Γιατί είναι θέμα χρόνου η επόμενη οικονομική κρίση
24/09/2020Οι κρίσεις έχουν τις ρίζες τους στις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Τουλάχιστον αυτό έχει αποδειχθεί ιστορικά από τη διεθνή οικονομική έρευνα. Η όξυνση των κρίσεων οφείλεται, κυρίως, στην αναποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων πολιτικών μετάβασης από το παλαιό στο νέο μοντέλο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Και αυτό σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Παρακάμπτοντας την ειδική οικονομική κρίση που συγκυριακά προκαλεί η πανδημία, στην ιστορική περίοδο που διανύουμε, η όξυνση της κρίσης οφείλεται στην αναποτελεσματικότητα και την αντιφατικότητα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών μετάβασης από το τεχνολογικό στο ρομποτικό μοντέλο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Βασικό εργαλείο αυτής της μετάβασης, μεταξύ άλλων, αποτελεί η καθίζηση του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους, οι ανισότητες, η ανεργία και η συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών.
Παράλληλα, κοινό χαρακτηριστικό αποτελεί και η εκτίναξη των κρατικών χρεών, η διεύρυνση της φτωχοποίησης του πληθυσμού και η σμίκρυνση του κύκλου κρίσεων και ανάκαμψης του οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι η διεθνής οικονομική κρίση, που ξεκίνησε το 2007 ως κρίση ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου (χρηματοπιστωτική), μετεξελίχθηκε σε κρίση της πραγματικής οικονομίας (οικονομική κρίση και ύφεση).
Τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε κρίση συνδυασμού του χαμηλού πληθωρισμού, της στασιμότητας ή της ποσοστιαίας πτωτικής τάσης της ανεργίας, καθώς και της απασχόλησης, με τη διεύρυνση όλων των μορφών ευελιξίας (απασχόληση, χρόνος εργασίας, αμοιβές, κοινωνική ασφάλιση, καταβολή μισθών, κ.λπ.). Όπως αναφέρεται στην διεθνή βιβλιογραφία, τα τελευταία χρόνια συντελείται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το φαινόμενο της διάψευσης της “καμπύλης Φίλιπς”. Αυτό σημαίνει ότι η ποσοστιαία μείωση του επιπέδου της ανεργίας, για παράδειγμα σε ΗΠΑ και ΕΕ, δεν συνοδεύεται από την αύξηση των μισθών, της κατανάλωσης, της ζήτησης και του πληθωρισμού.
Θέμα χρόνου η επόμενη οικονομική κρίση
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε παλαιότερη μελέτη της η Deutsche Bank (2017) θεωρεί, ότι, αν και δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς χρονικά η επόμενη παγκόσμια κρίση δεν θα αργήσει να έρθει. Ταυτόχρονα, οι υπερβολές, οι αντιφάσεις και η αναποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών τα προηγούμενα χρόνια, που βύθισαν τους οικονομικούς σχηματισμούς σε παρατεταμένη ύφεση, σε στασιμότητα ή αναιμική ανάκαμψη, καθιστούν την επόμενη οικονομική κρίση πολύ πιο επικίνδυνη.
Οι κεντρικές τράπεζες, όπως η αμερικανική FED και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που εξ ορισμού έχουν ως κύριο μέλημα την σταθεροποίηση της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας και τη ρύθμιση του πληθωρισμού γύρω από το 2%, εφαρμόζουν οικονομικές και νομισματικές πολιτικές, οι οποίες δεν επιτυγχάνουν αυτό το στόχο, παρά τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόσθηκαν.
Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, που έχουν ως στόχο την τόνωση της οικονομίας και την αύξηση του πληθωρισμού στα επίπεδα του 2% έχουν συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών. Ταυτόχρονα, όμως, το επίπεδο του πληθωρισμού παραμένει πολύ χαμηλότερο από τον στόχο (2%). Οπότε, εάν ο πληθωρισμός δεν ανακάμψει, η επόμενη κρίση δεν θα αργήσει πολύ να πλήξει τη διεθνή και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Γιατί δεν συνδέονται ανεργία-πληθωρισμός
Από την άποψη αυτή, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Ποιοι είναι οι λόγοι που διαμορφώνουν το φαινόμενο της μη σύνδεσης της ανεργίας με τον πληθωρισμό, παρά το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες, αν και προβαίνουν στην αύξηση του ισολογισμού τους, αποτυγχάνουν να αυξήσουν τον πληθωρισμό; Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δαπάνησε τεράστια ποσά για την αγορά κρατικών ομολόγων.
Η επεξεργασία και ανάλυση του φαινομένου ακύρωσης της “καμπύλης Φίλιπς” οδηγεί στα εξής συμπεράσματα για τους λόγους που συμβαίνει αυτό: Πρώτον, η εξέλιξη και η παραγωγική χρήση των νέων τεχνολογιών της ρομποτικής, του αυτοματισμού και της τεχνητής νοημοσύνης. Δεύτερον, η διευρυμένη αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και η αύξηση της γήρανσης του πληθυσμού στη διεθνή και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Πράγματι, οι τεχνολογικές εξελίξεις επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργία της οικονομίας, αφού επιδρούν σημαντικά στην παραγωγική διαδικασία, στην απασχόληση και στη διάρθρωσή της, στα εισοδήματα και στην καταναλωτική συμπεριφορά. Ως αποτέλεσμα –όπως προκύπτει από τα δεδομένα των τεχνολογικών, παραγωγικών, εργασιακών και δημογραφικών εξελίξεων– ανατρέπονται παραδοσιακές υποθέσεις εργασίας. Απαιτούνται, λοιπόν, νέες υποθέσεις εργασίας και νέα οικονομικά υποδείγματα, τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη τις νέες διαρθρωτικές αλλαγές.
Τεχνολογική ανάπτυξη
Κι αυτό, γιατί η τεχνολογική έκρηξη του αυτοματισμού, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης έχει επηρεάσει, σε μεγάλο βαθμό, την αγορά εργασίας, αντικαθιστώντας τις σταθερές και μόνιμες θέσεις εργασίας με τις ευέλικτες και ανασφαλείς μορφές απασχόλησης. Έτσι, ενώ αυξάνεται η παραγωγικότητα και η ανεργία μειώνεται ποσοστιαία, οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι σε μεγαλύτερο βαθμό ευέλικτες και χαμηλού μισθολογικού κόστους εργασίας (gigeconomy).
Με άλλα λόγια, η νέα τεχνολογία της ρομποτικής, των υπολογιστών και της τεχνητής νοημοσύνης, διευρύνει την αυτοματοποίηση στην παραγωγική διαδικασία και αυξάνει, ως εκ τούτου, το επίπεδο της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα είναι η ίδια ποσότητα προϊόντων, με βελτιωμένη ποιότητα, να παράγεται με λιγότερους εργαζόμενους. Στις συνθήκες, λοιπόν, αυτές, αντί να παρατηρείται αύξηση του πληθωρισμού από την ποσοστιαία μείωση της ανεργίας, η διευρυμένη ευελιξία της απασχόλησης συμβάλλει στη μείωση των μισθών και τη μείωση της ζήτησης. Ως αποτέλεσμα, ο πληθωρισμός παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
Παράλληλα, το φαινόμενο αυτό προκαλεί αύξηση της κερδοφορίας και της ανισοκατανομής του εισοδήματος: το ποσοστό εισοδήματος του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, σε τέτοιο βαθμό, που αντιστοιχεί με το επίπεδο εισοδήματος που είχε η κορυφή της οικονομικής πυραμίδας εκατό χρόνια πριν. Μια σοβαρή διαρθρωτική αιτία του φαινομένου του χαμηλού πληθωρισμού είναι και η αυξημένη γήρανση του πληθυσμού. Η σημαντική ανατροπή της δημογραφικής πυραμίδας και της ηλικιακής δομής του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τη μείωση του εισοδήματος των συνταξιούχων οδηγεί σε δομικές αλλαγές, τόσο στη ζήτηση, όσο και στο καταναλωτικό τους πρότυπο.
Η αντίφαση και στην πραγματική οικονομία
Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν για τη διεθνή και την ευρωπαϊκή οικονομία, την άμεση αναγκαιότητα σχεδιασμού ενός νέου κοινωνικοοικονομικού και παραγωγικού υποδείγματος. Το νέο αυτό μοντέλο θα οδηγεί σε δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου, λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας, που με τη σειρά της οφείλεται στη χρήση των νέων τεχνολογιών. Μείωση του χρόνου εργασίας, με εβδομάδα 32 ωρών και τεσσάρων ημερών χωρίς μείωση των αποδοχών είχε προτείνει η Mckinsey το 2017. Ταυτόχρονα, θα υπάρχει κι αποτελεσματική αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ανακατατάξεων της απασχόλησης. Εκτιμάται ότι το 85% των θέσεων εργασίας για το 2030 δεν έχει ακόμη επινοηθεί.
Στην περίπτωση που η διεθνής και η ευρωπαϊκή οικονομία απαρνηθεί ή καθυστερήσει την αναπτυξιακή και κοινωνική μετάβασή της στη ρομποτική εποχή, τότε θα κληθεί να αντιμετωπίσει την επόμενη κρίση, η οποία θα είναι σοβαρότερη από τη χρηματοπιστωτική. Και μάλιστα θα κληθεί να την αντιμετωπίσει σε συνθήκες όξυνσης μιας θεμελιώδους αντίφασης στον πυρήνα της πραγματικής οικονομίας.
Η κρίση στην απασχόληση και στη διάρθρωσή της, η ανεργία, η ανισοκατανομή του εισοδήματος και η χαμηλή ζήτηση θα επιφέρουν αποεπένδυση και παράλληλα σοβαρή συρρίκνωση της παραγωγής, της προσφοράς και της ζήτησης. Με άλλα λόγια, στις συνθήκες αυτές, σε όρους πολιτικής οικονομίας, απειλείται να συντελεστεί η σύγκρουση των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων στη διεθνή και την ευρωπαϊκή οικονομία.