και στην Ουάσιγκτον, εξωθώντας την Άγκυρα να προσδεθεί περισσότερο στο ρωσικό άρμα. Όταν ο Ερντογάν κατηγορεί τον Γκιουλέν για το πραξικόπημα, στην πραγματικότητα κατηγορεί τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Για να διατηρήσει υπό τουρκικό έλεγχο τον στρατηγικής σημασίας διάδρομο και να αποτρέψει την εδαφική ένωση της Ροζάβα, πρέπει να καταληφθεί η πόλη Αλ Μπαμπ στο νότιο άκρο του διαδρόμου, που βρίσκεται ακόμα στα χέρια του Ισλαμικού Κράτους. Για να έχει το ελεύθερο, ο Ερντογάν έκανε συμφωνία και με την Ουάσιγκτον και με τη Μόσχα. Στους Αμερικανούς δεσμεύθηκε ότι οι τουρκικές δυνάμεις δεν θα στραφούν εναντίον της ελεγχόμενης από τους Κούρδους πόλης Μανμπέτζ, όπως αρχικά είχαν πρόθεση. Στους δε Ρώσους πρόσφερε την απόσυρση της τουρκικής υποστήριξης προς τους τζιχαντιστές που αντιστέκονταν στο Χαλέπι και ελέγχουν ακόμα το Ιντλίμπ.
Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι τη δολοφονία του Ρώσου πρεσβευτή Καρπόφ. Όπως έχουμε προαναφέρει, η δολοφονία ενίσχυσε και πολιτικοδιπλωματικά και συμβολικά τη θέση του Πούτιν στο πλαίσιο της ρωσοτουρκικής σχέσης. Είναι ενδεικτικό ότι για πρώτη φορά οι Τούρκοι αποδέχονται να διεξάγουν έρευνες στο εσωτερικό της χώρας τους ξένοι αξιωματούχοι. Ο Ερντογάν, όμως, δεν είχε περιθώριο να αρνηθεί και έτσι 18 Ρώσοι ειδικοί θα αναζητήσουν ποιος όπλισε το χέρι του 22χρονου Τούρκου αστυνομικού Αλτιντάς.
Η Άγκυρα έσπευσε να κατηγορήσει τον Γκιουλέν, αλλά ο Αλτιντάς ήταν μέλος του νεοοθωμανικού κόμματος και μάλιστα είχε οκτώ φορές συμμετάσχει σε επιχειρήσεις προστασίας του ίδιου του Ερντογάν. Την ευθύνη για τη δολοφονία, άλλωστε, ανέλαβε η τζιχαντιστική οργάνωση Αλ Νούσρα, η οποία ήταν η κύρια δύναμη που πολεμούσε τον συριακό στρατό στο Χαλέπι.
Αν και η Αλ Νούσρα είναι το επίσημο παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία, ο Ερντογάν έχει δηλώσει πως δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση! Αλλά και οι Αμερικανοί συνεργάσθηκαν μαζί της. Για να τηρήσουν, μάλιστα, τα προσχήματα, την υποχρέωσαν πριν λίγους μήνες να αλλάξει όνομα! Είναι αξιοσημείωτο ότι ο συριακός στρατός που ανακατέλαβε το Χαλέπι συνέλαβε μαζί με τζιχαντιστές και δεκάδες αξιωματικούς και ειδικούς πράκτορες από τη Δύση και την Τουρκία. Ο Σύριος πρεσβευτής στον ΟΗΕ, μάλιστα, έδωσε στη δημοσιότητα και τα ονόματά τους.
Το γεγονός ότι ένας αστυνομικός των ειδικών δυνάμεων με τέτοια πρόσβαση δολοφόνησε τον Ρώσο πρεσβευτή εγείρει ένα κρίσιμο ερώτημα για την ατμόσφαιρα που επικρατεί στους μηχανισμούς ασφαλείας της Τουρκίας. Δεν πρέπει, ωστόσο, να προκαλεί εντύπωση. Ο Αλτιντάς δεν συμπεριφέρθηκε ως τυπικός τζιχαντιστής. Δεν προσπάθησε να σκοτώσει όσους περισσότερους μπορούσε. Είχε συγκεκριμένο στόχο, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως ή εκτελούσε εντολή ή ωθήθηκε από τη νεοοθωμανική ιδεολογία του.
Υπενθυμίζουμε ότι μέχρι τον περασμένο Ιούνιο, η ρητορική του Ερντογάν ήταν πως το Χαλέπι ήταν εδώ και 900 χρόνια οθωμανικό, πως μόλις πριν 90 χρόνια ήταν «μία δική μας πόλη», ότι «ο δολοφόνος Άσαντ δολοφονεί τα αδέλφια μας» και ότι «οι χριστιανοί Ρώσοι, ως νέοι σταυροφόροι, δολοφονούν μουσουλμάνους στη Συρία».
Η νεοοθωμανική αυτή ιδεολογία έχει διαποτίσει τους οπαδούς του Ερντογάν, οι οποίοι δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις στροφές του ηγέτη τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προκαλούνται ρήγματα ακόμα και στον σκληρό πυρήνα του κράτους, τα οποία αφήνουν χώρο και για τη διείσδυση τζιχαντιστών και για παιχνίδια ξένων μυστικών υπηρεσιών.