Η πανδημία εκθέτει τη “ρεαλιστική ουτοπία” της ευρωπαϊκής ενοποίησης
28/04/2020Οι πρωτεργάτες της ενοποιητικής διαδικασίας οραματίστηκαν μία Ευρώπη των λαών, μία ήπειρο μέσα στην οποία τα κράτη θα λειτουργούσαν εκτός του πλαισίου παιγνίων μηδενικού αθροίσματος. Για πολλούς, αυτό αποτελούσε όνειρο αιθεροβαμόνων ιδεαλιστών που αγνοούσαν τις θεμελιώδεις παραδοχές της διεθνούς πολιτικής, των κειμένων του Θουκυδίδη και του τρόπου, με τον οποίο η ισχύς προσδιορίζει καταστατικά τις διακρατικές σχέσεις.
Παρά την έλλειψη ενός ιστορικοπολιτικού και οργανωτικού προηγούμενου, οι Ευρωπαίοι εταίροι οικοδόμησαν ένα θελκτικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, ενισχύοντας θεσμικά την ειρήνη, σταθερότητα και συνεργασία. Μέσα από ένα εξελισσόμενο μοντέλο διακυβέρνησης, η ΕΟΚ/ΕΕ παρείχε δημόσια αγαθά και έδωσε στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις μεγάλες προκλήσεις του μεταπολεμικού περιβάλλοντος.
Οι εθνικές ηγεσίες αντιλήφθηκαν τη διαδικασία ως μία ορθολογική επιλογή και αποδέχτηκαν τη μεταφορά αρμοδιοτήτων και εξουσιών σε ευρωπαϊκούς θεσμούς. Με τη σειρά τους, οι ακαδημαϊκοί άρχισαν να διερευνούν τα θεσμικά και οργανωτικά προαπαιτούμενα που θα οδηγούσαν στο απροσδιόριστο μέλλον, στη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού δήμου, κάτι που θα μετέβαλε τον κρατοκεντρικό χαρακτήρα της Ευρώπης. Ο ορθολογισμός, ο υποδόριος ή ενίοτε εμφανής ιδεαλισμός εξελίχθηκαν σταδιακά σε σημαντικές δεξαμενές ιδεών και κινήτρων.
Κεντρομόλες δυνάμεις
Τα κεντρικά και παράπλευρα οφέλη δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν σημαντικά οι κεντρομόλες δυνάμεις που στήριζαν το στόχο της ευρωπαϊκής ενότητας. Ο ευρωπαϊσμός αποτέλεσε ισχυρό ιδεολογικό όπλο των υπέρμαχων της ενοποίησης και πολιτικά ενισχύθηκε από την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους και το δίχτυ ασφαλείας που προσέφερε η ΕΕ σε επίπεδα κοινωνιών, παρά την αποδυνάμωση των εθνικών κανονιστικών δομών.
Τα απτά αποτελέσματα της ενοποιητικής διαδικασίας προσέδωσαν στο εγχείρημα την εικόνα μίας “ρεαλιστικής ουτοπίας”. Θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως ένας εξορθολογισμένος ιδεαλισμός, καθώς τα βασικά συστατικά του ήταν οι επιλογές που έκαναν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, σε μία θεσμική προσπάθεια υπέρβασης της ετερότητας και περιθωριοποίησης των δυνάμεων κατακερματισμού. Ο όρος υπέρβαση δεν παρέπεμπε στην εξαφάνιση της ετερότητας, αλλά στη θεσμική διαχείριση των διευρωπαϊκών ασυμβατοτήτων μέσα από κοινά αποδεκτές διαδικασίες.
Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό σε ένα διεθνές περιβάλλον το οποίο εκ πολιτικής και πολιτισμικής φύσεως χαρακτηρίζεται από ετερότητα. Με απλά λόγια, η ετερότητα αποτελεί μία φυσιολογική διεθνοπολιτική συνθήκη. Η διαδικασία ενοποίησης δεν στόχευσε σε βίαιη ομογενοποίηση, αλλά στη δημιουργία διευρυμένων θετικών τετελεσμένων σε επίπεδα κοινωνιών και οικονομίας με ένα βαθμό έντασης που εκ των πραγμάτων θα προκαλούσε επανιεράρχηση προτεραιοτήτων από πλευράς ηγεσιών και λαών με όρους ωφελιμισμού.
Ευρωπαϊκή ενότητα και ασυμμετρία
Η ιδέα περί ευρωπαϊκής ενότητας αποτέλεσε τη λυδία λίθο για την αποδοχή ενός υπερβατικού οράματος. Προσδιορίζεται ως υπερβατικό, καθώς θεμελιωνόταν επί ενός οργανωτικού άξονα που έθετε στο περιθώριο τη στρατιωτική ισχύ, το μέσο που είχε ιστορικά καθορίσει τις διευρωπαϊκές σχέσεις. Ωστόσο, οι ιδέες δεν υπερκάλυψαν ζητήματα αυτοπροσδιορισμού, εθνικής κοσμοθεωρίας και αντίληψης του διεθνούς περίγυρου. Αυτό εξάλλου ήταν φυσικό, με βάση τον προσδιοριστικό παράγοντα που ονομάζεται εθνική ταυτότητα.
Τα εξελικτικά στάδια της ενοποιητικής διαδικασίας αποτέλεσαν θετικές εισροές, οι οποίες επηρέασαν καταστατικά τις εθνικές οργανωτικές δομές. Τα ευρωπαϊκά κράτη (οι “εθνικοί δήμοι”) βελτίωσαν το δημοκρατικό πλαίσιο άσκησης εξουσίας, μετά από μία μακρά και επίπονη διαδικασία κοινωνικοποίησής τους με το ευρωπαϊκό κανονιστικό, ρυθμιστικό κεκτημένο και το θεσμοθετημένο ευρωπαϊκό αξιακό σύστημα. Η διαδικασία “εξευρωπαϊσμού” λειτούργησε ως ένα θεσμικό πλαίσιο προσαρμογής σε ένα νέο κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον που προσέφερε προστιθέμενη αξία.
Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι ιδέες και οι αρχές ήταν πιο ισχυρές από τα εθνικά συμφέροντα. Σε μία πρωτόγνωρη διαδικασία περιφερειακής ολοκλήρωσης ο Jean Monnet είχε καταφέρει να αμφισβητήσει οργανωτικά τον Θουκυδίδη και την οντολογική κανονικότητα που αυτός είχε σοφά διατυπώσει. Ωστόσο, η πραγματικότητα της διεθνοπολιτικής κανονικότητας και δη του τρόπου διαχείρισης της ισχύος είναι διαφορετική. Το ζήτημα της πολιτικής ολοκλήρωσης αποτελούσε μία στρατηγική επιλογή, αλλά η οντολογία του αφορούσε προσδιοριστικές παραμέτρους εμφανώς ή υποδόρια συνδεδεμένες με το μέλλον της δημοκρατίας στην Ευρώπη και το ρόλο των κρατών.
Η έλευση του κοινού νομίσματος
Μετά την έλευση του κοινού νομίσματος και την εμφάνιση της κρίσης η ασυμμετρία σε ικανότητες, διαθέσιμα μέσα και οικονομική ισχύ δημιούργησε ασύμμετρα κέρδη και απώλειες για τα κράτη-μέλη. Το ευρώ υπονόμευσε την ενότητα εντός της ΕΕ και σταδιακά ενεργοποίησε μία εμφανή ή υποδόρια διαδικασία αμφισβήτησης της ενοποιητικής οντολογίας, ενισχύοντας μία ανταγωνιστική αντίληψη περί μη “ορθολογικής” επιλογής.
Οι αδύναμες χώρες οδηγήθηκαν σταδιακά και κυρίως θεσμικά στην παγίδα της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία με τη σειρά της ενεργοποίησε συνθήκες εσωτερικής πολιτικής αστάθειας. Η διαφορά οικονομικής ισχύος αποτέλεσε ευκαιρία για κάποιες χώρες και αδυναμία για τις υπόλοιπες. Για πολλούς το σύνθημα “united by diversity” δεν εξέφραζε πλέον τη θεμελιωμένη μεταπολεμικά ευρωπαϊκή οντολογία και λογική της ενοποίησης. Η δε έννοια της αλληλεγγύης σε συνθήκες κρίσης διανθίστηκε με δόσεις καιροσκοπισμού από πλευράς των οικονομικά εύρωστων.
Σταδιακά ο νεοφιλελευθερισμός εξελίχθηκε σε κυρίαρχη οργανωτική αντίληψη, επιβάλλοντας έναν διαχειριστικό δογματισμό που προκαλούσε διογκούμενες πολιτικές παρενέργειες, προσφέροντας επιχειρήματα στους πολέμιους της ενοποίησης. Με όρους θεωριών ολοκλήρωσης, η ενίσχυση των φυγόκεντρων δυνάμεων αποτέλεσε έμμεσα ένδειξη “πολιτικής αναστροφής” (political spillback) της ενοποιητικής διαδικασίας, ενισχύοντας τους υπέρμαχους της θεσμικής αναστροφής (institutional spillback).
Η απονομιμοποίηση της Ευρώπης
Το μοντέλο διακυβέρνησης στο οποίο οδήγησε η υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών σηματοδότησε τη δημιουργία μίας Ευρώπης αποστασιοποιημένης από τις αρχές, το διαχειριστικό και οικονομικοκοινωνικό πλαίσιο που τη νομιμοποίησε στα μάτια των Ευρωπαίων. Αυτό εντάθηκε καθώς επέβαλλε στους λιγότερο ισχυρούς μη βιώσιμες πολιτικά και κοινωνικά πολιτικές. Η έλλειψη συναίνεσης και η επιβολή ενός πλαισίου διαχειριστικού πειθαναγκασμού μετέτρεψε την ΕΕ σε ένα ιδιόμορφο καθεστώς ελλιπούς πολιτικής νομιμοποίησης.
Αυτό δεν αφορά τις αξιολογήσεις που κάνουμε σε ζητήματα νομιμοποίησης με όρους τήρησης τυπικών διαδικαστικών κανόνων. Ωστόσο, η μετάλλαξη της ενοποιητικής διαδικασίας και οι νέες θεσμοθετημένες –ως εκ τούτου νομιμοποιημένες– ανισότητες μετέτρεψαν την ενδοευρωπαϊκή, διακρατική διάδραση σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, ένα θεσμικό πεδίο άσκησης οικονομικοπολιτικής ισχύος.
Η νεοφιλελεύθερη, μη ανθρωποκεντρική λογική οδήγησε την ΕΕ και τις συνιστώσες Πολιτείες της στην αποστασιοποίηση από θεμελιώδεις υποχρεώσεις τους, αφήνοντας τις κοινωνίες εκτεθειμένες στην εκτιμώμενη ικανότητα αυτορρύθμισης της αγοράς. Το κράτος δεν λειτούργησε ως ένας δίκαιος αναδιανομέας πλούτου, πάροχος δημόσιων αγαθών, ως εγγυητής-φορέας κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά ως αρωγός μίας θεσμοκρατίας που επιβάλλεται με νομιμοποιημένους, διαδικαστικά και θεσμικά, τρόπους.
Ουσιαστικά, δεν ανταποκρίνεται στο ιστορικό και οργανωτικό raison d’ etre δημιουργίας του. Χρειάστηκε μία πανδημία για να ομφαλοσκοπήσουμε εκ νέου τη σχέση ανάμεσα στις “συνιστώσες Πολιτείες” και την ΕΕ. Το αίτημα για επαναπροσδιορισμό των αμφίδρομων εισροών στο πλαίσιο της ΕΕ και των κρατών-μελών αποτελεί πλέον μία ιστορική αναγκαιότητα.